Τα Βαρώσια της Αμμοχώστου αποτελούσαν ίσως το ομορφότερο τουριστικό θέρετρο όχι μόνον της Κύπρου αλλά και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε που το αποκαλούσαν «Γαλλική Ριβιέρα της Κύπρου».
Παρουσίαζε αλματώδη τουριστική, εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη, τα ξενοδοχεία της ήταν πολυτελέστατα, οι παραλίες χρυσές από άμμο, τα πορτοκάλια της, (αυτή η ποικιλία «Βαλέντσια») διάσημα σ΄ όλη την Μεσόγειο, τα σταφύλια της εξαιρετικά, το αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας ίσως από τα καλύτερα σωζόμενα της αρχαιοελληνικής περιόδου, η νυχτερινή ζωή της ξακουστή, οι βιομηχανίες της από τις πλέον αναπτυγμένες στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά το ρολόι σταμάτησε μια ζεστή ημέρα του Αυγούστου του 1974.
Στη διάρκεια της δεύτερη εισβολής του Αττίλα, όταν τα τουρκικά «Φάντομ» έριχναν τις βόμβες ναπάλμ πάνω στα ξενοδοχεία, πάνω από τη πόλη. Από τότε παραμένει στην τουρκοκρατούμενη περιοχή, μη κατοικήσιμη, ως πόλη – φάντασμα.
Όταν η Τουρκία έστειλε στρατεύματα στη βόρεια Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού των Βαρωσίων έφυγε και η πόλη έρημη, τέθηκε υπό τουρκική κυριαρχία.
Η δεύτερη εισβολή
Σαράντα έξι χρόνια μετά τα Βαρώσια ξαναζούν την εισβολή, την μπότα του Αττίλα, αυτή τη φορά υπό τη μορφή μπουλντόζας και εκσκαφικών μηχανημάτων που εισέβαλαν από το πρωί της Τετάρτης στο παραλιακό μέτωπο, στο τουριστικό δηλαδή φιλέτο της πόλης, προκειμένου η απροσπέλαστη έως σήμερα περίκλειστη περιοχή, να γίνει προσβάσιμη στους κατακτητές, παρά τις εκκλήσεις της Διεθνούς Κοινότητας.
Την Πέμπτη μάλιστα θα ανοίξει και για τους πολίτες η παραλιακή γραμμή της πόλης – φάντασμα. Πρόκειται για εισβολή, τι κι αν δεν χρησιμοποίησαν αυτή τη φορά όπλα παρά μόνον μπουλντόζες. Θέλουν να ανοίξουν τα Βαρώσια Αμμοχώστου για να εκμεταλλευτούν τουριστικά μια πόλη και μια θάλασσα που δεν τους ανήκει.
Το άνοιγμα της πόλης το έταξε στους ψηφοφόρους του ο ψευδοπρωθυπουργός του κατοχικού καθεστώτος, Ερσίν Τατάρ, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσει στις «εκλογές» τον αντίπαλό του, σημερινό ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί. Για να ανοίξει αυτή η παραλιακή ζώνη μπροστά από την πόλη φάντασμα μήκους 1,5 χιλιομέτρου, η οποία παρέμεινε απροσπέλαστη για 46 χρόνια, χρειάστηκε η παρέμβαση του ίδιου Ερντογάν, ο οποίος με την κίνησή του αυτή τίναξε στο αέρα όλες τις προσπάθειες που υπήρξαν έως τώρα για αποκλιμάκωση της έντασης.
Την ώρα που έδινε εντολή να αποχωρήσει το «Γιαβούζ» από την κυπριακή ΑΟΖ, δήθεν ως κίνηση καλής θέλησης, άφηνε το έτερο σεισμογραφικό το Μπαρμπαρός να συνεχίζει τις έρευνες στα κυπριακά παράλια και ετοίμαζε τα σχέδια μαζί τον «εκλεκτό» του στα κατεχόμενα για τον μερικό εποικισμό της Αμμοχώστου.
Ο Ερντογάν αγνοώντας επιδεικτικά τις συστάσεις της ΕΕ, των Αμερικανών, των Βρετανών αλλά και των Ηνωμένων Εθνών προχώρησε στην πειρατική πολιτική του υφαρπάζοντας ανυπεράσπιστες περιοχές που ανήκαν σε Ελληνοκύπριους στην επαρχία Αμμοχώστου. Ετσι ναρκοθέτησε και τις διαδικασίες έναρξης των ενδοκυπριακών συνομιλιών, προκάλεσε την αντίδραση του ανθυποψηφίου του Τατάρ ηγέτη των Τουρκοκυπρίων και φαβορί των «εκλογών» της προσεχούς Κυριακής (τουλάχιστον του πρώτου γύρου) Μουσταφά Ακιντζί. Προκάλεσε επίσης την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στα κατεχόμενα.
Μια ετοιμόρροπη πόλη – φάντασμα
Αλλά ο Ερντογάν προκειμένου να δικαιολογηθεί κάνει το άσπρο – μαύρο. Δήλωσε ψευδώς ότι στο παραλιακό μέτωπο που θα ανοίξει δεν υπάρχουν ιδιωτικές περιουσίες Ελληνοκυπρίων αλλά είναι έδαφος που ανήκει την «τουρκική δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και συνεπώς οι όποιες αντιδράσεις της Λευκωσίας είναι… μάταιες.
Να σημειωθεί ότι στις διάφορες διακοινοτικές συνομιλίες τα Βαρώσια αποτέλεσαν θέμα προτεραιότητας επίλυσής του και απόδοσης στους Ελληνοκυπρίους κατοίκους της που έχουν καταφύγει από τότε και διαμένουν σε άλλες πόλεις, όπως σε Λάρνακα και Λεμεσό. Τώρα με αυτά που έγιναν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες έχουν για καλά τορπιλιστεί.
Οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την πόλη ως διαπραγματευτικό στοιχείο μετά τον πόλεμο. Έτσι έχτισαν έναν σιδερένιο φράχτη γύρω από αυτή, με συρματοπλέγματα κατά μήκος της παραλίας και Τούρκους στρατιώτες να τη φυλάνε, κρατώντας τους επισκέπτες μακριά. Από τότε μέχρι σήμερα είναι μια ετοιμόρροπη πόλη-φάντασμα χωρίς κατοίκους.