Η Δημοκρατία είναι πολίτευμα ανεκτικό σε διαφορετικές απόψεις, ανέχεται και συμβιώνει ακόμη και με τους αρνητές της. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μάχεται για τις αρχές, το περιεχόμενο και την ύπαρξή της. Και μάχεται συντεταγμένα και οργανωμένα, χωρίς φόβο και πάθος, παρά με επιχειρήματα ισχυρά και αποδείξεις ακλόνητες, κινητοποιώντας τους θεσμούς που την ορίζουν και τη συναπαρτίζουν, όπως αυτόν της Δικαιοσύνης.
Αυτό συνέβη με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, ένα σχήμα με παραστρατιωτική δομή και συγκρότηση, που νόμισε ότι με τη βία και τις πρακτικές των πάλαι ποτέ χιτλερικών ταγμάτων εφόδου θα επιβάλει τις απάνθρωπες και καταδικασμένες στη συνείδηση του λαού μας απόψεις του.
Με θράσος απύθμενο οι θιασώτες του νεοναζισμού αντιμετώπισαν την ανοχή και την ανεκτικότητα της Δημοκρατίας ως αδυναμία.
Εμφανίστηκαν το 1980 ως θλιβερό απομεινάρι της τελειωμένης από το 1974 χούντας των συνταγματαρχών και των νεοταξικών σχημάτων που αναδύθηκαν εκείνη την εποχή στη Δυτική Ευρώπη απέναντι στην αναπτυσσόμενη τότε ακροαριστερή τρομοκρατία. Βρήκαν αργότερα ευκαιρία ανάδυσης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στα χρόνια της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ και των εθνικών ανακατατάξεων στα Βαλκάνια, εκμεταλλεύθηκαν την εθνικιστική έξαρση εκείνης της περιόδου, αλλά κυρίως βρήκαν πρόσφορο πεδίο έκφρασης στις ιδιάζουσες συνθήκες της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης, όταν επικράτησε ο τυφλός αντισυστημισμός και μαζί του κυριάρχησαν ο φθόνος, το κοινωνικό μίσος και σχεδόν νομιμοποιήθηκαν διάφορες εκδοχές της πολιτικής βίας.
Τότε, η Χρυσή Αυγή του νεοναζί εξτρεμιστή, με βομβιστική δράση στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, Νίκου Μιχαλολιάκου ανεδείχθη στην πιο χυδαία έκφραση του αναπτυσσόμενου αντισυστημισμού, με δράση πανομοιότυπη εκείνης των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ και θρασύδειλες επιθέσεις σε ανήμπορους μετανάστες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Ηταν τέτοιο το θράσος τους και τόσο έντονη η ρεβανσιστική διάθεσή τους, που δεν δίστασαν να συμπεριφερθούν με τρόπο βάναυσο ακόμη και στο Κοινοβούλιο.
Η εγκληματική τους δράση ήταν εμφανής διά γυμνού οφθαλμού, αλλά η πολιτική μυωπία των περισσοτέρων και οι ιδιάζουσες πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την έγκαιρη αντιμετώπισή τους.
Χρειάστηκε η δολοφονία, η θυσία εν προκειμένω, του Παύλου Φύσσα για να αφυπνισθούν οι δημοκρατικές συνειδήσεις και να αντιδράσει η ίδια η Δημοκρατία.
Η προφυλάκιση τότε, το 2013, των φυσικών αυτουργών της δολοφονικής επίθεσης και η απόδοση της βαρύτατης κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης στην ηγετική ομάδα της Χρυσής Αυγής, ούτε απλή ήταν ούτε δεδομένη. Απαιτούσε ευθυκρισία, πολιτική τόλμη και ιδιαιτέρως πίστη στις αρχές και αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Και η κινητοποίηση της προπηλακιζόμενης και απειλούμενης Δικαιοσύνης επίσης δεν ήταν δεδομένη. Οπως και η διενέργεια της ανάκρισης και αυτή ακόμη η διεξαγωγή της δίκης ολοκληρώθηκαν σε περιβάλλον σκληρό, εν μέσω βίαιων αντιδράσεων και διαρκών αμφισβητήσεων.
Το δικαστήριο χρειάστηκε να επιστρατεύσει επαγγελματική επάρκεια, υπομονή και αντοχές για να οργανώσει και να διεξαγάγει μια πραγματικά δίκαιη και αδιαμφισβήτητη ως προς το αποτέλεσμά της δίκη. Και το αποτέλεσμα θα ήταν ασφαλέστερο αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατηρούσε στον ποινικό κώδικα την πρόβλεψη της αφαίρεσης των πολιτικών δικαιωμάτων για κόμματα και ηγεσίες που βαρύνονται με ειδεχθή εγκλήματα.
Μόλις τώρα, πεντέμισι χρόνια μετά την έναρξή της, αποκαλύπτεται το βάρος και η αξία της βασικής πολιτικής επιλογής του 2013.
Κοινώς, η Δημοκρατία αντέδρασε έστω και καθυστερημένα και η Δικαιοσύνη έπραξε το καθήκον της. Συστηματικά και βασανιστικά, όπως αρμόζει στον θεσμό, συγκέντρωσε αδιάψευστα στοιχεία, αποκαλυπτικές μαρτυρίες και ισχυρό αποδεικτικό υλικό, ικανό να βεβαιώσει τους πάντες για την ορθότητα της δικαστικής κρίσης.
Ο διεθνής αντίκτυπος αρκεί για να βεβαιώσει την ακρίβεια των παραπάνω. Η Ελλάδα δείχνει, χωρίς υπερβολή, σε ολόκληρο τον κόσμο την αξία, σε τούτους τους μεταβατικούς καιρούς, των αναλλοίωτων δημοκρατικών αρχών. Και είναι αυτή ίσως η μεγαλύτερη ελληνική νίκη σε αυτή την τόσο ταραγμένη εποχή.
ΤΟ ΒΗΜΑ