Ηταν κάποτε ο «Βασιλιάς της Νέας Υόρκης». Ούτε όμως η δική του εξοχότητα δεν θα το πίστευε ότι 23 χρόνια μετά τη δολοφονία του το στέμμα του θα αποκτούσε τόσο μεγάλη αξία. Σε εξωφρενικό βαθμό, θα συμπλήρωνε κανείς, καθώς το πλαστικό κόσμημα των έξι δολαρίων που είχε φορέσει στο κεφάλι του ο ράπερ Notorious BIG για τις ανάγκες μιας φωτογράφισης τρεις ημέρες, όπως αποδείχθηκε, πριν από τον αδόκητο θάνατό του, πωλήθηκε πρόσφατα για 600.000 δολάρια σε μια δημοπρασία των Sotheby’s στη Νέα Υόρκη. Η πανδημία καλπάζει, το οικονομικό κραχ επιδίδεται σε ολοένα αυξανόμενο τριποδισμό, όμως παρ’ όλα αυτά υπάρχει κόσμος που είναι διατεθειμένος όχι μόνο να ξοδέψει, αλλά και να σκορπίσει χρήματα προκειμένου να αποκτήσει ένα ευτελές αντικείμενο ενδεδυμένο με μια κάποια συμβολική και συναισθηματική αξία. Εστω και αν υπάρχει η δικαιολογία ότι μέρος από το ποσό αυτό θα διατεθεί σε δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης ή σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό που έχει ως στόχο να στηρίζει μη προνομιούχα παιδιά προκειμένου να αποκτήσουν εφόδια για μια πορεία στη μουσική.
Ποια η δικαιολογία άραγε για τα παλιά, φορεμένα αθλητικά παπούτσια Air Jordan του κορυφαίου μπασκετμπολίστα και πρωταγωνιστή του ντοκιμαντέρ «The Last Dance» Μάικλ Τζόρνταν, τα οποία πωλούνταν για μισό εκατομμύριο δολάρια ήδη από τον Μάιο, αρχικά από τους Sotheby’s και μέσα στο καλοκαίρι από τους Christie’s; Τελικά «έπιασαν» πάνω από 600.000 δολάρια, «μια τιμή-ρεκόρ για την αγορά των μεταχειρισμένων αθλητικών παπουτσιών και ένα επίπεδο αγοράς που μπορεί να προκαλέσει ζάλη ακόμα και σε δισεκατομμυριούχους», όπως έγραφαν σχετικά οι «Financial Times».
Ας κρατήσουμε τη διαπίστωση ότι οι δημοπρασίες καλά κρατούν σε αυτή την τόσο δύσκολη εποχή, αποδεικνύοντας ότι έχουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα που τους επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να ανθούν με νέους τρόπους. Και ας είναι πεσμένη η αγορά, όπως λένε όσοι είναι μέσα στα πράγματα, και ας μην έχει τελειώσει ακόμα αυτή η χρονιά, με την πανδημία να μην έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη, και ας προβλέπεται παγκόσμια οικονομική ύφεση της τάξης του 5% εξαιτίας της. Τίποτα δεν μοιάζει να επηρεάζει ανεπανόρθωτα την ανάγκη των ανθρώπων να αποκτήσουν ακριβά αγαθά και τέχνη, όσα lockdowns και αν επιβληθούν, όσες δημοπρασίες και αν ακυρωθούν.
Από το δωμάτιο στον κυβερνοχώρο
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύει η εταιρεία ανάλυσης της αγοράς τέχνης ArtTactic, οι συνολικές πωλήσεις στους τρεις μεγάλους οίκους δημοπρασιών Christie’s, Sotheby’s, Phillips παρουσίασαν μια πτώση της τάξης των 2,8 δισ. δολαρίων για το πρώτο εξάμηνο του 2020 συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2019. Συγκεκριμένα, ο οίκος που παρουσίασε τις μεγαλύτερες απώλειες ήταν ο Christie’s, η πτωτική τάση του οποίου έφτασε το 60% σε σύγκριση με πέρυσι. Μια άλλη έκθεση από την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων για συλλέκτες και επενδυτές τέχνης Pi-eX αποκάλυψε ότι οι ίδιοι οίκοι δημοπρασιών ήρθαν αντιμέτωποι με μια πτώση πωλήσεων της τάξης του 97% μόνο για τον μήνα Μάιο, που θεωρείται παραδοσιακά από τους πιο «δραστήριους».
Η αγορά λοιπόν δεν είναι στα καλύτερά της, οι φουάρ ακυρώνουν τις διοργανώσεις τους η μία μετά την άλλη, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη γαλλική FIAC. Παράλληλα όμως – και αυτό το «παράλληλα» είναι που κάνει όλη τη διαφορά – την ίδια περίοδο υπήρξε τεράστια αύξηση σε αγορές που έγιναν online. Κοινώς, σε ψηφιακές δημοπρασίες οι οποίες στο σύνολό τους δεν μπόρεσαν να αποσβέσουν τη «χασούρα» αλλά κατάφεραν να αντισταθμίσουν ένα διόλου αμελητέο κομμάτι της. Οι Sotheby’s επένδυσαν στη βελτίωση της εφαρμογής τους για smartphones αλλά και της ιστοσελίδας τους προκειμένου να διευκολύνουν στη χρήση τούς υποψήφιους αγοραστές. Πρόσθεσαν μάλιστα και ένα στοιχείο επαυξημένης πραγματικότητας που επιτρέπει στους χρήστες να τοποθετήσουν έναν πίνακα προς πώληση στον τοίχο τους και να τον δουν από όλες τις οπτικές γωνίες. Ετσι πραγματοποίησαν περισσότερες από εκατό πωλήσεις online από τον Μάρτιο με έσοδα 200 εκατ. δολαρίων, όταν οι περυσινές πωλήσεις την αντίστοιχη περίοδο ήταν 40 και είχαν αποφέρει μόλις 23 εκατ. δολάρια. Είναι κάτι που έκαναν οι συλλέκτες και πριν από την εποχή του κορωνοϊού, όμως εξαιτίας της πανδημίας ανακάλυψαν ότι οι οίκοι δημοπρασιών υπάρχουν και στον ψηφιακό κόσμο.
«Ούτως ή άλλως πολλοί αγόραζαν τηλεφωνικώς, online ή με absentee bid form ακόμα και χωρίς καν να δουν το έργο από κοντά, προτού προκύψει το θέμα της πανδημίας. Πάντως, οι online-only δημοπρασίες των τριών μεγάλων οίκων δημοπρασιών συγκέντρωσαν συνολικά 596,7 εκατ. δολάρια από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2020, ενώ στη διάρκεια όλης της περυσινής χρονιάς το αντίστοιχο ποσό δεν ξεπερνούσε τα 168,2 εκατ. δολάρια. Ο οίκος Sotheby’s είναι ο μεγάλος νικητής στη στροφή προς το digital, καθώς την ίδια περίοδο η αύξηση των αποκλειστικά ψηφιακών δημοπρασιών του ήταν της τάξης του 413%. Mια άλλη τάση που παρατηρείται ήδη πριν από την πανδημία είναι η αύξηση των private sales, δηλαδή των πωλήσεων που δεν είναι ανοιχτές για όλον τον κόσμο, αλλά γίνονται με συγκεκριμένο αριθμό υποψήφιων αγοραστών» θα πει η ερευνήτρια και επιμελήτρια τέχνης Ελυα Τσουβελεκάκη.
Οι Sotheby’s επένδυσαν και σε μια νέα μορφή virtual live δημοπρασίας, που σημαίνει ότι τα έργα προς πώληση εκτίθενται online και μπορεί να τα δει πολύ περιορισμένος αριθμός ανθρώπων με ραντεβού, ενώ όταν έρθει η ώρα για «δράση» ένας δημοπράτης βρίσκεται σε μια αίθουσα μόνος, περιτριγυρισμένος από οθόνες στις οποίες προβάλλεται η εικόνα συναδέλφων του σε άλλες πόλεις, οι οποίοι δέχονται τηλεφωνικές όσο και online προσφορές. Οπως έγινε δηλαδή στο Λονδίνο στις αρχές Ιουλίου, στη δημοπρασία που αντικατέστησε εκείνη της άνοιξης που ακυρώθηκε και διέθετε όλη την απαραίτητη θεατρικότητα, καθώς ήταν ενορχηστρωμένη από την εταιρεία παραγωγής που στήνει τηλεοπτικά σόου, όπως τα «X-Factor» και «Strictly Come Dancing». Στο ειδικά διαμορφωμένο στούντιο εντός της γκαλερί του οίκου στο Λονδίνο και ενόσω οι εκπρόσωποι των Sotheby’s σε πόλεις του κόσμου έπαιρναν τις προσφορές πελατών από ενσύρματα τηλέφωνα για να υπάρχει το απαραίτητο touch με την παράδοση, πωλήθηκε το «αισχύλειο» τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον «Triptych Inspired by the Oresteia of Aeschylus» για σχεδόν 84,6 εκατ. δολάρια, ξεπερνώντας την αρχική προσδοκία των 80 εκατομμυρίων. Ενα άλλο τρίπτυχο του καλλιτέχνη, το «Τρεις μελέτες του Λούσιαν Φρόιντ», είχε πωληθεί για 142,4 εκατ. δολάρια το 2013, σε μια εποχή που ο κόσμος έμοιαζε ακόμα ασφαλής, τουλάχιστον από θανατηφόρες ιώσεις. Οπως θα πει στο BHΜΑgazino η Κέλσι Ριντ Λέοναρντ, εξειδικευµένη συνεργάτιδα των Sotheby’s της Νέας Υόρκης στις Βραδινές Δηµοπρασίες Σύγχρονης Τέχνης: «Είχαµε το µεγαλύτερο κοινό για τη µεγάλη δηµοπρασία της Νέας Υόρκης, το Contemporary Art Evening Auction που έγινε µέσα στο καλοκαίρι, διπλάσιο ή και τριπλάσιο σε σχέση µε άλλες φορές, καθώς περισσότεροι από 40.000 πελάτες από όλον τον κόσµο έκαναν προσφορές τηλεφωνικά ή online. Καταγράφηκαν πολλά ρεκόρ στην τιµή πώλησης έργων καλλιτεχνών, αλλά το πιο συναρπαστικό για εµένα ήταν ότι ένα έργο σε χαρτί του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, το «Untitled (Head)» του 1982, πωλήθηκε για 15,2 εκατ. δολάρια, την υψηλότερη τιµή που έχει σηµειωθεί σε online δηµοπρασία». Τον ίδιο καιρό οι Christie’s έκαναν τη δική τους δημοπρασία που ήταν live streamed, αν και ελαφρώς διαφοροποιημένη από εκείνη των Sotheby’s. Ξεκινούσε από το Χονγκ Κονγκ, συνεχιζόταν στο Παρίσι, στο Λονδίνο και τέλος κατέληγε στη Νέα Υόρκη και στον δημοπράτη της. Μέσα από αυτή τη διαδικασία πωλήθηκε το έργο «Nude with joyous painting» του καλλιτέχνη της ποπ αρτ Ρόι Λίχτενσταϊν για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 46,2 εκατ. δολαρίων. Το ποσό που συγκεντρώθηκε από τις πωλήσεις συνολικά ήταν 421 εκατ. δολάρια. Κανένας από τους πίνακες δεν ξεπέρασε τα 50 εκατ. δολάρια, όμως το 94% των έργων βρήκε αγοραστή, «ένα πολύ υψηλό ποσοστό ακόμα και για εποχές προ πανδημίας», όπως ανέφερε η εφημερίδα «The Wall Street Journal».
Και να σκεφτεί κανείς ότι οι οίκοι δημοπρασιών δίσταζαν να κάνουν αυτό το μεγάλο βήμα του live streaming σκεπτόμενοι ότι η αίγλη της ζωντανής δημοπρασίας και η ένταση στην ατμόσφαιρα, καθώς υποβάλλονται οι προσφορές από τους ενδιαφερομένους, είναι τα αναντικατάστατα ατού της διαδικασίας. Η μετάβαση έδειξε ότι οι αγοραστές είναι και εκείνοι με τη σειρά τους ευπροσάρμοστοι και φίλα προσκείμενοι στην τεχνολογία. «Μας έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση τους τελευταίους τρεις μήνες ότι, παρ’ όλη τη γενικευμένη κατάσταση, η αγορά δείχνει μεγάλη αντοχή. Θα έλεγα ότι από πολλές απόψεις αυτό που βλέπουμε είναι αυξημένο ενδιαφέρον και συμμετοχή των συλλεκτών με τους οποίους συνεργαζόμαστε» δήλωνε ο CEO των Sotheby’s Τσαρλς Φ. Στιούαρτ. Οπως θα πει στο BHΜΑgazino η διευθύντρια του οίκου δημοπρασιών Artcurial Monaco Λουίζ Γκρέθερ: «Οι ψηφιακές δημοπρασίες ήρθαν για να μείνουν. Παρ’ όλα αυτά, οι πωλήσεις ειδών πολυτελείας στο Μονακό θα συνεχίσουν να λαμβάνουν χώρα στους χώρους μας, όπως θα συμβεί και με την πλειονότητα των δημοπρασιών στο Παρίσι. Είναι πολύ σημαντικό για τους πελάτες μας να μπορούν να βλέπουν, να αισθάνονται και να έρχονται σε επαφή με τα αντικείμενα. H έξαψη που προκύπτει μέσα από τον κλασικό τρόπο δημοπράτησης αντικειμένων στον φυσικό χώρο είναι ιερή και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να τη διατηρήσουμε». Από την πλευρά της η Κέλσι Ριντ Λέοναρντ λέει: «Το µέλλον των δηµοπρασιών θα βασιστεί σε ένα υβριδικό µοντέλο το οποίο θα περιλαµβάνει και την ψηφιακή εµπειρία. Αυτή η χρονιά έδειξε στους πελάτες µας ότι µπορούν να περιηγηθούν online, να κάνουν προσφορά και να αγοράσουν µε άκρα εµπιστευτικότητα από ένα µπουκάλι κρασί αξίας 2.000 δολαρίων έως έναν πίνακα του Φράνσις Μπέικον αξίας 74 εκατοµµυρίων».
Από το στέμμα των $6 στους Μεγάλους Ζωγράφους
Τι αγοράζουν όμως όσοι έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν; Πέρα από τα συναισθηματικά τους ξεσπάσματα, όπως απέδειξε η περίπτωση του στέμματος του Notorious BIG, ή τα ερωτικά γράμματα που είχε γράψει στα 16 του ο επίσης δολοφονημένος Tupac Shakur (75.600 δολάρια το πακέτο των 22 στην ίδια δημοπρασία, αφιερωμένη στη χιπ-χοπ), όσοι διαθέτουν χρήματα σε δημοπρασίες επιμένουν και πιο κλασικά. Για παράδειγμα, η Artcurial Monaco συγκέντρωσε περί τα 14 εκατ. ευρώ μέσα από δημοπρασίες κοσμημάτων, ρολογιών, αυτοκινήτων ή και δερμάτινων ειδών πολυτελείας Hermès το καλοκαίρι που μας πέρασε. Οπως θα πει η Λουίζ Γκρέθερ της Artcurial Monaco: «Δεν μπορώ να πω ότι έχει διαμορφωθεί μια νέα τάση στην αγορά. Παρ’ όλα αυτά, βλέπω ότι οι επενδυτές εστιάζουν όλο και περισσότερο σε κομμάτια που θα διατηρήσουν την αξία τους και θα έχουν μια εξαιρετική πορεία στο secondary market. Εχουμε παρατηρήσει ότι υπάρχει ανανεωμένο ενδιαφέρον για τους Μεγάλους Ζωγράφους του παρελθόντος και αυτή είναι μια συναρπαστική εξέλιξη. Στο Μονακό πήγαν πάρα πολύ καλά οι πωλήσεις κοσμημάτων Van Cleef και Cartier και ρολογιών Patek Philippe και Rolex». Στην τέχνη, που είναι ο σταθερός πόλος έλξης για τους συλλέκτες και τους έχοντες, οι Old Masters, όπως αποκαλούνται οι μεγάλοι ζωγράφοι του παρελθόντος, παρουσίασαν τη μικρότερη μείωση σε ζήτηση και πωλήσεις, μόλις 22% για το πρώτο μισό του 2020, όταν η μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη παρουσίασαν μια πτωτική τάση της τάξης του 45%. Οπως θα πει η Ελυα Τσουβελεκάκη: «Ενας από τους λόγους που πήγαν καλά οι πωλήσεις των Μεγάλων Ζωγράφων στις δημοπρασίες είναι ότι ακυρώθηκαν οι αντίστοιχες εξειδικευμένες ευρωπαϊκές φουάρ (σ.σ.: European Old Masters Art Fairs), όπως και το ότι οι γκαλερί έκλεισαν για την άνοιξη και το καλοκαίρι. Οπότε οι οίκοι δημοπρασιών έγιναν οι βασικοί πυλώνες πώλησής τους. Από πριν όμως κατατάσσονταν σε μια σταθερή κατηγορία τέχνης χαμηλότερου ρίσκου. Παρ’ όλα αυτά, έργα αυτού του είδους έρχονται τρίτα στη λίστα προτίμησης συλλεκτών, όπως συνέβαινε δηλαδή και προ COVID, απλώς παρουσιάζουν τη μικρότερη πτώση σε σχέση με τις πιο δημοφιλείς κατηγορίες της μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης και της ιμπρεσιονιστικής και μοντέρνας τέχνης, καθεμία από τις οποίες απέφερε περίπου 1,2 δισ. δολάρια στους οίκους δημοπρασιών. Η πανδημία δηλαδή δεν άλλαξε τις προτιμήσεις των αγοραστών».
Το ερώτημα για το τι μέλλει γενέσθαι παραμένει αναπάντητο. Τα δεδομένα μέχρι στιγμής μας δίνουν μια εικόνα για το τι μπορεί να ακολουθήσει, αλλά η ζωή είναι ακόμα πιο απρόβλεπτη απ’ ό,τι την είχαμε συνηθίσει. Σύμφωνα με έκθεση της Bank of America: «Η ζήτηση θα καθοριστεί από τα ιατρικά δεδομένα, τα επίπεδα των μετοχών στα χρηματιστήρια και τη ρευστότητα που θα διαθέτουν οι αγοραστές. Οι τιμές στα λίγα αριστουργήματα που βρίσκονται στο εμπόριο λογικά θα παραμείνουν σταθερές, αλλά τα υπερσύγχρονα (hyper-contemporary) έργα, όπως και εκείνα τα οποία πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές, μάλλον θα παρουσιάσουν πτώση». Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της Κίνας, της χώρας απ’ όπου όλα ξεκίνησαν με την πανδημία. Οπως θα πει η ιστορικός τέχνης και ανεξάρτητη εικαστική σύμβουλος Μαρία Μιγάδη:
«Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι τον Αύγουστο, μια γενικά «νεκρή» περίοδο, δέκα από τις πιο ακριβές πωλήσεις έργων τέχνης στον κόσμο έγιναν στην Κίνα. Αφορούσαν έργα τέχνης σημαντικών κινέζων καλλιτεχνών, όπως οι Ζενγκ Φανζί, Τσι Μπαϊσί κ.ά., τα οποία διατέθηκαν από διαφορετικούς οίκους δημοπρασιών στη χώρα. Στο σύνολό τους αυτά τα δέκα έργα πωλήθηκαν για 112,9 εκατ. δολάρια. Δεν έχει γνωστοποιηθεί ποιας εθνικότητας ήταν οι αγοραστές των έργων αυτών από κινέζους καλλιτέχνες που πωλήθηκαν σε οίκους δημοπρασιών στην Κίνα. Προ COVID-19 οι άνθρωποι της τέχνης «όφειλαν» να είναι παντού και να παρακολουθούν ό,τι συνέβαινε. Πλέον η αγορά κινείται περισσότερο από ποτέ μέσω Διαδικτύου. Θεωρώ ότι θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αν το κοινό της κάθε αγοράς θα αποτελεί πλέον και το κοινό της χώρας του ή αν η «παγκοσμιοποίηση» στην αγορά της τέχνης θα διατηρηθεί μέσα στις νέες συνθήκες».