«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του να χρησιμοποιεί κανείς ως επιχείρημα την περίπτωση μιας μικρής χώρας, είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει εκεί», γράφει καυστικά ο Economist, ενώ συνεχίζει: «Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που η Σουηδία, με πληθυσμό 10,3 εκατομμυρίων έχει καταστεί το πιο συχνό παράδειγμα στο debate της σωστής διαχείρισης του κορωνοϊού.
Οι Σουηδοί, που αγαπούν πολύ την ελευθερία τους, υποτίθεται ότι ακολουθούν μια στρατηγική χωρίς μάσκες και με ήπια περιοριστικά μέτρα, που θα επιτύχει την ανοσία της αγέλης χωρίς να καταστρέψει την οικονομία. Η επιτυχία της χώρας, λένε οι υποστηρικτές της, είναι η καλύτερη απάντηση στους αριστερούς που επιμένουν να λένε στους ανθρώπους τι να κάνουν και είναι πρόθυμοι να κλείσουν τα πάντα.
Ο ρόλος της κοινωνικής συνοχής
Η Σουηδία πράγματι έχει πράγματα να μας μάθει. Όμως αυτά σχετίζονται λιγότερο με την ελευθερία και περισσότερο με τη χρήση ανισταθμιστικών μέτρων που παράγουν μακροχρόνια κοινωνική συνοχή. Η χώρα αποτελεί παράξενο πρότυπο για τους λάτρεις των μικρών κυβερνήσεων. Την τελευταία φορά που διεκδίκησε με πάθος τον ατομικισμό, η κοινωνική πολιτική βρισκόταν στα χέρια ανδρών που πήγαιναν για δουλειά με… βάρκες. Πλέον, η Σουηδία είναι ένας φάρος προοδευτικότητας, έβδομη στην κατάταξη του ΟΟΣΑ για τις κοινωνικές δαπάνες. Προηγείται ακόμη και της Γερμανίας.
Η αποτυχία της πρώτης φάσης
Οι υποστηρικτές της Σουηδίας έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν ότι στην πρώτη φάση της ασθένειας, η κυβέρνηση ακολούθησε μια εξαιρετικά ήπια προσέγγιση. Αν και απαγόρευσε τις μεγάλες συναθροίσεις και εξέδωσε πολλές υγειονομικές συμβουλές, απέρριψε το εθνικό lockdown. Όμως η προσέγγισή της δεν αποδείχθηκε ιδιαιτέρως επιτυχημένη. Η Σουηδία είδε τη θνητότητα να ανεβαίνει περίπου στους 60 νεκρούς ανά 100.000 κατοίκους, δέκα φορές υψηλότερη από εκείνη της Φινλανδίας ή της Νορβηγίας, οι οποίες προχώρησαν σε lockdown. Η ελευθερία της Σουηδίας δεν έσωσε ούτε την οικονομία, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους θανάτους αφορούσαν τους γηραιότερους που δεν ανήκαν πλέον στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Η οικονομική παραγωγή για το δεύτερο τρίμηνο και μόνο σημείωσε συρρίκνωση της τάξης του 8,3% – επίσης χειρότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Ο υψηλός αριθμός κρουσμάτων είναι κακός και για την οικονομία.
Απέφυγε όντως το δεύτερο κύμα;
Μια ανταπάντηση θα μπορούσε να είναι ότι σε αντίθεση με την Βρετανία, τη Γαλλία και την Ισπανία, η Σουηδία δεν βίωσε δεύτερο πανδημικό κύμα. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι τα κρούσματα στην κομητεία της Στοκχόλμης τετραπλασιάστηκαν τον Σεπτέμβριο (με απόλυτους όρους, παραμένουν χαμηλά), η νέα στρατηγική της Σουηδίας για τη δεύτερη φάση συγκλίνει με εκείνη της Γερμανίας. Σε αντίθεση με ορισμένους ισχυρισμούς, δεν στοχεύει στην ανοσία της αγέλης – η Σουηδία εξακολουθεί να έχει μεγάλο πληθυσμό που είναι ευάλωτος στον ιό. Αντ’ αυτού, περιλαμβάνει ραγδαίο, εκτεταμένο πρόγραμμα τεστ και ιχνηλάτησης, προκειμένου οι εξάρσεις να εντοπίζονται και να τίθενται υπό έλεγχο όσο το δυνατόν πιο άμεσα. Αυτό συνοδεύεται από ξεκάθαρα, συνεπή μηνύματα που είναι βιώσιμα γιατί επιτρέπουν στους ανθρώπους κάποια αυτονομία. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία κάθε επιτυχημένης στρατηγικής για τον κοροναϊό οπουδήποτε στον κόσμο.
Αντισταθμίσματα με βαρύτητα
Το μάθημα της νέας σουηδικής πολιτικής δεν είναι η κλίση του στον ελευθερισμό, αλλά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ζυγίζει τα αντισταθμίσματα για κάθε περιορισμό. Για παράδειγμα, αν κάποιος βγει θετικός, όλο το νοικοκυριό του πρέπει να τεθεί σε καραντίνα. Όμως τα παιδιά σχολικής ηλικίας εξαιρούνται, γιατί κατά τη γνώμη της κυβέρνησης τα οφέλη της απομόνωσής τους είναι μικρότερα από τα μακροχρόνια πλήγματα στην εκπαίδευσή τους. Αντιστοίχως, η καραντίνα κρατά από πέντε έως επτά ημέρες, σε σύγκριση με τις δύο εβδομάδες που επιβάλλονται σε άλλα μέρη του κόσμου. Ο κίνδυνος εξάπλωσης κοροναϊού τη δεύτερη εβδομάδα είναι μικρός και μειώνεται διαρκώς, ενώ οι επιπτώσεις της απομόνωσης στην ψυχική υγεία αυξάνονται όσο περνούν οι μέρες.
Η Σουηδία είναι μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, και οι άνθρωποι ακολουθούν τους κανόνες. Παρόλα αυτά, η προσέγγισή της στηρίζεται στην αντίληψη ότι, από τη στιγμή που ο κοροναϊός έχει έρθει για να μείνει, όσο περισσότερα ζητά μια κυβέρνηση από τους πολίτες, τόσο λιγότερο εκείνοι συμμορφώνονται – επομένως, τόσο περισσότερο μεταδίδουν την ασθένεια. Οι κοινωνίες με χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης ίσως έχουν ανάγκη από μια διαφορετική ισορροπία μεταξύ εξαναγκασμού και εσωτερίκευσης των κανόνων, όμως και εκείνες έχουν ανάγκη από βιώσιμα μέτρα.
Και σε ό,τι αφορά τις μάσκες; Οι υποστηρικτές της Σουηδίας χρησιμοποιούν τα πλήθη που κυκλοφορούν χωρίς μάσκα στη Στοκχόλμη ως απόδειξη ελευθερίας. Οι ειδικοί της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία υπέρ των μασκών είναι αδύναμα και ότι τα άλλα μέτρα που έχουν επιβληθεί λειτουργούν αποτελεσματικά. Ως προς αυτό, η Σουηδία πράγματι διαφέρει από τους υπόλοιπους. Αν η νόσος «φουντώσει» ξανά και εκεί, το πιθανότερο είναι αυτό να αλλάξει. Ούτως ή άλλως, η πολιτική της χώρας στηρίζεται σε στοιχεία και πραγματισμό, όχι σε έναν τυφλό κώδικα αξιών».