Τις επιφυλάξεις των τραπεζών για το νέο πτωχευτικό πλαίσιο που έχει κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή παρουσίασε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Γιώργος Χατζηνικολάου.
Μιλώντας σε επιτροπή του κοινοβουλίου, υπογράμμισε ότι «τα τελευταία χρόνια είχαμε, λόγω της οικονομικής κρίσης, και της υπερχρέωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες. Ήταν ξεκάθαρο ότι όλοι αυτοί οι διάσπαρτοι νόμοι που αφορούν την αφερεγγυότητα έπρεπε να ενωθούν σε ένα κοινό πλαίσιο».
Όπως τόνισε, «από την άποψη αυτή, και επί της αρχής, συμφωνούμε πλήρως με την πλήρη και ριζική αναμόρφωση του πτωχευτικού κώδικα». Σημείωσε δε πως η ΕΕΤ είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επανειλημμένως, και με ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι το τελικά κατατεθέν την 12η Οκτωβρίου τελικό νομοσχέδιο, είναι νομοτεχνικά πλήρες και σημαντικά βελτιωμένο.
«Το Νομοσχέδιο αυτό επίσης μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την οδηγία της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης 1023/2019 για την αφερεγγυότητα, αλλά και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας. Το νομοθέτημα λοιπόν αυτό, επί της αρχής, καλύπτει έναν σύνθετο στόχο. Δηλαδή και μεταφέρει την οδηγία αλλά και στεγάζει σε ένα ενιαίο νομικό οικοδόμημα πολλά διάσπαρτα κείμενα» τόνισε ο κ. Χαντζηνικολάου.
Όπως είπε, πρόκειται για τα εξής νομοθετήματα:
· Τον βασικό Πτωχευτικό Νόμο του 2007, που χρειάστηκε να τροποποιηθεί πολλές φορές ενδιάμεσα.
· Το νόμο Κατσέλη (ν. 3869/2010) για τα φυσικά πρόσωπα.
· Το νόμο για την ειδική διαχείριση του 2014 (ν. 4307/2014).
· Το νόμο για τον εξωδικαστικό των επιχειρήσεων (ν. 4469/2017), ο οποίος όμως για να είμαστε ειλικρινείς, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ή μάλλον έδωσε πολύ πενιχρά αποτελέσματα.
· Τις διάφορες διατάξεις για την εξυγίανση των επιχειρήσεων.
· Και τέλος διάφορες επιμέρους ρυθμίσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας (ν. 4605/2019), το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ που είναι ακόμη σε εξέλιξη και αφορά την 9μηνη επιδότηση δόσεων σε όσα δάνεια καλύπτονται με την πρώτη κατοικία.
«Ότι όλο αυτό το νομοθετικό μωσαϊκό γίνεται ενιαίο πρέπει νομίζω να το χαιρετίσουμε όλοι. Οι ιδιώτες, οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες. Επίσης στα θετικά σημεία του νομοσχεδίου περιλαμβάνονται, η εισαγωγή φορολογικών και άλλων διοικητικών ελαφρύνσεων, για μεταβιβάσεις ακινήτων, ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, που μεταβιβάζονται στο πλαίσιο του νόμου, και η πρόνοια για την προστασία της κατοικίας των ευάλωτων, μέσω του Φορέα απόκτησης ακινήτων» υποστήριξε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
Οι προβληματισμοί
Στη συνέχεια όμως αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις των τραπεζών επί του σχεδίου νόμου.
Συγκεκριμένα, είπε τα εξής:
«Η υπερχρέωση μίας επιχείρησης, ή ενός ιδιώτη μπορεί να οφείλεται είτε σε οφειλές του προς το Δημόσιο, τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, είτε σε οφειλές του προς ιδιώτες, όπως Τράπεζες.
Το ζητούμενο είναι μία ενιαία ρύθμιση των οφειλών απέναντι σε όλους. Διότι δεν έχει νόημα να ρυθμίζεις τη μία οφειλή σου και να κρατάς σε εκκρεμότητα την άλλη. Γιατί, ο οφειλέτης που δεν ρυθμίζει όλες τις οφειλές του, σε κάποια στιγμή δεν θα εξυπηρετήσει ούτε αυτή/ες που ρύθμισε.
Άρα ο στόχος του νομοσχεδίου, για καθολική ρύθμιση των οφειλών μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Ζητήσαμε, όμως, κάτι λογικό. Εάν το χρέος υπάρχει μόνο έναντι του ιδιώτη (λ.χ. της Τράπεζας) τότε να υπάρχει διαδικασία (λ.χ. διμερής με την Τράπεζα) και να μην είναι σύνθετη και περίπλοκη.
Η πρώτη επιφύλαξη μας λοιπόν είναι ότι το κατατεθέν νομοσχέδιο ρυθμίζει το ζήτημα αυτό, αλλά όχι πλήρως. Το κατατεθέν νομοσχέδιο προβλέπει δυνατότητα εξωδικαστικού σε όλους, χωρίς διακρίσεις και χωρίς να εξετάζει αν υπάρχουν σημαντικές οφειλές στο δημόσιο. Έτσι αντικαθιστά την ενδεδειγμένη διμερή συνεργασία και ρύθμιση, με ένα πολύ πολύπλοκο και χρονοβόρο μηχανισμό.
Όσο και αν είναι προσφιλής η κριτική προς τις τράπεζες μπορώ να σας πω ότι, τους τελευταίους 18 μήνες, οι Τράπεζες έχουν κάνει διμερείς ρυθμίσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που ξεπερνούν τα 18 δισ. ευρώ. Επίσης λόγω COVID 19 προσφέραμε σε 370.000 ιδιώτες και επιχειρήσεις αναστολές δόσεων συνολικού ποσού 20 δις.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι Τράπεζες, στο θέμα των ρυθμίσεων, διαθέτουν μεγάλη τεχνογνωσία, αλλά έχουν δείξει έμπρακτα την απόλυτα θετική τους διάθεση.
Οπωσδήποτε γνωρίζουμε όλοι ότι ακόμη και σήμερα και παρά τη μεγάλη πρόοδο που έχει γίνει, τα μη εξυπηρετούμενα στην Ελλάδα δάνεια ανέρχονται στο 30% του χαρτοφυλακίου και σε 61 δις όταν ο Μ.Ο στην ευρωζώνη, τουλάχιστον στην προ covid εποχή ήταν 3%. Τα μη εξυπηρετούμενα είναι μία μεγάλη τροχοπέδη για όλους και επηρεάζουν αρνητικά την χρηματοδότηση και τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Η δεύτερη επιφύλαξη μας έχει να κάνει με την εφαρμογή του νόμου. Όσο καλές και να είναι οι προθέσεις του νομοθέτη, το μεγάλο στοίχημα είναι πάντα η εφαρμογή του νόμου.
Οι χρόνοι απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και η υλοποίηση εξωδικαστικών διαδικασιών μπορούν να καταστήσουν αναποτελεσματικό και τον καλύτερο νόμο.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι, σήμερα, 10 χρόνια μετά, εκκρεμούν στα δικαστήρια υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, και χρειάζεται καινούργιος νόμος, για να γίνει η εκκαθάριση των εκκρεμών αυτών υποθέσεων. ΄
Όπως δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι ο εξωδικαστικός των επιχειρήσεων έπρεπε να ολοκληρώνεται σε ταχύτατο χρόνο, αλλά τελικά χρειαζόταν μήνες μέχρι να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα.
Δεν αποδίδω ευθύνη σε συγκεκριμένο φορέα. Όλοι έχουμε τις εσωτερικές μας διαδικασίες, και για να συμφωνήσουν όλοι, δημιουργούνται πολλά πρακτικά ζητήματα.
Και το βλέπουμε αυτό ξεκάθαρα στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ή τον εξωδικαστικό χειρισμό τους, όπου εμείς οι τράπεζες παρατηρούμε σοβαρές καθυστερήσεις, χωρίς κα ανάγκην να αποδίδονται ευθύνες σε οποιονδήποτε. Απλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο πιστεύουμε ότι τα δικαστήρια θα δικάζουν τις νέες υποθέσεις πτωχεύσεως σε 4 ή 6 μήνες, όταν αυτό γνωρίζουμε όλοι ότι δεν θα συμβεί. Η καλή πρόθεση του νόμου δεν αρκεί. Ελπίζουμε, λοιπόν, ότι εκτός από το νόμο θα δημιουργηθούν και οι κατάλληλες υποδομές, με εξειδικευμένα τμήματα στα δικαστήρια, που θα περαιώνουν άμεσα τις υποδομές αυτές.
Ρυθμίσεις για φυσικά πρόσωπα
Η τρίτη επιφύλαξη μας αφορά τις ρυθμίσεις των φυσικών προσώπων. Ποιες είναι αυτές οι επιφυλάξεις;
Επί της αρχής, και τα φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης, πρέπει να έχουν μία ευκαιρία εξυπηρέτησης των χρεών τους ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Προς αυτή την κατεύθυνση ψηφίστηκε ο νόμος Κατσέλη.
Για τα φυσικά πρόσωπα όμως, που δεν έχουν πάντα δημόσια προσβάσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι τα νομικά πρόσωπα και οι έμποροι γενικά, θα πρέπει οι προϋποθέσεις δεύτερης ευκαιρίας να είναι αυστηρότερες.
Η δική μας λοιπόν προσέγγιση ήταν, και παραμένει ως αρχή, ότι το φυσικό πρόσωπο θα μπορούσε να επιδιώξει την απαλλαγή του από τις οφειλές του μόνο μέσα στην πτώχευση, ειδικά καθώς στα φυσικά πρόσωπα χρησιμοποιούμε τον κώδικα δεοντολογίας και έτσι πριν φτάσουμε στην καταγγελία του δανείου και στη ρευστοποίηση περιουσίας, υπάρχουν πολλές ευκαιρίες, όχι μόνο μία δεύτερη αλλά πολλές ευκαιρίες να ρυθμίσουν τα χρέη τους σε διμερή συνεργασία με την τράπεζα.
Για το λόγο αυτό επί της αρχής δεν συμφωνούμε τα φυσικά πρόσωπα να έχουν ένα εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών τους, εάν δεν αποδεικνύουν τις προϋποθέσεις ότι έχουν μόνιμη και πραγματική αδυναμία, εξυπηρέτησης των χρεών τους, μέσω της πτώχευσης. Ιδίως δεν συμφωνούμε να έχουν τη δυνατότητα αυτή οφειλέτες ενήμεροι.
Βέβαια, το νομοσχέδιο θέτει ορισμένες προϋποθέσεις για τον εξωδικαστικό στα φυσικά πρόσωπα, όπως την χειροτέρευση των εισοδημάτων του ενήμερου οφειλέτη, κατά 20% (χωρίς όμως καμία εξειδίκευση), και ένα ελάχιστο ύψος οφειλής.
Επίσης, ο νόμος προβλέπει μία σύντομη προθεσμία για την περαίωση αυτής της εξωδικαστικής διαδικασίας για τα φυσικά πρόσωπα. Όμως, όπως ήδη υπογράμμισα, δυστυχώς, η θεωρία από την πράξη απέχει πολύ. Εκτιμούμε ότι ο συνδυασμός των παραπάνω θα οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δάνειων και καθυστερήσεων. Κάτι που η οικονομία μας δεν μπορεί να επιβαρυνθεί.
Η τέταρτη επιφύλαξη μας είναι η ευκολία με την οποία απαλλάσσεται ο οφειλέτης από τα χρέη του, κατά κανόνα σε τρία χρόνια, αλλά κάτω από προϋποθέσεις μόλις σε ένα χρόνο.
Και η πέμπτη μας επιφύλαξή αφορά τα κριτήρια επιδότησης της δόσης των δανείων των φυσικών προσώπων. Τα κριτήρια αυτά είναι δύσκολο να ελεγχθούν στην πράξη, και δεν είναι εύλογο να καταρτίζεται μία σύμβαση ρύθμισης 20ετούς διάρκειας, και μετά από 5 χρόνια να σταματάει η επιδότηση.
Η έκτη μας μεγάλη επιφύλαξη έχει να κάνει με τις έτοιμες λύσεις (τον λεγόμενο αλγόριθμο, που προβλέπει ο νόμος. Ενώ ως έννοια και προσπάθεια είναι ελκυστική, προβλέπουμε μεγάλη δυσκολία στην ουσιαστική και πρακτική υλοποίηση αυτής της ιδέας».
Κλείνοντας, σημείωσε ότι υπάρχει ανησυχία εάν την 1η Ιανουαρίου 2021, που θα αρχίσει να ισχύει ο νόμος, θα είναι στη θέση τους όλες οι υποδομές. «Μέχρι σήμερα η πλειονότητα των εξωδικαστικών διαδικασιών έχει αποτύχει, ανεξάρτητα εάν αφορά επιχειρήσεις ή ιδιώτες, ίσως γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, οι ίδιοι οι πελάτες ή οι σύμβουλοί τους, δεν εξοικειώνονται. Ίσως οι επιφυλάξεις να ακούγονται ασήμαντες σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα, ότι δηλαδή η χώρα μας αποκτά ένα καινούργιο, ενιαίο νόμο αφερεγγυότητας, που δίνει δεύτερη ευκαιρία στους δανειολήπτες» σημείωσε ο κ. Χαντζηνικολάου.
Και κατέληξε υπογραμμίζοντας πως «τις ανέδειξα, γιατί έχουν οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες έχουμε επεξεργαστεί και έχουμε μετρήσει. Ο νέος νομός δημιουργείται για να μείνει μαζί μας για πολλά χρόνια . Δεν θα έχει περιορισμένη εφαρμογή όπως είχε ο νόμος Κατσέλη, ή ο νόμος για τον εξωδικαστικό. Θα ήταν τραγικό, αν από 1 ή 2 χρόνια δούμε ότι ο νέος νόμος ευνόησε τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, ή δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη. Το θεωρούμε υποχρέωση μας να αναφέρουμε λοιπόν αυτές τις επιφυλάξεις. Το οφείλουμε στις μελλοντικές γενιές. Και έχουμε μια μοναδική ευκαιρία μπροστά μας, να τις λάβουμε υπόψιν και να δημιουργήσουμε έναν ακόμα καλύτερο νόμο».