Τους τελευταίους μήνες ο Ταγίπ Ερντογάν έχει κατορθώσει να εξευτελίσει κάθε έννοια διπλωματικής συνεννόησης και μαζί με αυτό, όσους θεωρούν ότι μπορούν να τον σύρουν σε έναν δρόμο, τον οποίο ο ίδιος δεν θέλει να ακολουθήσει.
ΝΑΤΟ, ΕΕ και η Γερμανική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επιχείρησαν με διάφορα μέσα να τον παρουσιάσουν ως αξιόπιστο συνομιλητή. Όμως με την τελευταία του προκλητική ενέργεια και με δεδομένες όλες τις προσπάθειες και τις διαδικασίες που είχαν προηγηθεί, τους εκθέτει δραματικά. Πάνε και οι γραμμές αποκλιμάκωσης του ΝΑΤΟ, πάνε και οι χλιαρές απόπειρες διαμεσολάβησης της γερμανικής κυβέρνησης.
Ένα ερώτημα είναι τι επιδιώκει εν τέλει Ερντογάν και πώς είναι δυνατόν να το επιτύχει με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο.
Κεντρική του επιδίωξη είναι να εδραιώσει μία συνθήκη αναστάτωσης , να πείσει κάποιους ότι το υφιστάμενο στάτους είναι υπό αμφισβήτηση και αναθεώρηση και ότι η Τουρκία είναι «ριγμένη» και «αποκλεισμένη στα παράλιά της». Ως προς αυτό, μάλλον θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάτι έχει επιτύχει. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τις γενικόλογες ανακοινώσεις από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, στις οποίες γίνονται αναφορές σε διμερείς διαφορές, γενικώς και αορίστως και σε αμφισβητούμενες περιοχές.
Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία προφανώς και θέλει να διευρύνει την ατζέντα ενός πιθανολογούμενου διαλόγου με την Ελλάδα, ώστε αυτός να περιλάβει τα πάντα (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, συνεκμεταλλεύσεις, Κυπριακό και ποιος ξέρει τι άλλο). Όσοι αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να επιτύχει σε αυτές του τις επιδιώξεις με αυτήν την συμπεριφορά, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν μία μικρή «λεπτομέρεια». Πολύ απλά, ο Ερντογάν δεν έχει τίποτε να χάσει.
Απειλώντας και διεκδικώντας, ακόμη και παρανομώντας, δεν χάνει την ιδιότητα του ως μέρους μίας διαπραγμάτευσης. Και προφανώς θέλει να καθήσει σε ένα τραπέζι, ως ο «τσαμπουκάς» της υπόθεσης και όχι ως ένας «εύκολος» παίχτης.
Για τις επόμενες φάσεις αυτής της κρίσης, οι ρόλοι των διεθνών παραγόντων θα εξακολουθήσουν να έχουν την μεγάλη σημασία τους. Θα φανεί π.χ. πώς θα προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη η Γερμανία. Θα μεταστρέψει τη θέση της; Μάλλον απίθανο. Θα επιχειρήσει να πιέσει την Ελλάδα να προσέλθει σε έναν διευρυμένο διάλογο; Δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και ποια θα είναι η αντίδραση των ξένων κυβερνήσεων σε μία αναμενόμενη προσπάθεια του Ερντογάν να επισπεύσει μία διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο, η οποία έχει και τις ευλογίες της ΕΕ;
Εχουν όλα αυτά κάποια ορατή διέξοδο;
Αυτήν την στιγμή δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Και πάντως η Ελλάδα, έχοντας τηρήσει μία στάση συνετή και μετρημένη, δεν έχει λόγο να βιάζεται. Εχει όμως κάθε λόγο να χτίσει επειγόντως μία νέα στρατηγική, με βάθος και ρεαλισμό.