Μέσα στο κλίμα της αμετροέπειας που συνήθως χαρακτηρίζει τα πολιτικά μας πράγματα και της έντονα συναισθηματικής αντιμετώπισής τους, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής δεν θα πρέπει να μας κάνει να λησμονήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες η οργάνωση αυτή έκανε την εμφάνισή της και ισχυροποιήθηκε, πώς μπόρεσε να κερδίσει τη νομιμοποίησή της μπαίνοντας στο Κοινοβούλιο και να συμμετέχει, από θέση εξαιρετικά προνομιακή, στον αντισυστημικό λόγο κατά των μνημονίων και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και φυσικά να ξεπεράσει κάθε όριο στη χρήση βίας εναντίον των ομάδων εκείνων που αισθανόταν ότι θα της προσέδιδε αίγλη χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Οπως συμβαίνει συνήθως, πολλοί διεκδικούν την πατρότητα ενός ευτυχούς γεγονότος, όπως η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, κανένας τις ευθύνες των δυσάρεστων εξελίξεων, δηλαδή την άνοδό της.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Αντώνης Σαμαράς ως πρωθυπουργός ήταν εκείνος που είπε το «ως εδώ» και με υπουργό Δικαιοσύνης τον Νίκο Δένδια έκαναν την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε τα μέλη της Χρυσής Αυγής στη φυλακή και στην πολιτική της διάλυση. Ως προς αυτό δικαιούται τα εύσημα που αντιστοιχούν στην επιλογή του. Ωστόσο, ο Αντώνης Σαμαράς έχει και τις ευθύνες του για τη γιγάντωση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Με τον αντιμνημονιακό του λόγο και τις απιθανότητες των περίφημων προγραμμάτων Ζάππειο 1 κ.λπ. δημιούργησε την εντύπωση ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, και μάλιστα θαυματουργές, που οι ξένοι δεν επέτρεπαν να υιοθετηθούν, και ότι οι έλληνες πολιτικοί που τα εφάρμοζαν ήταν πουλημένοι… Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον έδωσε την εντύπωση ότι τα μνημόνια ήταν κάτι το δαιμονικό και ότι αυτός μόνο είχε τη μαγική συνταγή για την αντιμετώπισή τους. Πράγμα που φυσικά τού κόστισε σε εκλογική ισχύ, αλλά δεν τον εμπόδισε να αναλάβει, τελικά, την πρωθυπουργία. Είχε όμως πετύχει να εδραιώσει σε ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων την πεποίθηση ότι υπήρχε μια θαυματουργή λύση στα οικονομικά προβλήματα, μια πεποίθηση πάνω στην οποία έχτισαν και ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή, αλλά και όλο το φάσμα της Ακρας Δεξιάς (ΛΑΟΣ και ΑΝΕΛ). Την ίδια στιγμή και μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η ανοχή που είχε κερδίσει η Χρυσή Αυγή ήταν κάτι περισσότερο από κραυγαλέα (να θυμίσω το φαινόμενο Μπαλτάκου;).
Ωστόσο η αντίληψη για τη δαιμονική φύση των μνημονίων και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έφτασε στα άκρα με τις ομάδες των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας, με τη σειρά του, να αυξήσει την ισχύ του, έδωσε χείρα βοηθείας στους Χρυσαυγίτες – έτσι κι αλλιώς οι οπαδοί τους συναγελάζονταν στον ίδιο τόπο, την πλατεία Συντάγματος -, νομιμοποίησε τη λογική τους και την πρακτική τους και φυσικά έναν λόγο που θεωρούσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία υπεύθυνη για τα δεινά της χώρας. Εξάλλου η κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με ένα ακροδεξιό κόμμα έδειχνε ότι ο πολιτικός λόγος και η πολιτική πρακτική δεν είχαν πλέον καμία σχέση μεταξύ τους και ότι η Ακρα Δεξιά και η Ακρα Αριστερά μπορούν μια χαρά να συναντηθούν και να συνεργαστούν…
Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω την αφήγηση όπως θα ήθελα, ωστόσο θα ήταν μεγάλο λάθος να σκεφτούμε ότι η Χρυσή Αυγή ήταν ένα φαινόμενο αποκομμένο από την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αντιθέτως, πιστεύω ότι η ακροδεξιά εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, υπήρξε δημιούργημα αυτού του πολιτικού συστήματος: ενός συστήματος που αναπαράγεται με τις δικές του νόρμες και προς το δικό του συμφέρον, έχοντας δε λίγα να κάνει με τις πολιτικές αρχές που δήθεν πρεσβεύει το κάθε κόμμα και αδιαφορώντας για το κόστος που θα έχει για τη χώρα η αναζήτηση της εξουσίας.
Επομένως δυσκολεύομαι να πειστώ από τα λόγια των αρχηγών των κομμάτων εναντίον της Χρυσής Αυγής ότι πραγματικά έχουν συναίσθηση πού οδηγήθηκε η χώρα και πόσο εξευτελιστική ήταν για την εικόνα της – στην καλύτερη περίπτωση – η δράση ενός νεοναζιστικού κόμματος. Και μόνο η διάταξη της Βουλής που πρόσφατα βγήκε στην επιφάνεια με την περίπτωση Ζαρούλια ή τα όσα είπε ο Κοντονής για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα αρκούν για να δείξουν πόσους μικρούς κοινούς τόπους βρίσκουν τα κόμματα στην αναζήτηση του βολέματος, αλλά και της εξουσίας, συμβάλλοντας έτσι στην αποδυνάμωση της Δημοκρατίας. Γιατί μέσα από τις πρακτικές αυτές εμφανίζεται η εικόνα ενός πολιτικού συστήματος που αδίστακτα εργάζεται για λογαριασμό των παροικούντων αυτό και όχι προς όφελος της χώρας. Και αυτό ακριβώς αποτελεί τη βάση για τη γέννηση κομμάτων αντίστοιχης λογικής – και στα αριστερά και στα δεξιά – με τη Χρυσή Αυγή, κομμάτων δηλαδή που αξιοποιούν την οργή και τον θυμό εκείνων που υποφέρουν. Και βέβαια η κοινωνική βάση είναι τέτοια και έχει διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιον τρόπο που ακόμα και ένας Σώρας ή ένας Βελόπουλος μπορούν να αποκτήσουν πολιτική επιρροή. Γιατί όχι και η Χρυσή Αυγή που ήταν και πιο οργανωμένη;
Ας μη λησμονούμε λοιπόν ότι η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ένα φαινόμενο που δημιουργήθηκε εν κενώ. Αντιθέτως, είναι σαφές ποιοι και πώς οδήγησαν στην άνοδό της, όπως επίσης στην πτώση της (οφείλουμε να το παραδεχθούμε). Δεν παύει όμως να είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε χάρη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και έδρασε στο πλαίσιό του. Ας προσθέσω δε, τελειώνοντας, ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έδειξε το θάρρος να αντιμετωπίσει το ίδιο το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, αλλά εναπόθεσε την αντιμετώπισή της στη Δικαιοσύνη. Δεν θα το έλεγε κανείς και γενναία στάση, στάση για την οποία μπορεί να υπερηφανεύεται.
Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.