Συνήθως οι υπέρμαχοι της αδιάλλακτης, αγέρωχης στάσης απέναντι στην Τουρκία επικαλούνται τον Θουκυδίδη και τον Ελ. Βενιζέλο. Τους επικαλούνται όμως για να τους παρερμηνεύσουν. Γιατί και οι δύο σε διαφορετικό χρόνο και από διαφορετικές οπτικές γωνίες διδάσκουν είτε με τα γραπτά τους είτε με την πράξη τους τη σημασία του ρεαλισμού, την ανάγκη να αναγνωρίζεις την πραγματικότητα, την επιταγή να βλέπεις αυτό που έρχεται προκειμένου να διαμορφώσεις την εξωτερική σου πολιτική, την εξωτερική σου συμπεριφορά γενικότερα. Με στόχο να προστατεύσεις την ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας.
Ο Θουκυδίδης έδειξε πώς οι μεταβαλλόμενες σχέσεις ισχύος, όταν δηλαδή μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί τη θέση μιας κυριαρχούσας δύναμης, μπορεί να καταλήξουν σε σύγκρουση. Η περίφημη «Θουκυδίδεια παγίδευση» (Thucidides trap – βλέπε και το έξοχο βιβλίο του G. Allison, Destined to War, Can America and China escape Thucidides Trap?). Αλλά κυρίως επικαλούνται το περίφημο απόσπασμα από τον διάλογο Αθηναίων – Μηλίων (416 π.Χ.) όταν οι Αθηναίοι απευθυνόμενοι στους αδύνατους Μηλίους τους λένε: «Απαίτησή μας είναι να επιτύχουμε όσα θεωρούμε δυνατά από εκείνα που έχουμε πράγματι στο μυαλό και οι δύο μας, αφού γνωρίζουμε καλά κι εσείς κι εμείς ότι σύμφωνα με την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν και τα δύο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή του και όταν αυτό δεν συμβαίνει οι ισχυροί επιτυγχάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους, ενώ οι ανίσχυροι ενδίδουν αποδεχόμενοι τη μοίρα τους».
Ο Θουκυδίδης καταγράφει βέβαια εδώ τον αμοραλισμό και την αλαζονεία μιας υπερδύναμης απέναντι σε μια μικρή ανίσχυρη χώρα που δεν έχει συμμάχους (αν και μερικές φορές η αλαζονεία μιας μικρής η ακόμη πολύ μικρής χώρας που νομίζει ότι είναι μεγαλύτερη από το μέγεθός της είναι επίσης επικίνδυνη). Καταγράφει και μια διδαχή από τη διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων χωρίς κανόνες. Αλλά η σύγχρονη Ελλάδα, χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και του ΝΑΤΟ, και συμμάχους έχει και αποτρεπτική δύναμη. Δεν είναι στην τραγική θέση των… Μηλίων του 416 π.Χ.
Ο Ελ. Βενιζέλος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είδε την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής με την αναδυόμενη Τουρκία και κυρίως την προτεραιότητα επίλυσης των προβλημάτων και δημιουργίας φιλικής σχέσης με τη χώρα αυτή συνειδητοποιώντας ότι «είμαστε αιχμάλωτοι της γεωγραφίας» στην περιοχή που ζούμε. Και διαπραγματεύτηκε αριστοτεχνικά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) που έθαψε μεν το όνειρό του για «την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και δύο ηπείρων» (Συνθήκη των Σεβρών), αλλά δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα. Και προώθησε και την ελληνοτουρκική φιλία φθάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να υπογραφεί Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ των δύο χωρών (1930) και να προτείνει τον Ατατούρκ για το βραβείο Νομπέλ ειρήνης! Αυτό σημαίνει μεγαλοσύνη. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν θεματικά με αποτέλεσμα το 1933 να υπογραφεί «Σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννόησης» μεταξύ των δύο χωρών με το οποίο, μεταξύ άλλων, Ελλάδα και Τουρκία αναλάμβαναν «να διασφαλίζουν την κοινήν αυτήν αντιπροσώπευσιν» σε διεθνείς συνδιασκέψεις! Αδιανόητο από τη σημερινή οπτική.
Ο Αρνολντ Τόιμπι (στο Study of History) ως συνέχεια του Δαρβίνου λέει κάπου ότι τα έθνη που επιβιώνουν δεν είναι τα εξυπνότερα ούτε τα ισχυρότερα, αλλά αυτά που έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται στις νέες πραγματικότητες, στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον τους. Στη μεταπολεμική Ελλάδα τρεις πολιτικοί ακολούθησαν το παράδειγμα του Ελ. Βενιζέλου: Κ. Καραμανλής, Κ. Μητσοτάκης, Κ. Σημίτης. Είχαν την ικανότητα να βλέπουν και μπροστά, να διαβάζουν σωστά και την πραγματικότητα.
Οι υπέρμαχοι όμως της αδιαλλαξίας τείνουν να βλέπουν τη ρεαλιστική προσέγγιση ως… ενδοτισμό ή κάτι παρεμφερές. Επικαλούνται κατά κόρον το τραγικό ιστορικό προηγούμενο της συμφωνίας του Μονάχου και τον Τσάμπερλεϊν (1938) σε μια μάλλον ανιστόρητη ανάγνωση εκτός χώρου και χρόνου. Η αποκατάσταση σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με έναν αντίπαλό σου (με την προϋπόθεση ότι και ο αντίπαλός σου επιθυμεί κάτι τέτοιο) δεν έχει καμία αναλογία με… Μόναχο, κ.λπ. Με αυτή την προσέγγιση του ρεαλισμού διαμορφώθηκε ο σύγχρονος κόσμος.
Η Γαλλία (Ρ. Σουμάν, Ζ. Μονέ, κ.ά.), παρά τα δεινά που υπέστη, τους ποταμούς αίματος, τους νεκρούς, έτεινε μόλις λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1950, «κλάδον ελαίας» στη Γερμανία. Και έτσι άνοιξε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και οικοδομήθηκε η σύγχρονη δημοκρατική Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Η Ενωση αποτελεί ένα σύνολο έντιμων συμβιβασμών από όλες τις πλευρές για να κλείσουν τα επώδυνα κεφάλαια της Ιστορίας. Εάν είχε επικρατήσει η λογική «εγώ έχω δίκιο, εσύ άδικο και δεν μιλάμε μεταξύ μας» ακόμη η μισή Ευρώπη θα έσφαζε την άλλη μισή.
Η περίφημη Ostpolitic του Β. Μπραντ επίσης στη δεκαετία του 1970 είναι ένα άλλο παράδειγμα αναγνώρισης μιας πραγματικότητας, όπως και η επίσκεψη Νίξον στο Πεκίνο το 1972 που αποκατέστησε τις σινοαμερικανικές σχέσεις. Βεβαίως «χρειάζονται δύο για το τανγκό». Αλλά, όπως έλεγε και ο Τσόρτσιλ, «keep trying…», το αδύνατο απαιτεί λίγο περισσότερο χρόνο και προσπάθεια.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ.