Στη νέα όξυνση που προκαλεί η Τουρκία στην αν. Μεσόγειο αναφέρεται ρεπορτάζ της Süddeutsche Zeitung του Μονάχου. «Η περίοδος της φαινομενικής χαλάρωσης στην ανατολική Μεσόγειο τελειώνει εκ νέου. Η τουρκική κυβέρνηση έστειλε και πάλι το ερευνητικό σκάφος Oruç Reis, το οποίο ειδικεύεται στις σεισμικές μετρήσεις.
Σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ, το πλοίο θα συνοδεύεται από δύο φρεγάτες μέχρι τις 22 Οκτωβρίου στα θαλάσσια ύδατα νότια του Καστελλόριζου, το οποίο απέχει μόλις δύο χιλιόμετρα από τις τουρκικές ακτές (…) Στην πραγματικότητα Άγκυρα και Αθήνα συμφώνησαν πρόσφατα, με τη διαμεσολάβηση του Βερολίνου, να επανεκκινήσουν τις διερευνητικές επαφές που είχαν διακόψει το 2016 σχετικά με ανεπίλυτα ζητήματα που αφορούσαν τα θαλάσσια και εναέρια σύνορα. Πριν από δύο εβδομάδες, η κατάσταση στην περιοχή είχε λίγο χαλαρώσει, όταν η Άγκυρα κάλεσε το Oruç Reis να επιστρέψει στο λιμάνι της Αττάλειας (…) Η Άγκυρα υποβάλλει τις σχέσεις με την Ελλάδα, την Κύπρο και την ΕE σε νέο τεστ αντοχής – και επίσης τις σχέσεις με τη Γερμανία, η οποία πρόσφατα παρενέβη ως διαμεσολαβητής στην ελληνοτουρκική διαμάχη».
Το ρεπορτάζ αναφέρεται στις γερμανικές προειδοποιήσεις της Δευτέρας προς την Άγκυρα διά στόματος Στέφεν Ζάιμπερτ και στην ανακοίνωση του υπ. Εξ. Χάικο Μάας για επισκέψεις σε Αθήνα και Λευκωσία αλλά όχι και Άγκυρα με θέμα την κατάσταση στην αν. Μεσόγειο. Όπως παρατηρεί η SZ «η νέα αποστολή του Oruç Reis ταιριάζει με τις δοκιμασμένες εδώ και καιρό τακτικές της Άγκυρας που δημιουργούν συνεχώς νέες κρίσεις, προφανώς με την ελπίδα να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας.»
Η γερμανική εφημερίδα υπενθυμίζει την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ και τη συνεχιζόμενη απειλή κυρώσεων προς την Τουρκία και εντάσσει το άνοιγμα των Βαρωσίων στο πλαίσιο της στρατηγικής πιέσεων της Άγκυρας. Η SZ προσθέτει: «Στα τουρκικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης εικάζεται ότι ο Ερντογάν με την αποστολή του Oruc Reis προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από την προγραμματισμένη δοκιμή του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400. H Toυρκία, νατοϊκή χώρα, αγόρασε το πυραυλικό σύστημα ενάντια στη βούληση της συμμαχίας, αλλά δεν το έχει ενεργοποιήσει ακόμη – οι ΗΠΑ απαιτούν κυρώσεις (…) Η τουρκική αντιπολίτευση βλέπει την επιθετική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν κυρίως ως προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή από την τεταμένη οικονομική κατάσταση και τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Ο Μετίν Γκιουρκάν, βουλευτής του Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (Deva) δηλώνει: «Λέμε όχι σε μια πολιτική που τροφοδοτείται από πόλεμο, αγώνα και σύγκρουση αποκλειστικά για την επίτευξη προσωπικών στόχων του Ερντογάν. Αν ό,τι συμβαίνει στην εξωτερική πολιτική συμβεί και στην εσωτερική πολιτική, η Τουρκία θα πληρώσει το τίμημα»»
«O πολυμέτωπος πόλεμος Ερντογάν είναι έλλειψη στρατηγικής»
Σχόλιο για την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν δημοσιεύει και η Kölner Stadt Anzeiger, η οποία σημειώνει: «Ο Ερντογάν θέλει η αντιπαράθεση με τη Δύση και τη Ρωσία να εκληφθεί ως ένδειξη θάρρους. Στην ουσία ωστόσο ο πολυμέτωπος πόλεμος που έχει ανοίξει προκύπτει από την υπερεκτίμηση του εαυτού του και την έλλειψη στρατηγικής (…) Οι φαντασιώσεις περί μεγάλου έθνους και ο απροσδόκητος ορυκτός πλούτος είναι για να καθησυχάσουν τον λαό. Οι προκλήσεις και oι μόνιμες απειλές έχουν όμως ως στόχο να αποσπάσουν την προσοχή και να ενώσουν μια διχασμένη κοινωνία. Έχουν ως σκοπό να δικαιολογήσουν την αυταρχική ηγεσία του Ερντογάν. Πρέπει να θεωρείται θέμα χρόνου η εξάρτηση της Τουρκίας και πάλι από την εξωτερική βοήθεια. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να περιμένουν μέχρι τότε. Ο Ερντογάν πρέπει να ακούσει τώρα ξεκάθαρα λόγια».
Η Ελλάδα κερδίζει επενδυτές
Στην επένδυση της Microsoft στην Ελλάδα αλλά και στο ενδιαφέρον Γερμανών επενδυτών από τον χώρο της πληροφορικής αναφέρεται ρεπορτάζ της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt. «Πρόκειται για μια σημαντική επένδυση: η Microsoft κατασκευάζει τρία κέντρα διαχείρισης δεδομένων (cloud) στην Αθήνα ύψους ενός δις δολαρίων. Αυτό θα καταστήσει την Ελλάδα εντός της ΕΕ την όγδοη τοπική πλατφόρμα της διεθνούς πλατφόρμας cloud, Αzure, της Microsoft. H εταιρεία επίσης θα παρέχει τα επόμενα πέντε χρόνια ψηφιακές δεξιότητες σε 100.000 υπαλλήλους δημοσίου και ιδιωτικού τομέα καθώς και μαθητές». Όπως παρατηρεί η Handelsblatt «τίποτα δεν χρειάζεται η χώρα πιο επιτακτικά απ’ ότι επενδύσεις. Την περίοδο 2008 με 2016 η Ελλάδα έχασε σωρευτικά 26% του ΑΕΠ της. Τα έσοδα μειώθηκαν κατά 1/3, o ιδιωτικός πλούτος μειώθηκε κατά 40%. Η ελληνική Ένωση Βιομηχάνων προσδιορίζει το επενδυτικό κενό από τα χρόνια της κρίσης στα 100 δις ευρώ. Το 2019 οι επενδύσεις έφτασαν μόλις το 11% του ΑΕΠ. Πριν από την κρίση ήταν 26%, στη δεκαετία του 1970 κινούνταν ακόμη και στο 30% με 40%. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι λίγο πάνω από 20%.»
Όμως τα αρνητικά οικονομικά μεγέθη της περιόδου της ευρωκρίσης έχουν αρχίσει να αλλάζουν και η HB παρατηρεί: «Η αμερικανική πολυεθνική δεν είναι η μόνη εταιρεία πληροφορικής που αποβλέπει στην Ελλάδα. Και Γερμανοί πάροχοι υπηρεσιών λογισμικού ανακαλύπτουν επίσης την Ελλάδα. Ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς είναι η πόλη των Ιωαννίνων και το Πανεπιστήμιό της. Μετά την P&I AG με έδρα στο Βισμπάντεν και την Prodyna SE από το Έσμπορν και η Teamviewer από το Γκέτινγκεν, κορυφαίος πάροχος λύσεων απομακρυσμένης σύνδεσης παγκοσμίως, άνοιξε επίσης παράρτημα στα Ιωάννινα στις αρχές του έτους».
Σε άλλο σημείο το ρεπορτάζ της Handelsblatt σημειώνει: «Ακόμη κι αν ο όγκος των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλός, πρόκειται για ποιοτικές επενδύσεις: Τα τελευταία τρία χρόνια το 15% αυτών των επενδύσεων έγιναν στον τομέα της πληροφορικής. Η Ελλάδα λοιπόν δεν απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 19%. Η συμβουλευτική Ernst & Young Greece επιβεβαιώνει επίσης ότι η χώρα έχει βελτιώσει τις επενδυτικές συνθήκες στη «Μελέτη Ελκυστικότητας 2020″ που έχει εκπονήσει. Τα 2/3 των επιχειρηματιών που ερωτήθηκαν αναφέρουν ως ιδιαίτερο πλεονέκτημα την πολιτική σταθερότητα στη χώρα μετά την εκλογή της συντηρητικής κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2019. Το 56% των ερωτηθέντων τονίζει επίσης ως θετικό στοιχείο τη βιωσιμότητα της ελληνικής κλιματικής πολιτικής, ιδίως στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. 7 στους 10 επιχειρηματίες αναμένουν ότι οι επενδυτικές συνθήκες στην Ελλάδα θα συνεχίσουν να βελτιώνονται τα επόμενα τρία χρόνια. Στα δυνατά σημεία της Ελλάδας οι ερωτηθέντες συγκαταλέγουν επίσης κατά 81% το ανθρώπινο δυναμικό, την καλή υποδοχή τηλεπικοινωνιών και την καλή ποιότητα ζωής».
Δήμητρα Κυρανούδη