O αντι-starchitect Αλεχάντρο Αραβένα
Η ποιότητα του έργου του 53χρονου αρχιτέκτονα Αλεχάντρο Αραβένα δεν αναγνωρίζεται πάντοτε, αν και οι περισσότεροι από εμάς του βγάζουμε το καπέλο για το ιδεαλιστικό κοινωνικό όραμα που υπηρετεί με τα κτίριά του. Δηλαδή προτείνει βιώσιμες λύσεις κατοικίας με γνώμονα την εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς από το 2006 πραγματοποιεί τα πρότζεκτ του μέσω της μη κερδοσκοπικής εταιρείας Elemental σε υποβαθμισμένες γειτονιές σε χώρες όπως η γενέτειρά του Χιλή, οι ΗΠΑ, το Μεξικό ή η Κίνα. Ενα παράδειγμα: ο Αραβένα είναι ένας αρχιτέκτονας που διέθεσε αρχιτεκτονικά σχέδια εργατικών κατοικιών για δωρεάν downloading προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όποιον το επιθυμεί.
Στην πόλη Ικίκε στη Χιλή σχεδίασε εργατικές κατοικίες για 100 οικογένειες, παρέχοντάς τους τα απολύτως απαραίτητα δομικά στοιχεία και προτείνοντάς τους να συμπληρώσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι τα υπόλοιπα ανάλογα με τις ανάγκες και την αισθητική τους – oύτως ή άλλως ζούσαν παράνομα εκεί για περίπου 30 χρόνια στήνοντας τις δικές τους κατασκευές. Αν βλέπαμε την αρχιτεκτονική ως γραμματική, «οι αρχιτέκτονες θα λέγαμε ότι κατασκευάζουν ουσιαστικά, δηλαδή παράθυρα, ταβάνια, πατώματα. Αλλά αυτά τα ουσιαστικά προέρχονται από ρήματα τα οποία είναι η ίδια η ζωή: βλέπω, τρώω, συναντώ. Θα έπρεπε να κοιτάμε τόσο τα ουσιαστικά όσο και τα ρήματα όταν σχεδιάζουμε κτίρια» είναι μία από τις γνωστές ρήσεις του.
Κάπως έτσι έφθασε να βραβευθεί με το «Νομπέλ της αρχιτεκτονικής» Pritzker το 2016, τη χρονιά που ήταν και επιμελητής της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Το σκεπτικό της επιτροπής ήταν ότι «οδηγεί μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων προς την ολιστική κατανόηση του αστικού χώρου συνδυάζοντας την κοινωνική ευθύνη, την ευαισθησία για το περιβάλλον και την οικονομία στους πόρους». Αλλη μια μεγάλη ευκαιρία για να αποδείξει τι αξίζει ήρθε όταν συμμετείχε στην ομάδα που σχεδίασε την ανακατασκευή της πόλης Κονστιτουσιόν στη Χιλή, η οποία είχε πληγεί σφοδρά από σεισμό και τσουνάμι το 2010. Ορισμένα από τα πιο εμβληματικά κτίριά του θεωρούνται οι «Σιαμαίοι Πύργοι» στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο, ενώ εδώ και λίγο καιρό έχει γραφτεί ότι συνεργάζεται με έναν άλλον σταρ, αυτή τη φορά του κινηματογράφου: ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τού έχει αναθέσει τον σχεδιασμό του νέου κτιρίου που θα στεγάσει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance.
Παιδί της μεσαίας τάξης της Χιλής με γονείς δασκάλους, ο Αραβένα σπούδαζε στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της χώρας του υπό το καθεστώς Πινοτσέτ, σε μια εποχή δηλαδή που η επικοινωνία με το εξωτερικό και με τον ξένο Τύπο ήταν από δύσκολη έως ανύπαρκτη. Οι φοιτητές είχαν πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο κόσμο και ο Αραβένα πιστεύει ότι αυτό τον γλίτωσε από την «έκθεση στον μεταμοντερνισμό». Ας σημειωθεί ότι ανάμεσα στους επικριτές του βρίσκεται ο Πάτρικ Σουμάχερ, ο γερμανός αρχιτέκτονας που έχει αναλάβει τη διαχείριση του γραφείου της Ζάχα Χαντίντ στο Λονδίνο, αφότου εκείνη πέθανε το 2016, ο οποίος θεωρεί ότι η βράβευση του Αραβένα με το Pritzker ήταν μια πράξη πολιτικής ορθότητας που αντί να εστιάζει στην αρχιτεκτονική βραβεύει το ανθρωπιστικό έργο. Ας σημειωθεί επίσης ότι ως συνεργάτης της Χαντίντ ο 59χρονος Σουμάχερ ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό κτιρίων όπως το Μουσείο MAXXI στη Ρώμη ή ο πύργος Leeza SΟΗΟ στο Πεκίνο, αλλά και ότι προκάλεσε τη μήνι αρχιτεκτόνων, απλών πολιτών αλλά και των εκτελεστών της διαθήκης της Χαντίντ όταν σε ομιλία του στο World Architecture Festival στο Βερολίνο το 2016 τάχθηκε εναντίον της κοινωνικής στέγασης και υπέρ της ιδιωτικοποίησης όλων των δημόσιων χώρων, συμπεριλαμβανομένων και των δρόμων. H Ιστορία θα δείξει ποιος από τους δύο θα αποτυπώσει το όνομά του πάνω της.
Ντέιβιντ Ατζάγε, Black Architecture Matters
Το 2002 μία από τις σημαντικότερες λονδρέζικες εφημερίδες, η «Independent on Sunday», χαρακτήρισε τον μόλις 36χρονο τότε Ντέιβιντ Ατζάγε τον πιο «μοντέρνο αρχιτέκτονα των ημερών μας». Ηταν η εποχή που τα σκληρά και αδιαφανή κτίριά του με τις γκρι εξωτερικές προσόψεις και τους μεγάλους εσωτερικούς χώρους προσέλκυαν πελάτες όπως τον ηθοποιό Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, τον εικαστικό Κρις Οφίλι και τον σχεδιαστή μόδας Αλεξάντερ Μακ Κουίν, όπως ήταν και οι καιροί που οι μαύροι αρχιτέκτονες κατακτούσαν με μεγάλη δυσκολία την αναγνωρισιμότητα και την προβολή από τα ΜΜΕ.
Στα 18 χρόνια που μεσολάβησαν ο 54χρονος σήμερα Βρετανογκανέζος που πιστεύει ότι «η υψηλή αισθητική δεν πρέπει να είναι προνόμιο μόνο των πλουσίων» φάνηκε αντάξιος εκείνης της εμπιστοσύνης. Το απέδειξε με το Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας και Πολιτισμού στην Ουάσιγκτον ή με το Μνημείο Ολοκαυτώματος και Κέντρο Εκμάθησης στο Λονδίνο, κτίρια στα οποία η φόρμα της αρχιτεκτονικής μαζί με τον καινοτόμο συνδυασμό υλικών κατασκευής όπως το μπετόν και το κατεργασμένο ξύλο αλλά και τα υλικά υψηλής τεχνολογίας χρησιμοποιούνται ως αφηγηματικά εργαλεία για τη διατήρηση της μνήμης.
Και να που μόλις πρόσφατα τιμήθηκε με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο του RIBA (Royal Intitute of British Architects) για το 2021, το οποίο για πρώτη φορά στα 173 χρόνια της ιστορίας του απονέμεται σε μη λευκό αρχιτέκτονα. «Η δουλειά του εστιάζει στον τόπο όπου ανεγείρονται τα κτίρια αλλά είναι ταυτόχρονα παγκόσμια και ανοιχτή σε όλους. Ο Ατζάγε αναμειγνύει την Ιστορία, την τέχνη και την επιστήμη και δημιουργεί καθηλωτικά περιβάλλοντα υψηλής τεχνικής αρτιότητας στα οποία εξισορροπούνται αντικρουόμενες θεματικές που μας εμπνέουν όλους» εξήγησε το σκεπτικό της βράβευσης ο πρόεδρος του RIBA, Αλαν Τζόουνς. Η βράβευση του Ατζάγε δεν είναι βέβαια εντελώς «αθώα», καθώς η Βρετανία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αποικιοκρατικό παρελθόν της, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι ο ίδιος είναι απλώς «ο μαύρος αρχιτέκτονας που βραβεύθηκε». Μολονότι έχει δεχθεί κριτική για πρότζεκτ του όπως τις προσιτές κατοικίες Sugar Hill στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης επειδή «έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο να σχεδιάσει μια εντυπωσιακή πρόσοψη απ’ ό,τι μια ποιότητα ζωής πίσω από αυτήν», τα υπό κατασκευή κτίρια μαρτυρούν ότι τα καλύτερα σίγουρα έπονται στην περίπτωσή του. Είτε μιλάμε για τον Καθεδρικό Ναό της Γκάνα, έναν ουρανοξύστη στο Μανχάταν ή την Προεδρική Βιβλιοθήκη του νοτιοαφρικανού πολιτικού Τάμπο Μπέκι στο Γιοχάνεσμπουργκ. «Πρώτα απ’ όλα είμαι αρχιτέκτονας ο οποίος έχει ένα πιο περίπλοκο υπόβαθρο» έλεγε ο ίδιος παλαιότερα. Oντως, το ιδίωμα του Ατζάγε είναι μοναδικό γιατί αντικατοπτρίζει τη σύνθετη καταγωγή του και τις πολλές εμπειρίες του. Γεννημένος στην Τασμανία με καταγωγή από την Γκάνα, έζησε σε μητροπόλεις του αραβικού κόσμου εξαιτίας των μετακινήσεων του διπλωμάτη πατέρα του. Οπως στο Κάιρο, στην Τζέντα, στη Βηρυτό, στο Ναϊρόμπι, στην Ακρα και εν τέλει στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε στα 11 του χρόνια. Αφότου αποφοίτησε από το South Bank University και το Royal College of Art έζησε λίγο στην Ιαπωνία για να εντρυφήσει στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της χώρας αλλά και στους σύγχρονους εκπροσώπους της, όπως ο Τόγιο Ιτο, ο Ταντάο Αντο, ο Κένζο Τάνγκε. Κάπως έτσι κατέκτησε τον κόσμο, αφότου πρώτα γνώρισε πολλές και διαφορετικές από τις γωνιές του.
Μπιάρκε Ινγκελς, o «baby starchitect»
H περίπτωση του Μπιάρκε Ινγκελς είναι λίγο πιο σύνθετη και η αρχιτεκτονική του δεν μπορεί εύκολα να κατηγοριοποιηθεί. Ας πούμε ότι εστιάζει στον ακριβή σχεδιασμό, στον παιγνιώδη πειραματισμό, στην κοινωνική ευθύνη και στη βιωσιμότητα δίνοντας μεγάλη βαρύτητα και στον ευφάνταστο εντυπωσιασμό – καθόλου τυχαία μικρός ονειρευόταν να γίνει σχεδιαστής κινουμένων σχεδίων. Αν θέλουμε να της βάλουμε μια ταμπέλα, θα πρέπει να πούμε ότι εμπίπτει στην κατηγορία της «scandimerican» προσέγγισης. Οπως γράφτηκε εύστοχα για τη δουλειά του, ο Ινγκελς «αφήνει τον δανέζικο μοντερνισμό του 20ού αιώνα για να διερευνήσει το πιο εύφορο πεδίο των μεγάλων διαστάσεων και την εκκεντρικότητα του μπαρόκ», ενώ παράλληλα δεν ξεχνάει ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική πρέπει να είναι και βιώσιμη. Δικής του έμπνευσης είναι εξάλλου το «πιο πράσινο κτίριο του κόσμου», ένας ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός στην Κοπεγχάγη με πίστα σκι στην οροφή του και επιφάνεια αναρρίχησης στην πρόσοψή του. «Η βιωσιμότητα δεν πρέπει να θεωρείται ένα είδος ηθικής θυσίας, ένα δίλημμα πολιτικής φύσης ή ένας φιλανθρωπικός σκοπός. Πρέπει να συνιστά μια πρόκληση για τον σχεδιασμό» σύμφωνα με τα λεγόμενά του.
Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για έναν από τους πιο επιτυχημένους αρχιτέκτονες παγκοσμίως και μάλιστα σε μια ηλικία, τα 46, που οι συνάδελφοί του μόλις αρχίζουν συνήθως να αποκτούν διεθνή ορατότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν μόλις 40 ετών όταν του ανατέθηκε ο σχεδιασμός του 2 World Trade Center, του δεύτερου πύργου που καταστράφηκε στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου – άσχετα αν τελικά επαναπροτιμήθηκε η αρχική ιδέα του Sir Νόρμαν Φόστερ για το ίδιο πρότζεκτ, ένα από τα πιο φιλόδοξα της τελευταίας εικοσαετίας.
Με σπουδές στη Royal Danish Academy of Fine Arts της Κοπεγχάγης, όπου έκανε και τη μετάβαση από το animation στην αρχιτεκτονική, αποφοίτησε από την Escola Tècnica Superior d’Arquitectura στη Βαρκελώνη και ξεχύθηκε να κατακτήσει και να χτίσει τον κόσμο μέσα από το γραφείο Bjarke Ingels Group (BIG) στη γενέτειρά του Κοπεγχάγη αλλά και στη Νέα Υόρκη. Εκτός από τα κτίρια στη Δανία, η χάρη του σύντομα έφτασε και στην πόλη Mountain View στην Καλιφόρνια, όπου μαζί με τον έτερο πολυάσχολο νεαρό starchitect Τόμας Χέδεργουικ σχεδίασε τα γραφεία της Google, αλλά και στα Τίρανα, όπου υλοποιεί το πρότζεκτ του νέου Εθνικού Θεάτρου της γείτονος δημιουργώντας ένα κτίριο σε σχήμα… παπιγιόν. Οπως έχει πει ο ίδιος: «Το γεγονός ότι κάτι μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό δεν σημαίνει πως είναι μη εκλεπτυσμένο ή μπανάλ. Απλώς σημαίνει ότι είναι ξεκάθαρο. Οπως όταν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι τόσο λαμπρό ώστε οι κοινοί θνητοί δεν μπορούν να το αποκωδικοποιήσουν. Μπορεί απλώς να σημαίνει ότι δεν βγάζει νόημα».
Επιστροφή στα βασικά με τον Ντιεμπέντο Φράνσις Κέρε
Στην ήπειρό του και στη χώρα του, την Μπουρκίνα Φάσο, ήταν ήδη γνωστός από παλιά, όμως όλος ο κόσμος τον έμαθε όταν επιλέχθηκε για να σχεδιάσει το περίφημο προσωρινό περίπτερο στους Κήπους της γκαλερί Serpentine στο Λονδίνο το 2017. Με έδρα του το Βερολίνο αλλά με ενεργή παρουσία με έργα στην Αφρική, ο 55χρονος Ντιεμπέντο Φράνσις Κέρε κρατάει στην ψυχή του και στις επιρροές του τη Μαύρη Ηπειρο όπου γεννήθηκε ως ο πρωτότοκος γιος του αρχηγού ενός χωριού ονόματι Γκάντο. Αλλωστε, η ευθύνη του απέναντι στους ανθρώπους του ήταν μεγάλη από όταν ήταν πολύ μικρός: εκείνος ήταν το πρώτο παιδί της κοινότητας που πήγε στο σχολείο για να μάθει να διαβάζει.
Αυτή η προνομιακή μεταχείριση μαζί με τη μαθητεία του ως ξυλουργού σε ηλικία μόλις επτά ετών έγιναν η αφορμή για να βρεθεί τελικά στη Γερμανία με υποτροφία της Carl-Duisberg Society που συνδράμει στην εκπαίδευση παιδιών από αναπτυσσόμενες χώρες. Εκεί κατάλαβε ότι ήταν μάλλον προς όφελός του να σπουδάσει αρχιτεκτονική και όχι να εξειδικευθεί στις ξυλουργικές εργασίες και να επιστρέψει τελικά σε μια χώρα όπου το ξύλο δεν επιζεί για καιρό εξαιτίας των τερμιτών που το κατασπαράζουν.
Ενόσω σπούδαζε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου επέστρεψε στην πάμπτωχη γενέτειρά του για να δημιουργήσει ένα δημοτικό σχολείο μαζί με τους συμπατριώτες του με τη χρηματοδότηση αυτού που είναι σήμερα το Kéré Foundation, ένα Ιδρυμα επικεντρωμένο στις ανάγκες του Γκάντο. Γιατί εύλογα πιστεύει ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση και γιατί ήθελε «τα παιδιά των αδελφών μου να μαθαίνουν σε καλύτερες συνθήκες απ’ ό,τι εγώ, δηλαδή όχι σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 40 βαθμών Κελσίου», όπως έχει δηλώσει. Γιατί τελικά μπορείς να χρησιμοποιείς τα πιο ευτελή υλικά όπως τη λάσπη και το χώμα αλλά να χτίζεις χρησιμοποιώντας καινοτόμες τεχνικές που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και τη μακροημέρευσή τους. Ή ενίοτε να χρησιμοποιείς και προηγμένα υλικά κατασκευής όπως το ατσάλι για να δημιουργήσεις έναν σκελετό ως ένα δέντρο με φυλλώματά του ξύλινες τριγωνικές γεωμετρίες που ρίχνουν τις φωτοσκιάσεις τους στο χώμα. Οπως έγινε στην περίπτωση του Περιπτέρου της Serpentine, ενός δείγματος αρχιτεκτονικής που έφερε την κουλτούρα της Μπουρκίνα Φάσο στην καρδιά της βρετανικής πρωτεύουσας.