Πριν ακόμη ξεκινήσουν οι περιώνυμες διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία, των οποίων το αποτέλεσμα είναι άδηλον, παρά το γεγονός ότι αυτός θα είναι ο 61ος(!) γύρος των σχετικών διαπραγματεύσεων, άρχισε και πάλι το γνωστό τροπάριο των επίσης γνωστών εθνικολαϊκιστών για προδοτικό συμβιβασμό που έχουν επιβάλει Αμερικανοί, Ευρωπαϊκή Ενωση και ΝΑΤΟ («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», αν θυμάσθε) με στόχο τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων. Και ενώ έχει ξεκαθαριστεί ότι, στη φάση αυτή τουλάχιστον, η προσπάθεια είναι να επιτευχθεί συμφωνία για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και αν δεν υπάρξει συμφωνία, που είναι και το πιθανότερο, να γίνει κοινή προσφυγή στη Χάγη με το απαιτούμενο συνυποσχετικό, που θα καθορίζει και το αντικείμενο της διαφωνίας. Και το καίριο ερώτημα είναι, αν φθάσουμε κάποτε εκεί, αν θα είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την όποια απόφαση.
Διότι βεβαίως δεν μπορούμε να επικαλούμαστε συνεχώς και αορίστως την ανάγκη τήρησης του Διεθνούς Δικαίου και να μην είμαστε διατεθειμένοι να το εφαρμόσουμε στην πράξη αν, όπως υποστηρίζουν οι γνωρίζοντες το πώς λειτουργεί το Διεθνές Δικαστήριο (που πάντοτε επιχειρεί να διατηρήσει, για πολιτικούς λόγους, ισορροπίες μεταξύ των διαδίκων), εκδώσει απόφαση η οποία ενδεχομένως δεν θα ικανοποιεί πλήρως τις δικές μας θέσεις. Αλλά το ερώτημα αυτό καλύπτει και το σύνολο των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων και του Κυπριακού, όπου εδώ και πάνω από 40 χρόνια, παρά τις αλλεπάλληλες συνεννοήσεις και επιμέρους συμφωνίες, δεν έχει προχωρήσει καμία διευθέτηση. Προφανές είναι ότι, πέρα από τις γνωστές τουρκικές διεκδικήσεις, στη δημιουργία αυτής της κατάστασης έχει συμβάλει αρνητικά ένας υπέρμετρος εθνικολαϊκισμός, με αποτέλεσμα η εκάστοτε κυβέρνηση να διστάζει να προχωρήσει στους αναγκαίους συμβιβασμούς, προκειμένου να μην πληρώσει το αναπόφευκτο πολιτικό κόστος.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί βεβαίως να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο «αντίδικός» μας κάθε άλλο παρά σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ενεργεί, έχοντας αναγάγει σε νέο δόγμα τον νεοοθωμανισμό, πράγμα που πέραν όλων των άλλων επιδιώξεων για ανατροπή των γνωστών θεμελιακών συμφωνιών του παρελθόντος (Λωζάννη κ.λπ.) σημαίνει επιβολή απόψεων μέσω επίδειξης στρατιωτικής υπεροχής και ισχύος. Διότι μπορεί η Τουρκία να υποστηρίζει ότι έχει αναμφισβήτητα δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω των εκτεταμένων ακτών της στην περιοχή, αλλά ο τρόπος που διεκδικεί τα δικαιώματα αυτά είναι εντελώς απαράδεκτος. Η πολιτική ενός προκλητικού τσαμπουκά είναι εύλογο ότι οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς και αυτό είναι επιτακτικά αναγκαίο να σταματήσει.