Αρχικά οφείλουμε όλοι ένα μεγάλο «εύγε» στους δικαστές που πέταξαν στα σκουπίδια την εισήγηση της εισαγγελέως για την αθώωση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής και έβγαλαν μια ιστορική απόφαση καταδίκης αυτού του νεοναζιστικού κόμματος ως εγκληματικής οργάνωσης. Οφείλουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο «μπράβο» σε αυτή την ηρωική μητέρα, τη Μάγδα Φύσσα, που σε πείσμα μιας συντηρητικής αντίληψης που υπαγορεύει στους πολίτες να μη διεκδικούν ατομικά το δίκιο τους, εφόσον υπάρχουν οι θεσμοί, αυτή δεν αφέθηκε στον «αυτόματο πιλότο» της λειτουργίας των θεσμών αλλά αγωνίστηκε από την ημέρα της δολοφονίας μέχρι σήμερα τόσο για να τιμωρηθούν οι ένοχοι όσο και για να μας δείξει πως ο εφησυχασμός είναι συνενοχή.
Ηδη οι τελευταίες εκλογές είχαν πετάξει εκτός του Κοινοβουλίου τους νεοναζί. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά τους 440.000 και τους 426.000 που τους ψήφισαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, πριν από τη δολοφονία Φύσσα, τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία, τους ψήφισαν 388.000 και 380.000 αντίστοιχα. Να μην ξεχνάμε και τους 537.000 που τους ψήφισαν το 2014 για τις ευρωεκλογές. Και βεβαίως να μην ξεχνάμε πως πριν από το 2013 είχαν υπάρξει και άλλες δολοφονίες, αλλά αυτοί ήταν «λαθρομετανάστες» από το Πακιστάν. Ολοι αυτοί δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ένας κακός εφιάλτης που πέρασε το πρωινό της 7ης Οκτωβρίου. Οπως αποδείκνυε η φιγούρα του ορθολογιστή πατρός Μπράουν που δημιούργησε ο Γκίλμπερτ Τσέστερτον, πίσω από τις μεταφυσικές εξηγήσεις κάποιων εγκλημάτων κρύβονταν πραγματικοί άνθρωποι. Και αυτοί που ακολουθούσαν τη ΧΑ πριν και μετά τη δολοφονία του Φύσσα δεν είναι φαντάσματα που θα εξαφανιστούν με το φως της ημέρας, αλλά συμπολίτες μας που ζουν αναμεσά μας. Στην Ελλάδα υπήρξαν ερμηνείες που ουσιαστικά αθώωναν τους ψηφοφόρους της νεοναζιστικής ΧΑ γιατί, άκουσον άκουσον, όλοι «αυτοί ήταν απλός κόσμος που μέσα στη μέγγενη των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και την αδυναμία να δώσει λύσεις με τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις, νόμιζε ότι η Χρυσή Αυγή είναι λύση». Αλήθεια, πόσο απλός κόσμος ήταν αυτές οι χιλιάδες των συμπολιτών μας;
Πολλοί κάνουν παραλληλισμούς μεταξύ της ανόδου του ναζισμού στη Βαϊμάρη και στη σημερινή Ελλάδα. Η άνοδος του γερμανικού ναζισμού ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της υπερχρέωσης, του υπερπληθωρισμού, της ανεργίας, του αισθήματος ταπείνωσης του γερμανικού λαού και της αδυναμίας να συνεργαστούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Είναι αλήθεια ότι το 2010-2015 και στην Ελλάδα είχαμε την κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος, την αδυναμία όχι μόνο της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά και των δυνάμεων του αστικού κόσμου και της μετριοπάθειας να αποδεχθούν ότι δεν έφεραν τα μνημόνια την κρίση αλλά το ανάποδο. Είχαμε ένα πολιτικό σύστημα αρνούμενο να λάβει το εμβόλιο των ιδεών του συμβιβασμού και της συνεργασίας και κόλλησε τον ιό της άρνησης της πραγματικότητας.
Αλλά οι αναλογίες τελειώνουν εδώ. Η άνοδος του γερμανικού ναζισμού ήταν πρωτίστως πολιτικό – ταξικό φαινόμενο. Του ελληνικού είναι πρωτίστως κοινωνικό και εθνικό. Το αβγό του φιδιού στην Ελλάδα δεν το γέννησε μόνο η οικονομική κρίση. Γεννήθηκε από μια διάχυτη, κρυφή ή φανερή, αποδοχή της κοινωνίας της αγένειας και του «ενικού», όπου δίκιο είναι το δίκιο του «μπρατσαρά», του μάτσο. Αυτή η κοινωνική διάσταση ήρθε να «κουμπώσει» με κάποιες «πατριωτικές» ιδεολογίες που καλλιεργούσαν επί της ουσίας την ιδέα του πανταχόθεν απειλούμενου λαού, τη γλώσσα, τη δόξα και την αξιοσύνη του οποίου ζήλωσαν όλοι οι Κίσινγκερ του κόσμου.
Ο εθνικισμός είναι το φιτίλι που ανάβει τη φωτιά κάθε ναζισμού. Τα χαρακτηριστικά όλων των εθνικισμών στήνονται σε έναν διπλό άξονα. Ο πρώτος εκφράζει την ανωτερότητα ενός έθνους και ο δεύτερος τις δήθεν απειλές κατά του έθνους. Κυρίως η ανωτερότητα υπερέχει των απειλών. Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού εθνικισμού είναι ότι αυτός δίνει προτεραιότητα στις απειλές έναντι της ανωτερότητας. Μάλλον πιο σωστά στον ελληνικό εθνικισμό η ιδέα του απειλούμενου έθνους προηγείται της ιδέας του ανώτερου έθνους. Τα άλλα έθνη δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εποφθαλμιούν μια την ψυχή του ελληνικού έθνους, την άλλη τα φωνήεντά του, την άλλη το ψεκάζουν και την επομένη τού πωλούν εμβόλια με τσιπ για να το παρακολουθούν. Αυτές οι φοβίες έθρεψαν τη ΧΑ.
Αν δεν βρεθούν πολλοί πολίτες και κόμματα που θα αντιταχθούν σε αυτόν τον εθνικισμό, πολύ φοβάμαι ότι αυτούς τους 537.000 θα τους ξαναβρούμε μπροστά μας. Και ίσως και περισσότερους. Αλλά πώς να γίνει αυτό όταν το «σοσιαλδημοκρατικό» Κίνημα Αλλαγής και η «κεντροδεξιά» ΝΔ φοβούνται να παραδεχθούν ό,τι είναι προφανές για όλον τον υπόλοιπο κόσμο, την «ιστορική» σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών και όταν στον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Συμφωνίας, κάποιοι διολισθαίνουν ατιμωρητί σε δηλώσεις περί «απάτριδος και διεθνιστή» πρωθυπουργού;
*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.