Το πρώτο φιλόδοξο σχέδιο του Ερντογάν, να κάνει δηλαδή την Τουρκία 10η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2023, και να εκτοξεύσει το ΑΕΠ της χώρας από 750 δις στα 2,6 τρις δολάρια, φαντάζει πια όνειρο θερινής νυκτός : παρά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας από το 8. 25% στο 10. 25%, η Τουρκική Λίρα συνέχισε την πτωτική πορεία της, φτάνοντας στο ιστορικά χαμηλότερο σημείο της έναντι του Δολαρίου στις 7,88 λίρες στις 7 Οκτωβρίου. Το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει 25% από την αρχή του χρόνου και πάνω από 40% από πέρσι, και το πρόβλημα για την Τουρκική οικονομία είναι ότι αυτή η πτώση θα συνεχιστεί όσο τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας δεν ανεβαίνουν σε επίπεδα άνω τού 18% (το 2018 κατά την προσπάθεια συγκράτησης της ισοτιμίας είχαν φτάσει το 24%).
Ταυτόχρονα, όλοι οι δείκτες της οικονομίας δείχνουν μια καταρρέουσα κατάσταση, όπως το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου, το οποίο έχει τριπλασιαστεί αυτήν την χρονιά, ενώ ο ανεπίσημος πληθωρισμός και η ανεργία τρέχουν πάνω από το 20%.
Στην περίπτωση που όλα πηγαίναν καλά στην οικονομία, όπως είχε προεξοφλήσει ο Ερντογάν, θα προχωρούσε παράλληλα στη δημιουργία τετελεσμένων – πρώτα στην Συρία, μετά στην Λιβύη, και, ανάλογα των αντιδράσεων και των περιστάσεων, θα προχωρούσε αντίστοιχα στην Κύπρο και την Ελλάδα. Η τουρκική ηγεσία είχε σχηματίσει την αντίληψη ότι, αφού η αντίδραση της Ευρώπης ήταν σχετικά περιορισμένη στην απόσχιση της Κριμαίας από την Ρωσία, κάτι τέτοιο θα γινόταν τελικά ανεκτό και σε όλα τα παραπάνω μέτωπα που θα άνοιγε η Τουρκία. Παρά την οικονομική δυσπραγία της, στην Συρία το τόλμησε κι ως ένα σημείο το πέτυχε.
Οι εκτιμήσεις της Τουρκικής ηγεσίας ως προς την χλιαρή αντίδραση των ΗΠΑ και της ΕΕ στις επιθετικές πολιτικές της αποδείχθηκαν σωστές σε μεγάλο βαθμό. Η Ευρώπη έχει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία: 110 δις Ευρώ δανείων προς την Τουρκία προέρχονται από μόνο 3 τράπεζες της Ισπανίας, Ιταλίας και Γαλλίας. Περιέργως, μόνο μια Γερμανική Τράπεζα έχει δανείσει στην Τουρκία το μικρό συγκριτικά ποσόν των 9 δις Ευρώ, από την άλλη όμως οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών ανέρχονται κοντά στα 36 δις Ευρώ ετησίως – δηλαδή, η Γερμανία είναι με απόσταση ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, υπάρχουν κοινές Γερμανο-Τουρκικές επενδύσεις που φτάνουν κοντά στα 100 δις ευρώ, ενώ υπάρχουν 3 εκατομμύρια Τούρκων ψηφοφόρων στην Γερμανία. Αυτά τα στοιχεία επαρκούν για να εξηγήσουν την προσπάθεια της Γερμανικής ηγεσίας να μην προχωρήσει σε κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας.
Ο άξονας της στρατηγικής τού Ερντογάν στηρίζεται στην επίκληση της ειρήνης, αλλά στην πράξη την δημιουργία «εποικοδομητικού» χάους – όπως αποδείχθηκε στη Λιβύη, όπου η Τουρκία επιχείρησε να βάλει σε εφαρμογή το δεύτερο σκέλος της προσχεδιασμένης δημιουργίας τετελεσμένων. Το πρόβλημα όμως που προκύπτει σε τέτοιες στρατηγικές, είναι η εγγενής απρόβλεπτη εξέλιξη του χάους. Τις περισσότερες φορές, οι απρόβλεπτες επιπτώσεις και οι ακούσιες συνέπειες τροφοδοτούν και διατηρούν πολέμους για χρόνια.
Οι εξελίξεις στο μέτωπο τής Λιβύης φωτίζονται από πρόσφατες αναφορές εσωτερικών διχασμών στην κυβέρνηση που εδρεύει στην Τρίπολη και έχουν φέρει στο προσκήνιο τα όρια τής ηγεμονικής περιπέτειας τής Τουρκίας. Αν μη τι άλλο, η ανακοίνωση τού Fayez al-Sarraj ότι είναι έτοιμος να παραιτηθεί από αρχηγός τής κυβέρνησης που εδρεύει στην Τρίπολη, πυροδότησε συζητήσεις σχετικά με την τύχη τής σειράς των ναυτικών συμφωνιών και των συμφωνιών ασφαλείας που υπέγραψαν η Άγκυρα και η Τρίπολη τον Νοέμβριο τού 2019. Σε αναφορές Λίβυων αξιωματούχων τής Τρίπολης στο Associated Press τον Ιούλιο σημειώνεται επίσης ότι, σε αντίθεση με τους επίσημους ισχυρισμούς τής Άγκυρας, η Τρίπολη εκφοβίστηκε σχεδόν να αποδεχθεί την συμφωνία θαλάσσιας οριοθέτησης με αντάλλαγμα την προσφορά ασφάλειας τού Ερντογάν:
«Αρκετοί αξιωματούχοι λένε ότι η πλευρά τους υπέγραψε απρόθυμα τις συμφωνίες με την Τουρκία… πιστεύοντας ότι δεν είχαν άλλη επιλογή». «Ο Σαρατζ χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν σύμμαχο για να αποτρέψει τις διαδοχικές επιθέσεις τού Χαφτάρ στην Τρίπολη». «Hταν μια αδυσώπητη πίεση», δήλωσε άλλος αξιωματούχος στο AP, εξηγώντας ότι η Τρίπολη αντιμετώπισε ανελέητη πίεση από την Άγκυρα. Ο αξιωματούχος πρόσθεσε: «η Τουρκία ήταν η μόνη χώρα που υποσχέθηκε υποστήριξη και συμφωνήσαμε μόνο μετά το κλείσιμο όλων των άλλων θυρών». Πρόσφατη έκθεση τής αιγυπτιακής εφημερίδας Al Ahram καταγγέλλει: «πολλοί στην Τρίπολη πιστεύουν ότι έχουν δοθεί πολλές παραχωρήσεις στην Τουρκία, ενώ η στρατιωτική της υποστήριξη δεν τους έχει εξασφαλίσει τον έλεγχο ολόκληρης τής Λιβύης». Επιπλέον απόδειξη μείωσης τής επιρροής τής Τουρκίας στην Λιβύη είναι ότι την προηγούμενη εβδομάδα οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές τής Λιβύης συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Αίγυπτο με την διαμεσολάβηση τού Πρόεδρου Σίσι, κατεξοχήν αντιπάλου τού Ερντογάν.
Οι εξελίξεις τελικά δεν έτρεξαν όπως υπολόγιζε ο Ερντογάν. Στην Τουρκία, οι οικονομικές επιπτώσεις από τον κορωνοϊό ήταν ολέθριες σε όλα τα επίπεδα, αλλά ακόμα πιο τραγικές για την μέση οικονομική τάξη που πτωχοποιήθηκε, ενώ οι τεράστιοι αριθμοί των κρουσμάτων αποκρύπτονται σταθερά, παρόλες τις καταγγελίες και τις εκκλήσεις τού Τουρκικού Ιατρικού Συλλόγου. Επιπρόσθετα, η σθεναρή αντιμετώπιση από την Ελλάδα τής πρόκλησης στην οποία προχώρησε η Τουρκία ως τρίτο σκέλος τής στρατηγικής της στην περιφέρεια, σε συνδυασμό με την ξεκάθαρη υποστήριξη τής Ελλάδας από την Γαλλία, ανάγκασαν την Τουρκία να αναστείλει τα επιθετικά ως προς την Κύπρο και την Ελλάδα σχέδιά της, τουλάχιστον για την ώρα. Η Ελλάδα εντωμεταξύ, επιτέλους ξεκίνησε τις επενδύσεις στην στρατιωτική αναβάθμισή της.
Ο Ακαρ δηλώνει επανειλημμένα ότι η Κύπρος αποτελεί στρατηγικό στόχο για την Τουρκία, και ότι αφού η Τουρκία άντεξε τις κυρώσεις για 3-4 χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αυτές τις καταστάσεις ξανά. Προφανώς στα πλάνα ήταν (και είναι) και η επίτευξη κάποιου τετελεσμένου σε Ελληνικό νησί, έτσι ώστε η όποια μελλοντική διαπραγμάτευση να βρει την Τουρκία με το πάνω χέρι. Αυτήν την υποψία εξέφρασε έμμεσα και με δραματικό τρόπο και ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης, όταν, στην κορύφωση της πρόσφατης κρίσης, δήλωσε ότι “ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα σημάνει το τέλος του Ελληνισμού στην Κύπρο’‘.
Ο σχεδιασμός για την απεξάρτηση της Τουρκίας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή τα επιθετικά της σχέδια, ξεκίνησε αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος που έγινε το 2016. Ακόμη πιο σαφής δείκτης της λήψης αυτής της απόφασης είναι η θεαματική αύξηση στα αποθέματα χρυσού της Τουρκίας τα τελευταία 3,5 χρόνια: ενώ από 2000 έως τα μέσα του 2016 τα αποθέματα χρυσού στην Τουρκία ήταν κοντά στους 100 τόνους, από το 2016 μέχρι σήμερα εκτοξεύτηκαν κοντά στους 600 τόνους, αξίας περίπου 28 δις δολαρίων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όχι μόνο η αύξηση των αποθεμάτων χρυσού, αλλά και η μεταφορά των αποθεμάτων της από άλλες Κεντρικές Τράπεζες όπως της Αμερικής, της Αγγλίας και της Ελβετίας στην Τουρκία. Αυτό το έπραξε για να μην μπορούν να δεσμευθούν τα αποθέματά της, αν η Τουρκία έρθει σε αντιπαράθεση με ΗΠΑ και ΕΕ, και επιπρόσθετα έτσι ώστε μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως εγγύηση στις εμπορικές της συναλλαγές, σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων εναντίον της. Όμως οι άμεσες απαιτήσεις του εξωτερικού χρέους της Τουρκίας είναι υπερπολλαπλάσιες και ούτε καν αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν από αυτό το απόθεμα.
Το ηθικό πλεονέκτημα του να βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας που επικαλείται χωρίς να πείθει ο Ερντογάν, καθώς και οι αυτοκτονικές υπερεκτιμήσεις του για το πώς μπορεί η Τουρκία μόνη της να καθορίσει περιφερειακές συγκρούσεις, φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με όλους: η Τουρκία δεν είναι ούτε Ρωσία ούτε Κίνα, που αυτή τη στιγμή έχουν το στρατηγικό εύρος ζώνης και μπορούν να προκαλούν αποσταθεροποίηση και πανικό στην παγκόσμια τάξη για μεγάλο διάστημα χωρίς κόστος. Είναι σημαντικό για την περιφερειακή ηρεμία να γίνει αυτό αντιληπτό το συντομότερο δυνατόν από τους τούρκους κυβερνώντες.
Οι καιροί είναι δύσκολοι και οι συμμαχίες που επιχειρούνται στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής μπορεί να αποδειχθούν ευκαιριακές και μη διατηρήσιμες. Τα συμφέροντα είναι αλληλοσυγκρουόμενα και μοιραία θα οδηγήσουν σε αναθεωρήσεις σύντομα. Για παράδειγμα, η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία έχουν συγκροτήσει μια συμμαχία που στην ουσία αντιπαλεύεται τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ στην Μέση Ανατολή. Όμως, η Ρωσία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Τουρκία σε Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η ειρωνεία είναι ότι το ισλαμικό Ιράν υποστηρίζει την χριστιανική Αρμενία στην αντιπαράθεση της τελευταίας με το ισλαμικό Αζερμπαιτζαν. Το τελευταίο το υποστηρίζει η Τουρκία αλλά και η Ορθόδοξη Ουκρανία. Την Ουκρανία την στηρίζει και πάλι η Τουρκία έναντι της Ρωσίας στην απόσχιση της Κριμαίας, καθώς υπάρχουν εκεί Τάταροι (τουρκικό φύλο). Επίσης, η Αίγυπτος κι άλλες αραβικές χώρες στηρίζουν την χριστιανική Αρμενία εναντίον τού Αζερμπαϊτζάν.
Η Ελλάδα πρέπει να αφήσει πίσω της το «σύνδρομο του Ναυαρίνου» και να σταματήσει να προσμένει πάντα από τρίτες δυνάμεις να την σώσουν. Προφανώς και οι συμμαχίες είναι απαραίτητες κι ευπρόσδεκτες, αλλά πρώτα και κύρια πρέπει η Ελλάδα να αναπτύξει μια δυναμική αποτρεπτική ισχύ και να στηρίζεται σε μια δική της μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Ο Γιώργος Κοφινάκος είναι Διευθύνων Σύμβουλος της StromHarbour London και Επισκέπτης Καθηγητής Rutgers University USA