Το 1993, όταν προσελήφθη στη Microsoft, ο γεννηθείς στο Γουισκόνσιν Μπραντ Σμιθ ήταν ένας 34χρονος επιτυχημένος, αλλά ελάχιστα γνωστός, δικηγόρος. Περίπου την ίδια εποχή, η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας που έχουμε όλοι ταυτίσει με τον Μπιλ Γκέιτς ήταν περίπου 25 δισ. δολάρια. Σήμερα, ο κ. Σμιθ είναι 61 ετών, αλλά η ενέργειά του παραμένει στα ύψη. Παρεμπιπτόντως, στα ύψη βρίσκεται πλέον και η χρηματιστηριακή αξία της Microsoft, που έχει ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια. Ο κ. Σμιθ είναι σήμερα ο πρόεδρος αυτού του αμερικανικού κολοσσού και κατά πολλούς αποτελεί το «πρόσωπο» της Microsoft. Την περασμένη Δευτέρα 5 Οκτωβρίου ο κ. Σμιθ βρέθηκε για ακόμα μία φορά στη χώρα μας για να ανακοινώσει μαζί με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη μια πολύ σημαντική επένδυση: τη δημιουργία, στην Αττική, ενός κέντρου δεδομένων στην Ελλάδα (data center region) που θα τα αποθηκεύει και θα υποστηρίζει την τεχνολογία του cloud («υπολογιστικό νέφος»). Το οικονομικό αποτύπωμα της επένδυσης υπολογίζεται σε περίπου 1 δισ. ευρώ.

Διανοούμενος της τεχνολογίας

Λίγες ώρες μετά τις ανακοινώσεις, «Το Βήμα» συνάντησε τον κ. Σμιθ σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών για μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη. Η επί 30 λεπτά συζήτηση μαζί του υπήρξε γοητευτική, διότι ο συνομιλητής μας δεν είναι απλώς ο πρόεδρος της Microsoft, αλλά μάλλον ένας «διανοούμενος της τεχνολογίας». Οι μύστες άλλωστε γνωρίζουν ότι ο κ. Σμιθ είναι ο συγγραφέας του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου με τίτλο «Tools and Weapons: The Promise and the Peril of the Digital Age» (Εργαλεία και όπλα: Η υπόσχεση και ο κίνδυνος της ψηφιακής εποχής) στο οποίο περιγράφει τις ευκαιρίες αλλά και τις επικίνδυνες προκλήσεις της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας για τις δημοκρατικές κοινωνίες. Η στενή του συνεργάτρια Κάρολ Αν Μπράουν, που συνυπογράφει το βιβλίο, ήταν επίσης παρούσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, που δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από την επένδυση στη χώρα μας.

 

«Πρέπει να φέρεις ένα κέντρο δεδομένων»

«Πιστεύω ότι είναι μια πολύ σημαντική επένδυση για την ίδια τη Microsoft» μας λέει. «Μας προσφέρει την ευκαιρία να γίνουμε ένα ακόμα σημαντικότερο κομμάτι αυτής της χώρας, να προσφέρουμε στην πρόοδο και στην οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί επίσης να συνδράμει στην ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας ως περιφερειακού κόμβου» προσθέτει, παραδεχόμενος ότι το 2020 ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά. «Ολα ξεκίνησαν έπειτα από τη συνάντηση που είχα με τον Πρωθυπουργό στο Νταβός στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου. Ξέρετε, όταν πηγαίνεις σε μια συνάντηση με έναν πρωθυπουργό έχεις μια συγκεκριμένη λίστα με πράγματα που θα ήθελες να συζητήσεις μαζί του. Στη δική μου λίστα», τονίζει, «δεν υπήρχε η δημιουργία ενός κέντρου δεδομένων. Υπήρχαν άλλα ζητήματα, όπως το έργο για την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης για την πολιτιστική κληρονομιά ή αυτό που αφορούσε την Αρχαία Ολυμπία ή τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Ο Πρωθυπουργός τα γνώριζε, αλλά έβαλε και ένα άλλο στο τραπέζι. Μου είπε: «Πρέπει πραγματικά να σκεφθείς να φέρεις ένα κέντρο δεδομένων στην Ελλάδα»».

Η υπόσχεση και οι τηλεδιασκέψεις

Ο κ. Σμιθ έφυγε από αυτή τη συνάντηση υποσχόμενος στον κ. Μητσοτάκη να σκεφθεί την ιδέα του. «Η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ πειστικός. Θα ερχόμασταν ξανά στην Ελλάδα σε περίπου πέντε εβδομάδες για το έργο στην Αρχαία Ολυμπία και καθώς δεν ήταν μακριά ήρθαμε και στην Αθήνα. Συναντηθήκαμε ξανά με τον Πρωθυπουργό, αυτή τη φορά στο γραφείο του. Αρχίσαμε να συζητάμε λεπτομέρειες που θα έπρεπε να επιλυθούν, καθώς η μεταφορά ενός κέντρου δεδομένων είναι περίπλοκη υπόθεση σε σχέση, π.χ., με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ύπαρξη δικτύου οπτικών ινών κ.ά. Και ας μην ξεχνάμε ότι έπρεπε να εξετάσουμε αν η επένδυση θα ήταν οικονομικά βιώσιμη. Συμφωνήσαμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Τρεις ημέρες αργότερα», μας θυμίζει, «όλοι μας αρχίσαμε να μιλάμε για τον κορωνοϊό».

Για τον ίδιο πάντως, ο κορωνοϊός επιτάχυνε τις εξελίξεις, καθώς οι δύο άνδρες αξιοποίησαν τις τηλεδιασκέψεις! «Είχαμε μία τηλεδιάσκεψη τον Μάιο και μία στα τέλη Ιουλίου. Μετά από αυτήν προγραμμάτιζα να έλθω στο Athens Democracy Forum. Αισθανθήκαμε ότι είχαμε κάνει αρκετή πρόοδο στις συζητήσεις μας ώστε να μπορεί η Microsoft να πάρει μια απόφαση ως τότε. Για εμάς ήταν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό χρονοδιάγραμμα. Ο Πρωθυπουργός και η ομάδα του μας βοήθησαν τρομερά σχετικά με την αδειοδότηση και την αγορά γης. Είμαι πολύ περήφανος που τα καταφέραμε» μας λέει ο κ. Σμιθ.

 

Ο «ψυχρός πόλεμος» ΗΠΑ και Κίνας

Τι βλέπει ο κ. Σμιθ στην «κρυστάλλινη μπάλα» του για την αντιπαράθεση Ουάσιγκτον – Πεκίνου; «Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα λίγα σημεία της αμερικανικής πολιτικής που δεν θα μεταβληθεί όποιος και αν εκλεγεί πρόεδρος» παραδέχεται. «Αν κάνετε ένα βήμα πίσω και δεν μείνετε στα ονόματα που παράγουν ειδήσεις, όπως η Huawei, το TikTok ή το WeChat, μπορείτε να δείτε κάποιες ευρύτερες τάσεις. Η πρώτη», μας εξηγεί, «είναι ο τρόπος με τον οποίο οι δύο χώρες σκέφτονται σε σχέση με την εισαγωγή τεχνολογίας. Στην Κίνα, κατά τα τελευταία 10 χρόνια, υπήρχε μια ανοιχτότητα για εισαγωγή τεχνολογίας από τις ΗΠΑ, αλλά όχι τόσο μεγάλη. Οι περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν μικρό μερίδιο αγοράς, με την Apple να αποτελεί, λόγω του iPhone, τη βασική εξαίρεση. Υπάρχει ένα πολύπλοκο δίκτυο κανόνων που επιβάλλει περιορισμούς στις εισαγωγές τεχνολογίας τόσο για αμερικανικές όσο και για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Οι Κινέζοι το έκαναν πρώτοι και αυτό που βλέπετε σήμερα από τις ΗΠΑ είναι ένα παρόμοιο φαινόμενο. Το άλλο ενδιαφέρον σημείο αφορά τις εξαγωγές. Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν αυστηροποιήσει τους ελέγχους στις εξαγωγές τεχνολογίας, π.χ., τεχνητής νοημοσύνης ή κβαντικής τεχνολογίας προς την Κίνα και στα τέλη Αυγούστου οι Κινέζοι απάντησαν ότι αλλάζουν και αυτοί τους κανόνες».

Για τον ίδιο, χρειάζεται ένα κατ’ αρχήν νέο μοντέλο «που θα επιτρέπει στην τεχνολογία να κινείται από τη μία χώρα στην άλλη, διασφαλίζοντας ότι η ασφάλεια και η ιδιωτικότητα θα λαμβάνονται υπόψη. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον ρόλο της Ευρώπης. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος από το 1945 ως το 1991 είχε ως επίκεντρο την Ευρώπη. Καθώς κοιτάμε μπροστά πρέπει να βεβαιωθούμε ότι η τεχνολογία υπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα της Ευρώπης, αλλά περισσότερο από όλα τις αξίες της. Ως αμερικανική τεχνολογική εταιρεία έχουμε την ευθύνη να καταλάβουμε τι ζητούν από εμάς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και να προσαρμοστούμε, να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε για να ικανοποιήσουμε τις ευρωπαϊκές ανάγκες».

Οι αξίες και η ελπίδα στενότερης συνεργασίας

Εκφράζει επίσης την ελπίδα πως «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα σκεφθούν ότι οι ευρωπαϊκές αξίες είναι και οι αξίες των ΗΠΑ. Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε πιο στενά σε πολυμερές πλαίσιο για να προωθήσουμε αυτές τις αξίες που παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Μπορούμε να τις πούμε διατλαντικές ή ευρωπαϊκές αξίες, αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι αθηναϊκές και ελληνικές αξίες. Εδώ γεννήθηκαν, εδώ ήταν το λίκνο τους. Για κάποιον όπως εγώ, το να έρχομαι σε έναν τόπο όπως η Αθήνα είναι μια ευκαιρία να θυμηθώ, να σκεφθώ αλλά και να απευθυνθώ σε ανθρώπους όχι μόνο από τη βιομηχανία μας, αλλά και ευρύτερα, σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε για να προστατεύσουμε και να προωθήσουμε αυτές τις αξίες» καταλήγει.

Ο κορωνοϊός, η καινοτομία και η επόμενη μέρα

Τον ρωτάμε αν πιστεύει ότι η εποχή του κορωνοϊού εντείνει την ανάγκη για καινοτομία.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κορωνοϊός επιταχύνει τον ρυθμό του ψηφιακού μετασχηματισμού και τον τρόπο που προσαρμοζόμαστε στην ψηφιακή τεχνολογία – και κυρίως στη χρήση των δεδομένων. Οι χώρες που ήταν οι πιο επιτυχημένες στη διαχείριση του κορωνοϊού», σημειώνει, «ήταν εκείνες που χρησιμοποίησαν καλύτερα τα δεδομένα, διαχειρίστηκαν σωστά τα νοσοκομεία τους και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Επίσης, η επίδραση του κορωνοϊού στις εργασιακές αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις ήταν μεικτή. Ολοι μας τα καταφέρνουμε πολύ καλύτερα σε σχέση με πριν από 15 ή 20 χρόνια. Οι εταιρείες λειτουργούν πιο αποτελεσματικά με λιγότερο προσωπικό. Ολα αυτά είναι ενθαρρυντικά».
Είναι λοιπόν όλα τέλεια; Εχει τις επιφυλάξεις του.

«Αισθάνομαι ότι η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει και πολλές δυσκολίες. Αν είσαι νέος εργαζόμενος σε μια επιχείρηση, είναι σίγουρα δυσκολότερο να αναπτύξεις σχέσεις. Δεν πιστεύω επίσης ότι αυτή η κατάσταση είναι καλή για την καινοτομία και τη δημιουργικότητα, με τους ανθρώπους να είναι πάντα χωρισμένοι και σε απόσταση μεταξύ τους. Δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να έρχονται κάθε ημέρα στο ίδιο γραφείο. Νομίζω όμως ότι η “φλόγα” της δημιουργικότητας προκύπτει όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται μαζί σε μία αίθουσα, ακόμη και σε ένα γεύμα ή ένα δείπνο, μοιραζόμενοι τις ιδέες τους. Και αυτό», προσθέτει, «με οδηγεί στο τρίτο σημείο που ήθελα να επισημάνω: πώς θα είναι αλήθεια τα πράγματα όταν όλο αυτό που ζούμε τελειώσει; Σε ορισμένα σημεία του κόσμου, οι άνθρωποι το εκλαμβάνουν ως ένα δυαδικό ερώτημα: Θα πάμε όλοι πίσω στο γραφείο ή θα εργαζόμαστε όλοι από το σπίτι; Δεν νομίζω ότι θα δούμε μία και μοναδική μείζονα μετατόπιση, αλλά περίπου 100 διαφορετικές τάσεις. Θα εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε αυτές τις τεχνολογίες αλλά θα εναγκαλιστούμε επίσης και όσα φέρνουν τους ανθρώπους κοντά και στα οποία δίνουμε αξία».

Η ανάγκη επιβίωσης της υγιούς δημοσιογραφίας

Η εξάπλωση της παραπληροφόρησης μέσω των social media καθιστά, για τον κ. Σμιθ, αναγκαία την επιβίωση της υγιούς δημοσιογραφίας. «Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν βλέπαμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να έχουν αυτόν τον αρνητικό αντίκτυπο και την ίδια στιγμή η δημοσιογραφία ήταν τόσο υγιής όσο πριν από 25 ή 50 χρόνια. Τουλάχιστον με τον τρόπο αυτόν όσοι ήταν εκτεθειμένοι στην παραπληροφόρηση από τη μία πλευρά θα μπορούσαν να βρουν ένα… αντίδοτο κάπου αλλού. Το τελικό ερώτημα που θα έπρεπε να κάνουμε», ξεκαθαρίζει, «είναι το εξής: Σε κάθε χώρα, πόσοι άνθρωποι εργάζονται ως δημοσιογράφοι; Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το μετρήσει κάποιος αυτό, π.χ. πώς τα πάνε γενικά οι εφημερίδες, ποια είναι τα έσοδα από διαφημίσεις, ποια είναι η κερδοφορία τους, αλλά το μείζον ζήτημα είναι πόσοι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν εργαζόμενοι ως δημοσιογράφοι; Αν αυτό χαθεί, τότε χάνεται ένας από τους θεμελιώδεις ιστούς της Δημοκρατίας».

«Η παραπληροφόρηση υπονομεύει την υγεία της δημοκρατίας»

Στο βιβλίο του «Tools and Weapons», ο πρόεδρος της Microsoft αναφέρεται εκτενώς στις προκλήσεις που ανακύπτουν από τη ραγδαία πρόοδο της ψηφιακής τεχνολογίας για τη δημοκρατία, την ιδιωτικότητα και την παρακολούθηση. Αναδύεται φυσιολογικά το ερώτημα πώς μπορεί να βρεθεί μια ισορροπία. «Ας ξεκινήσουμε από το προφανές. Σήμερα δεν υπάρχει ισορροπία» λέει ευθέως. Παραδέχεται ότι όλοι επωφελούνται από τον ταχύ ρυθμό της χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών αλλά πιστεύει ότι «έχει περιορίσει την προστασία της ιδιωτικότητας με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί πριν από 10 ή 20 χρόνια και αναμφίβολα έχει μια αρνητική επίδραση στη δημοκρατία». Υπάρχει άραγε λύση; «Χρειαζόμαστε δημόσιο διάλογο. Είναι επίσης ανάγκη οι επιχειρήσεις τεχνολογίας να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αλλά περισσότερο από όλα οι κυβερνήσεις χρειάζεται να κινηθούν ταχύτερα και να κάνουν περισσότερα». Επίσης, ακόμα και οι νόμοι προστασίας της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη «μπορεί να είναι επαρκείς σήμερα, αλλά δεν θα είναι το 2030».

Ακόμα πιο ευαίσθητο όμως είναι το θέμα της ρύθμισης – και μάλιστα στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Εδώ και 120 χρόνια», μας λέει, «στο πλαίσιο των αντιμονοπωλιακών νόμων, το ερώτημα ήταν αν ορισμένες επιχειρήσεις μπορούσαν να είναι κακές για την οικονομία. Αυτός ήταν ο λόγος της ρύθμισης των δραστηριοτήτων τους. Αυτή είναι η στιγμή να αναρωτηθούμε αν χρειαζόμαστε μια νέα νομοθεσία για να διασφαλίσουμε ότι οι επιχειρήσεις μας δεν θα κάνουν κακό στις δημοκρατίες μας. Και πραγματικά ανησυχώ από την επίθεση της παραπληροφόρησης που υπονομεύει την υγεία της δημοκρατίας. Με ανησυχεί επίσης το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στις διαφημίσεις και χρησιμοποιεί αλγορίθμους, κατά κάποιον τρόπο δεσμεύοντας τους ανθρώπους απλώς να μιλούν μεταξύ τους. Τους κάνει επίσης θυμωμένους και αυτό πλήττει τη δημοκρατία».

Οι δουλειές και τα όπλα

Αναμφίβολα, τεράστια ερωτήματα εγείρει και η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Ο συνομιλητής μας διαχωρίζει δύο είδη ζητημάτων. Το πρώτο αφορά την οικονομική επίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης στις δημοκρατίες και στις οικονομίες της αγοράς: «Η τεχνητή νοημοσύνη θα επιτρέψει στους ανθρώπους να επιτύχουν πολύ περισσότερα. Πιστεύω π.χ. ότι εντός της επόμενης δεκαετίας η γνώση των μηχανών θα μας επιτρέψει να βρούμε μια θεραπεία για τον καρκίνο. Θα δημιουργήσει δουλειές. Θα ήμουν βέβαια αφελής να πιστεύω ότι δεν θα επηρεάσει, αρνητικά, κάποιες άλλες που θα μπορούν να αυτοματοποιηθούν. Μια χώρα θα είναι πιο επιτυχημένη στο μέλλον αν μπορεί να οικοδομήσει πάνω σε αυτά τα επίπεδα υποδομών και να κινηθεί γρήγορα ώστε να δημιουργήσει επιχειρήσεις και νέες θέσεις απασχόλησης». Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως όπλου: «Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ταχύτερη κατασκευή συμβατικών όπλων, ή πιο έξυπνων. Επίσης, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράγων παρακολούθησης και να εξαφανίσει την ελεύθερη έκφραση και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που θα επηρεάσει κάθε πτυχή της οικονομικής και εσωτερικής πολιτικής, αλλά επίσης την εξωτερική και την αμυντική πολιτική».