«Μια οικογένεια μπορεί να είναι δυσλειτουργική χωρίς αυτό να οφείλεται στην τύχη ή σε συγκυρίες. Μια μαμά μπορεί να μην μπορεί να αγαπήσει σωστά το πιο προβληματικό από τα δυο της παιδιά». Ο Χάρης Βλαβιανός στα βιβλία του «Το αίμα νερό» και «Τώρα θα μιλήσω εγώ», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, ασχολείται με αυτές τις δύο συνθήκες που ίσχυαν στη δική του ζωή χωρίς να επιθυμεί να αποδομήσει την οικογένεια αλλά να διηγηθεί με τρόπο που κάνει ακόμα και τον πιο απροβλημάτιστο αναγνώστη να ταυτιστεί: πολλές φορές με διαφορετικά πρόσωπα, όλα μέλη μιας ελληνικής, συναρπαστικά κοσμοπολίτικης οικογένειας ενδεχομένως πιο προβληματικής από τις συνηθισμένες και φαινομενικά «υγιέστερης» από τις κραυγαλέα νοσηρές.
Ο πατέρας και η μητέρα του δεν κακοποίησαν τα παιδιά τους με ξύλο. Δεν τα άφηναν νηστικά. Είχαν καλούς τρόπους, ήταν ευχάριστοι στους φίλους αλλά ταυτόχρονα εγωπαθείς και επιπόλαιοι, όπως λέει ο γνωστός συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής κορυφαίων ποιητών (πρόσφατα εξέδωσε τη μετάφρασή του της «Wasteland» του Τ.Σ. Ελιοτ), καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Θεωρίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.
Η αφορμή για το βιβλίο, έναν σπαρακτικό μονόλογο με τίτλο «Τώρα θα μιλήσω εγώ», ήταν ο θάνατος της αδελφής του της Μαρίνας στο διαμέρισμά της στο Μιλάνο από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Λίγο πριν από τη συνέντευξή μας, παίρνει μέρος σε μια διάλεξη στη βιβλιοθήκη του Deree, όπου μαζί με τον Χάρη Παπασωτηρίου, πρόεδρο του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο, συζητούν το διακύβευμα των αμερικανικών εκλογών. Συντονίζει στα Αγγλικά με προφορά όχι επιτηδευμένη αλλά αρκετά αγγλική ώστε να προδίδει τις σπουδές του στην Οξφόρδη. Λίγο αργότερα η κουβέντα μας στο γραφείο του ξεκινά από τη διεθνή πολιτική, ίσως λόγω της αμηχανίας που προκαλεί το να πρέπει να συζητήσεις με κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά για την οικογένεια.
«Πώς έπεισε ένας εκατομμυριούχος celebrity τους ψηφοφόρους του πως είναι αντισυστημικός;». Ο Χάρης Βλαβιανός έχει μελετήσει εκτενώς διάφορες πολιτικές «ανωμαλίες» και πριν από λίγα χρόνια έγραψε «Το Ημερολόγιο του Χίτλερ», μια μυθοπλαστική μελέτη. Τον ρωτάω για τη μητέρα του Χίτλερ και μου απαντά πως πιστεύει ότι πρέπει να τον αγαπούσε αλλά ήταν υποταγμένη σε έναν βάναυσο άνδρα, και έτσι φτάνουμε στις οικογενειακές «ανωμαλίες».
Στο τελευταίο βιβλίο σας, γράφετε σκληρά για τη δική σας οικογένεια, αυτή είναι μια οπτική γωνία σπάνια στην Ελλάδα.
«Η οικογένειά μου δεν ήταν τυπικά ελληνική, οι γονείς μου έζησαν στο εξωτερικό – στη Βραζιλία ο πατέρας μου, στην Ιταλία η μητέρα μου –, στις χώρες αυτές άλλωστε είναι θαμμένοι. Eγώ μεγάλωσα σε διαφορετικές χώρες και πόλεις μιλώντας τέσσερις γλώσσες. Αν ρωτάγαμε έλληνες ψυχαναλυτές, νομίζω θα μας έλεγαν πως ένα από το βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς τους είναι η σχέση τους με τα άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Απλώς πολλοί δεν θέλουν να το ομολογήσουν δημόσια. Οι γονείς μου πήραν διαζύγιο όταν ήμουν τεσσάρων. Στο ελληνικό σχολείο, στην τάξη μου, ήμουν τότε το μόνο παιδί χωρισμένης οικογένειας. Τώρα πλέον ένα παιδί χωρισμένων γονιών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Το πρόβλημα όμως δεν είναι το διαζύγιο. Είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με το παιδί και τους γονείς».
Υπάρχει αυτή η συνηθισμένη δικαιολογία που κρατά πολλούς προβληματικούς γάμους, το «μένουμε μαζί για τα παιδιά».
«Ναι, αλλά αυτό μπορεί και να σημαίνει πως μένουμε μαζί για να βουλιάξουμε στη δυστυχία συμπαρασύροντας και τα παιδιά μας. Δεν είναι κάτι υγιές. Κανένα παιδί δεν θέλει να βλέπει τους γονείς του δυστυχισμένους ή να ζουν σε μια συνθήκη νοσηρή».
Το πρόβλημά σας ήταν και οι δύο γονείς, όμως είχατε πολύ καλή μόρφωση στην Οξφόρδη, κάποιος σας στήριξε, άρα και αυτοί οι γονείς «κάτι» κατάφεραν.
«Δεν θα το έλεγα. Η αδελφή μου πέθανε από ναρκωτικά. Τα ετεροθαλή μου αδέλφια από την πλευρά του πατέρα μου ζουν στη Βραζιλία και δεν μπορώ να πω αν είναι απόλυτα ευτυχισμένα – κι ας μην έχουν βρεθεί στην ακραία κατάσταση που βρέθηκε η Μαρίνα. Ο πατέρας μου χρηματοδότησε μόνο το πρώτο μου πτυχίο, μετά απαιτούσε να πάω να δουλέψω μαζί του στη Βραζιλία, από εκεί και πέρα συνέχισα τις σπουδές μου με υποτροφίες. Μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα και λόγω αυτού του συναισθηματικού εκβιασμού του πάψαμε να μιλάμε. Πολλές φορές οι ελληνικές οικογένειες βλέπουν τα παιδιά σαν επενδύσεις και περιμένουν την απόσβεση. Με εξοργίζει να ακούω γονείς να λένε ότι θυσιάστηκαν για τα παιδιά τους. Η μητέρα μου είχε πολύ άστατη ζωή. Το περιβάλλον όπου μεγάλωσα δεν μου παρείχε ηρεμία και ασφάλεια ώστε να κάνω αυτό που επιθυμούσα. Πάντα πάλευα να φτιάξω μια πιο “ομαλή” συνθήκη που να μου επιτρέπει να ζω μια πιο κανονική ζωή. Η μάνα μου με αγαπούσε με τον τρόπο της, αλλά αυτός ήταν εγωιστικός, “ασφυκτικός” – έβαζε τη δική της ζωή πρώτα και δεν με προστάτευε από τις επιλογές της και τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Από τριών-τεσσάρων ετών ήμουν μάρτυρας των ερωτικών της απογοητεύσεων και των οικονομικών της προβλημάτων, χωρίς φυσικά να μπορώ, λόγω της ηλικίας, να βοηθήσω στο παραμικρό. Πολλές φορές άλλαζαν οι ρόλοι μας και γινόμουν εγώ ο πατέρας της μητέρας μου. Ηταν επώδυνο. Ο πατέρας μου, από την άλλη, διατυμπάνιζε πως ήταν πάτερ φαμίλιας αλλά αδιαφορούσε πλήρως για τα παιδιά του – εννοώ για τις συναισθηματικές τους ανάγκες, όχι για τις τυπικές. Τον ενδιέφεραν οι φίλοι του, η δουλειά του».
Τις τελευταίες δεκαετίες μιλάμε πολύ ανοιχτά για την κακοποίηση στην οικογένεια. Εσείς δεν ζήσατε κάτι τέτοιο.
«Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πολλά είδη κακοποίησης: ψυχική, λεκτική, όχι μόνο σωματική. Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, μου μιλούσε συχνά πολύ απότομα και σκληρά. Κάποιες φράσεις του έχουν χαραχθεί βαθιά μέσα μου».
Υπάρχει τρόπος να μεγαλώσουμε παιδιά και να μην τα πληγώσουμε ποτέ;
«Οχι. Ολοι κάνουμε λάθη. Το θέμα είναι να έχουμε συνείδηση αυτών των λαθών και να προσπαθούμε με κάποιον τρόπο να επανορθώσουμε. Αν είμαστε όμως εγωπαθείς και νάρκισσοι, δεν τα βλέπουμε. Αυτό που πάνω απ’ όλα θέλουν τα παιδιά είναι αποδοχή και συναισθηματική ασφάλεια».
Εχετε κάνει ψυχανάλυση;
«Ξεκίνησα αλλά σταμάτησα. Δεν οδήγησε κάπου. Νομίζω πάντως πως το γράψιμο είναι μια μορφή ψυχανάλυσης, με την έννοια ότι γράφοντας “ανακρίνεις” διαρκώς τον εαυτό σου. Η λευκή σελίδα είναι ένας καθρέφτης όπου βλέπεις το πρόσωπο που έχεις εκείνη τη στιγμή. Μην ξεχνάμε ότι η ψυχανάλυση και το γράψιμο περνάνε μέσα από τη γλώσσα. Το θέμα τελικά είναι να μπορεί κάποιος να συνεχίσει να ζει. Να είναι λειτουργικός, να μπορεί να αντέχει την καθημερινότητα, να μπορεί να αγαπάει, να συμπονά, να βλέπει την ομορφιά όπου αυτή υπάρχει – να μη βρίσκεται συνέχεια σε μια αντιδικία με το σύμπαν».
Εχετε αλλάξει καθόλου την ιστορία της οικογένειάς σας για να τη δημοσιοποιήσετε;
«Οταν είσαι συγγραφέας, το βασικό σου μέλημα είναι η γλώσσα. Οσοι γράφουμε γνωρίζουμε ότι η γλώσσα επεμβαίνει στο βίωμα – με τρόπο βίαιο μάλιστα – και εκτοπίζει ένα μεγάλο κομμάτι του βιώματος. Δεν διασώζονται όλες οι εμπειρίες, ούτε διασώζονται με τον τρόπο που θα ήθελες αρχικά να διασωθούν. Ιστορίες για ναρκομανείς, για χωρισμένες οικογένειες, για τραυματισμένα παιδιά υπάρχουν πολλές. Αν είναι όμως να αγγίξουν κάποιον, πρέπει και κάπως να ειπωθούν. Η λογοτεχνία στηρίζεται φυσικά στην εμπειρία, τη μεταπλάθει όμως με τρόπο ώστε να της δώσει μια δεύτερη ζωή. Να προσθέσω ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει η εμπειρία αυτή καθαυτή, αλλά ο τρόπος που φιλτράρεται μέσα μου και προσπαθεί στη συνέχεια να γίνει λέξεις».
Αισθάνεστε τύψεις που σταματήσατε να δίνετε χρήματα στην αδελφή σας που ήταν τοξικομανής;
«Ηταν πολύ δύσκολο. Για ένα μεγάλο διάστημα τη βοηθούσα. Κάποιες στιγμές ήξερα βέβαια ότι μου έλεγε ψέματα και ένιωθα να με εκβιάζει συναισθηματικά. Εκανε πολλές προσπάθειες να απεξαρτηθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Εξάλλου πολύ μικρό ποσοστό το καταφέρνει. Κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσω να στέλνω λεφτά γιατί όλα πήγαιναν στα ναρκωτικά. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις πολύ σκληρές εκ μέρους της».
Υπήρχαν ενδείξεις από νωρίς; Η αδελφή σας ήταν προβληματικό μικρό παιδί;
«Οχι. Απεναντίας, ήταν ένα πολύ όμορφο και γλυκό πλάσμα. Ηταν βέβαια ένα μελαγχολικό παιδί που βίωνε μεγάλη απόρριψη από τη μητέρα της και που δεν γνώριζε τίποτα σχεδόν για τον πατέρα της, αν και κουβαλούσε το επίθετό του. Εγώ την αγαπούσα πολύ, αλλά στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της, τότε που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, ήμουν μακριά της, σπούδαζα στην Αγγλία. Ηταν δυστυχώς πολύ μόνη».
Η μητέρα σας θα λέγατε πως ήταν ανώριμη;
«Ναι. Δεν θα έπρεπε να είχε κάνει παιδιά. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Το να κάνεις παιδιά είναι εύκολο, “φυσικό”. Το δύσκολο είναι να τα “υιοθετήσεις”, να αναλάβεις την ευθύνη της φράσης “αυτό είναι το παιδί μου”».