Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2015 η Ρωσία είχε προαναγγείλει την πρώτη στρατιωτική επιχείρηση επί συριακού εδάφος. Ο στόχος, σύμφωνα με τα τότε λεγόμενα του προέδρου Πούτιν, ήταν η καταπολέμηση της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος.
Ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη σε ένταση και διάρκεια στρατιωτική επιχείρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στο εξωτερικό από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη στήριξη του συριακού στρατού με εναέριες δυνάμεις. Χερσαίες δυνάμεις επιστρατεύτηκαν αργότερα και μάλιστα σε μικρό βαθμό, καταρχάς με τη μορφή των ειδικών δυνάμεων και αργότερα της στρατονομίας. Κατά καιρούς υπήρξαν αναφορές και για τη χρήση παραστρατιωτικών δομών.
Ήττα του ISIS και διαφύλαξη της εξουσίας του Άσαντ
Ο Γκριγκόρι Λουκιάνοφ, ειδικός στο Russian International Affairs Council (RIAC) και καθηγητής στην Ανώτατη Οικονομική Σχολή της Μόσχας, πιστεύει ότι στόχος της επιχείρησης ήταν όντως η μάχη κατά της τρομοκρατίας, έτσι όπως το είχε διατυπώσει και ο Πούτιν. «Πρόκειται για μια νίκη σε βάρος του ISIS», όπως εκτιμά. Ο ειδικός παρομοιάζει τη ρωσική βοήθεια για τη Συρία με την αμερικανική εμπλοκή στο Ιράκ, η οποία «σταμάτησε ένα πρότζεκτ που αμφισβητούσε όλα τα σύνορα της ευρύτερης περιοχής». Σύμφωνα με τον Λουκιάνοφ, χωρίς τη ρωσική επέμβαση δεν θα υπήρχε το συριακό κράτος στη σημερινή του μορφή ενώ και ο πρόεδρος Άσαντ θα αποτελούσε παρελθόν. Η έκκληση βοήθειας από τον Άσαντ είχε προηγηθεί βέβαια της ρωσικής απόφασης. Αυτό που δεν κατάφερε όμως η Μόσχα ήταν να τερματίσει άμεσα τον πόλεμο, λέει ο ειδικός.
Ο Μάρκους Κάιμ, ειδικός από το Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής του Βερολίνου, πιστεύει επίσης ότι η Ρωσία πέτυχε τους στόχους της στη Συρία. Ο ίδιος διακρίνει ωστόσο, εν μέρει, και άλλους στόχους. «Ο πρώτος στόχος ήταν η επιστροφή στην Εγγύς Ανατολή. Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης η Ρωσία είχε εγκαταλείψει τον ρόλο της στην περιοχή ως »διαμορφώτριας δύναμης» και τώρα επιστρέφει. Το διαπιστώνουμε όχι μόνο στη Συρία αλλά και στη Λιβύη. Τίποτε δεν κινείται πλέον χωρίς τη Ρωσία». Δεύτερος στόχος, σύμφωνα με τον ειδικό, ήταν «η αποτροπή της παράνομης όπως εκλήφθηκε, επανάστασης σε όμορη χώρα», της προσπάθειας δηλαδή της αντιπολίτευσης να προκαλέσει την πτώση του Άσαντ. Το φθινόπωρο του 2015 πολλοί ανέμεναν ότι το καθεστώς θα κατέρρεε εντός ολίγων εβδομάδων, θυμάται σήμερα ο ειδικός. «Ο τρίτος στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι η Ρωσία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοιες στρατιωτικές αποστολές. Και αυτό το πέτυχε. Δοκιμάστηκαν με επιτυχία πολλά νέα οπλικά συστήματα και όπλα».
Η ρωσική ηγεσία είχε τονίσει επανειλημμένως ότι δοκιμάζει νέα σύγχρονα όπλα στη Συρία, μεταξύ αυτών το νέο τεθωρακισμένο T-14 Armata αλλά και νέα συστήματα για την πολεμική αεροπορία.
Το διπλωματικό πρόσημο της επιχείρησης
Οι δυο ειδικοί συμφωνούν ότι η εμπλοκή στη Συρία ενίσχυσε το ρόλο της Συρίας στην ευρύτερη περιοχή. «Η παρουσία στη Συρία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της συνολικής ρωσικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική», εκτιμά ο Γκριγκόρι Λουκιάνοφ. Αυτό ισχύει τόσο για τις νέες σχέσεις με τις χώρες της περιοχής, οι οποίες αντιμετωπίζουν τη Μόσχα ως βασικό πλέον πρωταγωνιστή των εξελίξεων, αλλά και για νέες μορφές διαλόγου όπως τη «διαδικασία της Αστάνα». Στο πλαίσιο αυτό η Ρωσία συζητά με την Τουρκία και το Ιράν την κατάσταση στη Συρία. Μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας υπήρξαν βέβαια μεγάλες εντάσεις, η τελευταία ήταν στις αρχές του 2020 όταν υπήρξε κλιμάκωση στην Ιντλίμπ που προκάλεσε το θάνατο τούρκων στρατιωτικών. Εντούτοις οι δυο πλευρές κατάφεραν τελικά να τα βρουν.
Ο Μάρκους Κάιμ πιστεύει επίσης ότι η Ρωσία κατάφερε «να εξαργυρώσει τη στρατιωτική της εμπλοκή σε πολιτική επιρροή». Η δε «διαδικασία της Αστάνα» για τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής κατάστασης στη Συρία είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια αποτελεσματική εναλλακτική στα […] Ηνωμένα Έθνη, όπου επιχειρήθηκε κάτι παρόμοιο».
Η διπλωματική προστιθέμενη αξία περιορίζεται όμως στην Εγγύς Ανατολή. Στην αρχή πολλοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι μέσω της Συρίας η Ρωσία θα κατάφερνε να σπάσει την εν μέρει διεθνή της απομόνωση, την οποία είχε προκαλέσει με την προσάρτηση της Κριμαίας και πως με ενδεχόμενες παραχωρήσεις θα αποσπούσε ανταλλάγματα αλλού. «Ως προς την Ουκρανία η επιτυχία στη Συρία δεν επέφερε καμία πρόοδο» εκτιμά ο Λουκιάνοφ. Η σημαντικότερη επιτυχία, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η οικοδόμηση νέων σχέσεων με τις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Αυτό που δεν κατάφερε η Ρωσία είναι να αξιοποιήσει το συριακό για να διευθετήσει τις σχέσεις της με τη Δύση.
Το οικονομικό κόστος
Αυτό που δεν έχει απαντηθεί πλήρως μέχρι στιγμής είναι πόσο έχει κοστίσει στη Ρωσία η στρατιωτική της εμπλοκή στη Συρία. Στην αρχή ρωσικά μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για 156 εκατομμύρια ρούβλια την ημέρα (περ. 1,7 εκατομ. ευρώ). Οι στρατιωτικές απώλειες δεν ήταν μεγάλες και, σε αντίθεση με την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν το 1979, δεν απασχόλησαν καν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη. «Η αφγανική εμπειρία ελήφθη υπόψη» εκτιμά ο Λουκιάνοφ. «Το τίμημα εν γένει θεωρήθηκε ανεκτό».
Οι δυο ειδικοί συμφωνούν ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει άμεσα την πολύπαθη χώρα. Σε διαφορετική περίπτωση «θα κινδύνευαν και ορισμένες συμφωνίες με χώρες της περιοχής» εκτιμά ο Λουκιάνοφ. Ο Μάρκους Κάιμ από την πλευρά του είναι πεπεισμένος ότι η Μόσχα θα εδραιώσει τη στρατιωτική της παρουσία στη Συρία, την οποία αντιμετωπίζει πλέον ως δορυφόρο των συμφερόντων και της επιρροής της. Πράγματι τον Αύγουστο το Κρεμλίνο απέσπασε από το καθεστώς Άσαντ ένα πρόσθετο κομμάτι γης για την επέκταση της αεροπορικής βάσης Χμεϊμίμ.
Ρόμαν Γκοντσαρένκο
Επιμέλεια: Κώστας Συμεωνίδης