Καμιά ιστορική περίοδος δεν αναλύθηκε σε πλάτος και βάθος όσο η χιτλερική εποχή. Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν πλήθος βιβλία που καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα. Αναρωτιέται κανείς αν έχει μείνει έστω και μια πτυχή χωρίς να έχει περιγραφεί και σχολιαστεί. Φαίνεται ωστόσο πως υπάρχουν ακόμη ζητήματα που δεν έχουν θιγεί. Ενα από αυτά είναι η στάση των διεθνών ΜΜΕ, το οποίο ή ελάχιστα μας απασχολεί ή δεν μας απασχολεί καθόλου. Ο γάλλος δημοσιογράφος Ντανιέλ Σνεντερμάν αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα και να μας προσφέρει το ογκώδες βιβλίο του Βερολίνο, 1933, όπου παραθέτει πλήθος παραδείγματα από τον διεθνή Τύπο της εποχής.
«Μιντιακή τύφλωση»
Από το βιβλίο προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί η πλειονότητα των 200 και πλέον ξένων δημοσιογράφων που ήταν διαπιστευμένοι στη χιτλερική Γερμανία ως ανταποκριτές μεγάλων εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των «New York Times», δεν προειδοποίησε για τους τρομερούς κινδύνους που συνεπαγόταν το ναζιστικό καθεστώς; Πού οφειλόταν αυτή η «μιντιακή τύφλωση»; Το ερώτημα ακούγεται πρωθύστερο. Η τύφλωση τότε ήταν γενική – κι όχι μόνο των δημοσιογράφων. Πρώτα απ’ όλα του γερμανικού λαού. Επειτα όλων των θεσμών (της Εκκλησίας μη εξαιρουμένης). Και τέλος του διεθνούς παράγοντα που είχε καταληφθεί εξαπίνης. Οι πάντες είχαν μείνει κατάπληκτοι από το ότι μέσα σε έξι μήνες ο Χίτλερ κατάφερε να ναζιστικοποιήσει τη Γερμανία και να πείσει τον λαό να παραιτηθεί από τα δημοκρατικά του δικαιώματα. Από τον Φεβρουάριο του 1933 ως το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς οι άνεργοι στη χώρα είχαν μειωθεί από τα 6.000.000 στα 4.000.000. Και το φθινόπωρο του 1938 δεν υπήρχε ούτε ένας Γερμανός σχεδόν χωρίς δουλειά. Ο γενικός πληθυσμός αδιαφορούσε για τις βαρβαρότητες, τις διώξεις (εναντίον των Εβραίων κατά μείζονα λόγο) και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αλήθεια και η απέλαση
Και οι ξένοι δημοσιογράφοι; Δεν ήταν κραυγαλέα παράβαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας να κάνουν πως δεν βλέπουν τι συνέβαινε ή να το ερμηνεύουν σύμφωνα με τις εντολές του Γκέμπελς και της ναζιστικής προπαγάνδας, ενός θηριώδους συστήματος ελέγχου των συνειδήσεων και πλύσης εγκεφάλου; Ο Σνεντερμάν παραθέτοντας τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το εξηγεί – χωρίς βεβαίως να το δικαιολογεί. Υπήρχαν εκείνοι που γοητεύτηκαν από το ναζιστικό πείραμα. Υπήρχαν και οι οπορτουνιστές που είχαν και οικονομικά οφέλη, αν όχι οι ίδιοι, οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων τους. Ο Γκέμπελς βεβαιωμένα ενίσχυε οικονομικά κάποιες από αυτές. Τους ελάχιστους που τόλμησαν να γράψουν τα πραγματικά γεγονότα οι ναζιστές τούς απέλασαν. Οι επιφανέστεροι ήταν η Ντόροθι Τόμσον, συγγραφέας του βιβλίου I saw Hitler (Είδα τον Χίτλερ), που απελάθηκε το 1934, και ο Εντγκαρ Ανσελ Μόουρερ, ανταποκριτής της εφημερίδας «Chicago Daily News», που απελάθηκε το 1933.
Κατά τον Σνεντερμάν η τύφλωση των διεθνών ΜΜΕ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φόβο του μπολσεβικισμού. Αυτό είναι σωστό, όχι όμως και αρκετό. Οπως έγραφε ο Τζορτζ Οργουελ, εκείνη την εποχή η Ευρώπη (πλην της Γαλλίας) βρισκόταν στα χέρια δικτατόρων και η μόνη χώρα που «είχε στυλώσει τα πόδια εναντίον τους» ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Αλλά κι αυτό ακόμη ισχύει εν μέρει. Μια από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία βρετανικές εφημερίδες για παράδειγμα, η «Daily Mail», με ημερήσια κυκλοφορία 4.000.000 φύλλα, ανήκε στους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του ναζιστικού καθεστώτος. Η «τύφλωση» ήταν γενική – και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Είναι χαρακτηριστική η άποψη της «Humanité», οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, που έγραφε πως «ο Χίτλερ είναι μαριονέτα των καπιταλιστών με τα πούρα». Αλλά μπορεί οι «καπιταλιστές με τα πούρα» και το πρωσικό κατεστημένο στη Γερμανία να πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν τον Χίτλερ ως δική τους μαριονέτα, συνέβη όμως το αντίθετο.
Κατευθυνόμενη δημοσιογραφία
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του ο Σνεντερμάν αναφέρεται στις διώξεις των Γερμανοεβραίων και στην απάθεια με την οποία τις αντιμετώπισε η πλειονότητα των ξένων ανταποκριτών. Ομως, όπως πολύ σωστά γράφει, αρκετές ανταποκρίσεις τους ή αλλοιώθηκαν ή λογοκρίθηκαν από τις εφημερίδες τους. Κι αυτό αρκεί για να σχηματίσει κανείς, έστω κι εν μέρει, την εικόνα του τερατώδους προπαγανδιστικού μηχανισμού που δημιούργησε ο Γκέμπελς. Ξένοι ανταποκριτές που επισκέπτονταν τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, λόγου χάρη, τα περιέγραφαν σαν να μην είχαν καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Οσο για τον γενικό πληθυσμό, ασφαλώς και γνώριζε και στην πλειονότητά του ή αδιαφορούσε ή επικροτούσε.
Η κατευθυνόμενη δημοσιογραφία κι αυτά που εμείς σήμερα αποκαλούμε fake news ήταν βασικά γνωρίσματα του ναζιστικού καθεστώτος κι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους του Χίτλερ. Κι όσο για τον αντισημιτισμό των χιτλερικών, θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι δεν τον επέβαλαν μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε όλη σχεδόν τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη, εφαρμόζοντας όσα είχε πει σ’ έναν εμπρηστικό λόγο του ο ιδρυτής του προτεσταντισμού Μαρτίνος Λούθηρος (χωρίς να υπάρχει, οπωσδήποτε, ευθεία καταγωγική ιδεολογική γραμμή που να τον συνδέει με τους Ναζί): ότι οι Εβραίοι θα πρέπει να διωχθούν από τη Γερμανία, ότι θα πρέπει να τους αφαιρεθούν όλα τους τα χρήματα, τα κοσμήματα, το ασήμι και ο χρυσός, ότι οι συναγωγές και τα σχολεία τους πρέπει να καούν, τα σπίτια τους να γκρεμιστούν κι εκείνοι να συγκεντρωθούν κάτω από υπόστεγα ή σε στάβλους σαν Τσιγγάνοι, σε καθεστώς αθλιότητας κι αιχμαλωσίας.
Ο Σνεντερμάν μέσω των στοιχείων που παραθέτει αποκαλύπτει το καθεστώς συνενοχής που επικρατούσε τότε. Αντλεί παραδείγματα, κι επιπλέον συγκρίνει εκείνη την εποχή με την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Συμφωνεί ή διαφωνεί, εν όλω ή εν μέρει, κανείς μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί να μην προβληματιστεί. Ο Σνεντερμάν βέβαια ως δημοσιογράφος ζει στο παρόν αλλά από το παρελθόν αντλεί τα όσα τού χρειάζονται για να κατανοήσει το παρόν. Κι αυτό, σαν προειδοποίηση, μας μεταφέρει. Για τους νεότερους αναγνώστες θα πρότεινα συμπληρωματικά να διαβάσουν και το αποκαλυπτικό Ημερολόγιο του Βερολίνου (1934-1941) του Γουίλιαμ Σίρερ, του σημαντικότερου δημοσιογράφου (ανταποκριτή του CBS) που έζησε το Γ’ Ράιχ από πρώτο χέρι.
Daniel Schneidermann
Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ
Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας
Εκδόσεις Πόλις, 2020, σελ. 448, τιμή 22 ευρώ