Οι ΗΠΑ παραμένουν υπερδύναμη και επί Τραμπ. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης της 3ης Νοεμβρίου θα επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη και ιδιαίτερα την Ευρώπη. Ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου CNBC διερευνά τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει στις ευρωπαϊκές αγορές και την οικονομία μια αλλαγή φρουράς στο Λευκό Οίκο – κάτι για το οποίο προδιαθέτουν εξάλλου και οι δημοσκοπήσεις – και τις επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη επανεκλογή του σημερινού προέδρου.
Ξεκινώντας από τις αγορές, θα πρέπει να θυμηθεί κανείς ότι αυτές ουδέποτε συμπάθησαν τις εκλογές, την πολιτική και τους πολιτικούς. Πόσω μάλλον αν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν είναι σαφές ή αν αμφισβητηθεί από κάποιον υποψήφιο. Και αυτό το τελευταίο «υποσχέθηκε» να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, προαναγγέλλοντας νοθεία στην επιστολική ψήφο και παράταση της καταμέτρησης των ψήφων έως τα Χριστούγεννα.
Είναι προφανές ότι η μετεκλογική αβεβαιότητα έχει ήδη μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Και το πλήγμα στις αγορές και τις οικονομίες (πρώτα την αμερικανική) θα είναι ακόμα μεγαλύτερο αν η αβεβαιότητα για το εκλογικό αποτέλεσμα συνοδευθεί με διαμαρτυρίες και ταραχές στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων από οπαδούς της χαμένης πλευράς, όπως προειδοποίησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank Χόλγκερ Σμίεντινγκ.
«Το μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο των τελευταίων δεκαετιών»
«Αν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι αμφίρροπο ή αν οι ηττημένοι αρνηθούν να αποδεχθούν την ήττα τους, πιθανότατα την τελευταία λέξη θα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο θα πλήξει προσωρινά τις αγορές και την επενδυτική εμπιστοσύνη εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών», δήλωσε στο CNBC ο Σμίεντινγκ.
Ο στρατηγικός αναλυτής επενδύσεων της Saxo Bank Στέεν Γιάκομπσεν είναι βέβαιος ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Εκτιμά μάλιστα ότι για την ώρα οι αγορές δεν έχουν συνυπολογίσει μια τέτοια προοπτική. «Φοβόμαστε ότι οι επικείμενες αμερικανικές εκλογές θα εξελιχθούν στο μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο των τελευταίων δεκαετιών», υπογράμμισε σε σημείωμά του την περασμένη εβδομάδα.
Ο Γιάκομπσεν και η ομάδα του ανέλυσαν τρία σενάρια και έδωσαν πιθανότητες 50% να συνεχιστεί η αβεβαιότητα έως τις 20 Ιανουαρίου 2021 που θα ορκιστεί ο νέος πρόεδρος, 25% να καταγάγει ο Τζο Μπάιντεν μια συντριπτική και ως εκ τύτου αδιαμφισβήτητη νίκη, οπότε η όποιες αντιδράσεις από την πλευρά του Τραμπ θα είναι βραχύβιες και 25% πιθανότητες να επανεκλεγεί έστω και με βραχεία κεφαλή ο Τραμπ.
Το τελευταίο σενάριο θα ήταν και το ευκταίο για τη Wall Street και τις διεθνείς αγορές, καθώς θα εξασφάλιζε τη συντομότερη επιστροφή στο «business as usual». Ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα αμφισβητούσαν το αποτέλεσμα.
Υπάρχει εξάλλου το προηγούμενο της Χίλαρι Κλίντον, που έχασε τις εκλογές του 2016 ενώ εξασφάλισε σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ. Αλλά και ο Τζορτζ Μπους Β’ εξελέγη το έτος 2000 με μικρότερο αριθμό ψήφων συνολικά από το Δημοκρατικό υποψήφιο Αλ Γκορ.
Η αντίληψη περί των αρχών της αντιπροσωπευτικότητας και της ισότητας της ψήφου είναι διαφορετική στις ΗΠΑ από εκείνη που διδάσκεται στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και εν πάση περιπτώσει ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει τη λειτουργικότητα του εκλογικού συστήματος της χώρας.
Ο εμπορικός πόλεμος
Ένα μείζον ζήτημα στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης είναι οι ηλεκτρισμένες εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η λαϊκιστική αντίληψη του Τραμπ περί προστασίας των συμφερόντων των Αμερικανών εργαζομένων έχει δημιουργήσει, ως γνωστόν, με όλους ανεξαιρέτως τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ προστριβές που σε κάποιες περιπτώσεις μοιάζουν περισσότερο με γενικευμένο εμπορικό πόλεμο (είναι η περίπτωση της Κίνας).
Ήδη η Ουάσιγκτον εφαρμόζει μια προστατευτική δασμολογική πολιτική έναντι της Ευρώπης και μόλις την περασμένη Δευτέρα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου άναψε το πράσινο φως στις Βρυξέλλες για να επιβάλουν αντίμετρα 4 δισ. δολαρίων ετησίως, να φορολογήσουν δηλαδή αμερικανικά προϊόντα που εισάγονται στην Ευρώπη δίκην αντιποίνων για την αρωγή που παρέχει η κυβέρνηση Τραμπ στην ανταγωνίστρια της Airbus, αμερικανική Boeing, παραβιάζοντας τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού.
Ο Τραμπ έχει ήδη απειλήσει με εκτεταμένο εμπορικό πόλεμο την ΕΕ, υποστηρίζοντας (το 2019) ότι «η Ευρώπη έχει συμπεριφερθεί στις ΗΠΑ με πολλούς τρόπους χειρότερα από την Κίνα».
Ασφαλώς ένας εμπορικός πόλεμος είναι αμοιβαία ζημιογόνος, αλλά ο Τραμπ πιστεύει ότι δασμολογώντας τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα ισοσκελίσει το εμπορικό ισοζύγιο ΗΠΑ-ΕΕ. Διότι η ΕΕ είχε πέρυσι ένα εμπορικό πλεόνασμα 153 δισ. ευρώ (180,3 δισ. δολαρίων) έναντι των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Η αξία των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ έφθασε τα 384 δισ. ευρώ, ενώ η Ευρώπη εισήγαγε αμερικανικά προϊόντα αξίας 232 δισ. ευρώ.
Όπως σημειώνει πάντως στο CNBC ο Σμίεντινγκ της Berenberg Bank, «από μερκαντιλική άποψη η ΕΕ είναι η μόνη περιοχή του πλανήτη που θα μπορούσε να επιβάλει στις ΗΠΑ εμπορικά αντίποινα εξίσου οδυνηρά για την αμερικανική οικονομία κι αυτό είναι κάτι για το οποίο σίγουρα ο Τραμπ έχει ενημερωθεί από τους συμβούλους του».
Οι φόροι του Μπάιντεν
Ο Τζο Μπάιντεν ίσως να μην αυξήσει τη δασμολόγηση των ευρωπαϊκών εισαγόμενων προϊόντων. Αλλά η φορολογική πολιτική του εν γένει πιστεύεται ότι δεν θα είναι ευνοϊκή για την Ευρώπη.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών δεν κρύβει ότι θα αυξήσει τους φόρους για να εφαρμόσει κοινωνική αναδιανεμητική πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι θα επιβαρύνει τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια των Αμερικανών, εκείνα που καταναλώνουν περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα – οι πλούσιοι στις ΗΠΑ είναι αυτοί που αγοράζουν αυτοκίνητα από τη Γερμανία, τυριά και κρασιά από τη Γαλλία και την Ιταλία ή ταξιδεύουν για διακοπές τα καλοκαίρια στην Ελλάδα.
Επίσης θα εφαρμόσει κανόνες ρυθμιστικούς στην αμερικανική αγορά εργασίας που θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο για τις ευρωπαϊκές εξαγωγικές επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών.
Διαφορετική ανάγνωση
Η ρεπόρτερ Χόλι Έλιατ του CNBC σημειώνει, πάντως, πως υπάρχει και μια διαφορετική αναλυτική προσέγγιση της φορολογικής πολιτικής που θα εφαρμόσει ο Μπάιντεν. Σύμφωνα με μελέτη ειδικών της ελβετικής τράπεζας UBS, για παράδειγμα, η κατάργηση διάφορων φοροαπαλλαγών του Τραμπ από τον Μπάιντεν, η αύξηση της φορολόγησης φυσικών προσώπων και υπηρεσιών και η αναμενόμενη αύξηση των δημοσίων επενδύσεων θα έδιναν ώθηση στις εκτός αμερικανικής επικράτειας αγορές και σε ξένες επιχειρήσεις.
«Δίνουμε 75% πιθανότητες στο Δημοκρατικό υποψήφιο να κερδίσει την προεδρία. Κάτι τέτοιο θα ευνοούσε την υποχώρηση της ισοτιμίας του αμερικανικού δολαρίου και συνακόλουθα θα δημιουργούσε προϋποθέσεις ενίσχυσης των κεφαλαιαγορών εκτός ΗΠΑ», αναφέρει σχετική έκθεση της UBS. Από την άλλη θα παρατηρούσε κανείς βέβαια ότι ενδεχόμενη περαιτέρω υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ θα ανατιμούσε τα ευρωπαϊκά προϊόντα και τις υπηρεσίες για τους Αμερικανούς.
Οι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν ότι «ενδεχόμενη ασάφεια σε ό,τι αφορά την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης θα αύξαινε το ρίσκο για τις μετοχές». Σπεύδουν, όμως, να ξεκαθαρίσουν οι ειδικοί της UBS ότι δεν συνιστούν στους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους στις αγορές κεφαλαίων. Δεν συνιστούν δηλαδή μεταφορά κεφαλαίων στα γνωστά «ασφαλή καταφύγια».
«Η αβεβαιότητα και η αναστάτωση που εκπορεύεται από τις αμερικανικές εκλογές φαίνεται να έχει ήδη αποτιμηθεί και να έχει προεξοφληθεί από τις αγορές και τους επενδυτές», σημειώνουν. Ο Γιάκομπσεν της Saxo Bank, όπως προαναφέρθηκε, εκτιμά το ακριβώς αντίθετο βέβαια. Και μια ματιά στην πορεία της Wall Street και των διεθνών κεφαλαιαγορών από την αρχή του έτους μάλλον τον δικαιώνει.