Οι διερευνητικές επαφές και το περιεχόμενό τους αποτελούν το «ιερό δισκοπότηρο» της ελληνικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας. «Παιδί» της κρίσης των Ιμίων του 1996 και της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, οι διερευνητικές συνομιλίες (exploratory talks) – όπως είναι ο ακριβής όρος – είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα καλά κρυμμένα μυστικά των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας, οι διερευνητικές επαφές επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο (κατόπιν γερμανικής επιμονής) ως ένας τρόπος αποκλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας εξαιτίας της εξαναγκαστικής πολιτικής που ασκεί η δεύτερη στην Ανατολική Μεσόγειο με αιχμή το σεισμογραφικό σκάφος «Oruc Reis». Οι διερευνητικές επαφές, ο 61ος γύρος των οποίων θα πραγματοποιηθεί αφού η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνήσουν επί μιας κοινά αποδεκτής ημερομηνίας πιθανότατα στις αρχές Οκτωβρίου, έχουν περάσει από διάφορες φάσεις. Γύρω από αυτές έχει αναπτυχθεί μια μυθολογία που ορισμένες φορές ξεπερνά τα όρια, τόσο σε σχέση με το αν όντως οι δύο πλευρές βρέθηκαν κοντά σε συμφωνία (και πόσο) όσο και για το εύρος των συζητήσεων.
Ο στρατός στα νησιά
Το τελευταίο δε διάστημα συγκεκριμένοι κύκλοι επιμένουν ότι η ελληνική πλευρά έχει αναλάβει δεσμεύσεις να συζητήσει θέματα που υπερβαίνουν το ζήτημα της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και εκτείνονται σε αυτό της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, όπως ζητεί η Αγκυρα. Η επιμονή στη θέση αυτή προκύπτει από ερμηνείες δηλώσεων ξένων αξιωματούχων, όπως εκείνη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο περί «μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος» Ελλάδας και Τουρκίας, χωρίς όμως σαφή πληροφόρηση πέρα από την αναπαραγωγή δηλώσεων της… Τουρκίας ότι επιθυμεί την αποστρατιωτικοποίηση λόγω παραβίασης, σύμφωνα με την άποψή της, των Συνθηκών της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947, στην οποία η Τουρκία δεν ήταν καν μέρος. Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ υποχρεώθηκε μάλιστα να διαψεύσει, μέσω Twitter, σχετικά διαδικτυακά δημοσιεύματα. Επιπλέον, τόσο από το Μέγαρο Μαξίμου όσο και από το υπουργείο Εξωτερικών αυτές οι υποθέσεις διαψεύδονται κατηγορηματικά. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι η Αθήνα έχει διατυπώσει την ξεκάθαρη επιφύλαξή της στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την οποία αποκλείει τα θέματα της αποστρατιωτικοποίησης από τη δικαιοδοσία του. Μάλιστα το 2015, όταν η Ελλάδα ανανέωσε τις επιφυλάξεις της, προσέθεσε άλλο ένα ζήτημα προς εξαίρεση από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου: αυτό των θεμάτων κυριαρχίας, άρα και των «γκρίζων ζωνών».
Διαπραγματευτική ομάδα
Σύμφωνα δε με πληροφορίες του «Βήματος», η συνεννόηση Αθήνας – Βερολίνου – Αγκυρας σε σχέση με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών υπήρξε ξεκάθαρη ήδη από τον περασμένο Ιούλιο: το μόνο ζήτημα που θα συζητήσουν οι δύο πλευρές είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Αυτή είναι η ξεκάθαρη εντολή που έχει η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα υπό τον πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη, ο οποίος ασχολείται με τις διερευνητικές επαφές από το 2010. Μαζί του θα εργάζονται ο πρέσβης Αλέξανδρος Κουγιού, που στο παρελθόν έχει ηγηθεί και της αρμόδιας Διεύθυνσης Α4 περί Τουρκίας στο υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και η Ιφιγένεια Καναρά, διευθύντρια του γραφείου του πρέσβη Θεμιστοκλή Δεμίρη, γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών. Από τουρκικής πλευράς, παραμένει ασαφές αν θα αναλάβει τον ηγετικό ρόλο ο υφυπουργός Εξωτερικών Σεντάτ Ονάλ καθώς και ποια θα είναι η ανάμειξη του πρέσβη Τσαγκαπτάι Ερτζιγες, σήμερα γενικού διευθυντή για Διμερή Πολιτικά Αεροναυτιλιακά και Συνοριακά Θέματα, που έχει μακρά εμπειρία στις διερευνητικές επαφές όντας επί χρόνια αυτός που κρατούσε τα πρακτικά της τουρκικής πλευράς.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων και η μεθοδολογία
Δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν ότι ένα από τα κομβικότερα σημεία των διερευνητικών επαφών υπήρξε η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Προφανώς, η επέκταση συνιστά μονομερές δικαίωμα ενός κράτους και αυτός ήταν ο λόγος που ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος (όπως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», έστειλε τουλάχιστον δύο σχετικά απόρρητα σημειώματα στον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά) έδωσε εντολή το 2014 στον πρέσβη Αποστολίδη να επικεντρωθεί η συζήτηση στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας αλλά και ΑΟΖ, επεκτείνοντας πλέον το γεωγραφικό αντικείμενο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και άλλωστε ο καθορισμός της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την οριοθέτηση. Η τουρκική πλευρά δεν ήταν αρνητική, αλλά ήθελε να ολοκληρωθεί πρώτα η συζήτηση για το Αιγαίο και μετά για την Ανατολική Μεσόγειο, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος («Καθημερινή», 30/8/2020).
Κοντά σε λύση το 2003
Στα τέλη του 2003 οι δύο πλευρές είχαν προσεγγίσει αρκετά σε μια λύση. Συζητούνταν διάφορα σενάρια μερικής επέκτασης των χωρικών υδάτων μεταξύ 8 και 10 ναυτικών μιλίων για το Αιγαίο, ενώ οι ηπειρωτικές ακτές θα είχαν 12 ναυτικά μίλια. Αναλόγως θα προσαρμοζόταν ο εθνικός εναέριος χώρος. Η Αγκυρα θα ήθελε επίσης να καταγραφεί επισήμως ότι η Αθήνα παραιτείται από κάθε περαιτέρω επέκταση – κάτι πολιτικά αδύνατο. Παράλληλα, η γενικότερη ιδέα ήταν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να λάβει σημαντικό κομμάτι υφαλοκρηπίδας σε σημεία ανοικτής θάλασσας (π.χ. στο άνοιγμα των Δαρδανελλίων) ή και δυτικά των Δωδεκανήσων. Προβλέπονταν επίσης δίαυλοι διεθνούς ναυσιπλοΐας, ιδιαίτερα στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Αυτό που κατά βάση «φρέναρε» την κυβέρνηση Σημίτη ήταν η άποψη ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων και η προσαρμογή του εναερίου χώρου πρέπει να γίνει με νόμο (βάσει του άρθρου 27 του Συντάγματος), ενώ κατά ορισμένους μπορεί να γίνει και με προεδρικό διάταγμα βάσει του άρθρου 2 του νόμου 2321/1995 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η κυβέρνηση Σημίτη, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, δεν το τόλμησε.
«Φρένο» από το 2004
Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Η Αγκυρα επέμενε να θέτει διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα (π.χ. γκρίζες ζώνες), ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Τάσος Γιαννίτσης τα είχε επισημάνει σε υπόμνημα που παρέδωσε στον διάδοχό του Πέτρο Μολυβιάτη, όταν ο τελευταίος παρέλαβε τη σκυτάλη μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 2004. Την περίοδο 2004-2009, όταν επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας ανέλαβε ο πρέσβης ε.τ. Βασίλης Πισπινής, η διαδικασία ατόνησε, χωρίς να διακοπεί. Παράλληλα, όταν οι ευρωτουρκικές σχέσεις «πήραν την κάτω βόλτα» από το 2007 και μετά, οι Τούρκοι φόρτωσαν την ατζέντα με όλες τις πάγιες διεκδικήσεις τους.
Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου ανήλθε στην πρωθυπουργία, το 2009, αποφάσισε να αναζωογονήσει τον δίαυλο. Τη διετία 2010-2011 σημειώθηκε πρόοδος, αλλά η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα εν μέσω μνημονίων οδήγησε ξανά σε στασιμότητα. Επί ΣΥΡΙΖΑ οι συζητήσεις υπήρξαν αναιμικές, αν και επανήλθε η προ Βενιζέλου μεθοδολογία. Από τον Μάρτιο του 2016 οι διερευνητικές επαφές σταμάτησαν, με τις τουρκικές θέσεις να έχουν σκληρύνει: η Αγκυρα δεχόταν επέκταση των χωρικών υδάτων (στα 12 ναυτικά μίλια) μόνο για την ηπειρωτική Ελλάδα και πουθενά αλλού. Υπό αυτό το φως, κάθε πρόβλεψη για την εξέλιξή τους θα ήταν παρακινδυνευμένη.
Από τα Ιμια και το Ελσίνκι, επί κυβερνήσεως Σημίτη, στο Παρίσι
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 υπήρξε η θρυαλλίδα που οδήγησε την τότε κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη να επιδιώξει μια συνολική λύση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια σειρά παραγόντων συνδυάστηκαν στην εν λόγω εξίσωση. Η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών, η ισχυρή επιδίωξη τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της ΕΕ για ένταξη της Τουρκίας στη δεύτερη, αλλά και η επίλυση του Κυπριακού διαμόρφωσαν ένα τρίγωνο εντός του οποίου διαμορφώθηκε η στρατηγική που οδήγησε τελικά στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999.
Τα Συμπεράσματα
Η περίφημη παράγραφος των Συμπερασμάτων σύμφωνα με την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «παροτρύνει τα υποψήφια κράτη (σ.σ.: κατά κύριο λόγο την Τουρκία) να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων», σημειώνοντας παράλληλα ότι «άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος», δίχασε την ελληνική πολιτική τάξη, όπως είχε συμβεί και με τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997. Στα Συμπεράσματα αναφερόταν επίσης ότι «το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Η Επιτροπή Σοφών
Ηδη από το 1997, διάφοροι τρίτοι δρώντες είχαν αποπειραθεί να διαμεσολαβήσουν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε μια προσπάθεια να αποσοβηθεί η επανάληψη μιας κρίσης, αλλά και για να μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος της ευρωτουρκικής προσέγγισης. Ηδη από το πρώτο εξάμηνο του 1997 η Ολλανδία, που ασκούσε την εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, πρότεινε τη σύσταση μιας Επιτροπής Σοφών, στην οποία θα συμμετείχαν δύο εμπειρογνώμονες εγνωσμένου κύρους από την Ελλάδα και την Τουρκία αντιστοίχως, με σκοπό να διερευνηθούν οι δυνατότητες προσέγγισης. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι έγκριτοι νομικοί Αργύρης Φατούρος και Κρατερός Ιωάννου. Στα μέσα του 1998 οι δυνατότητες αυτής της Επιτροπής Σοφών έδειξαν τα όριά τους – έπειτα από την ανταλλαγή ορισμένων επιστολών –, καθώς η Αγκυρα αποχώρησε ζητώντας απευθείας διάλογο. Ηδη όμως και στην Αθήνα είχε αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα ότι αν είναι να υπάρξει ελληνοτουρκικός διάλογος θα ήταν προτιμότερο η Ελλάδα να έχει τον έλεγχο και όχι να τον αφήσει σε τρίτους. Την άποψη αυτή υποστήριζαν, σύμφωνα με πληροφορίες, τόσο ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης όσο και ο Χρήστος Ροζάκης, στενός σύμβουλος και προσωπικός φίλος του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ενώ κομβικός ήταν ο ρόλος του Νίκου Θέμελη.
Τετ α τετ Ροζάκη – Λόγογλου
Αλλωστε, μετά τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι, ήταν ο κ. Ροζάκης εκείνος που ανέλαβε να ιχνηλατήσει τις διαθέσεις της τουρκικής πλευράς. Ελάχιστα έχουν αποκαλυφθεί για τις προκαταρκτικές επαφές τις οποίες πραγματοποίησε ο έγκριτος έλληνας καθηγητής, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, στο Παρίσι με τον τότε μόνιμο υφυπουργό του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Οσμάν Φαρούκ Λόγογλου εντός του 2000. Οι πληροφορίες παραμένουν συγκεχυμένες για το αν πραγματοποιήθηκαν δύο ή τρεις συναντήσεις, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Εκείνο που έμεινε είναι ότι η Αθήνα και η Αγκυρα συμφώνησαν επί του μηχανισμού των διερευνητικών επαφών, που επισήμως ξεκίνησε το 2002 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει 60 γύρους. Ο σκοπός ήταν η έκδοση ενός Κοινού Ανακοινωθέντος που θα ξεκαθάριζε το περίπλοκο τοπίο των διμερών θεμάτων πριν από μια πιθανή διαπραγμάτευση για σύνταξη συνυποσχετικού με σκοπό την προσφυγή στη Χάγη.
Στο τραπέζι το Αιγαίο
Ο πρώτος γύρος πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2002 και από ελληνικής πλευράς συμμετείχε ο πρέσβης Αναστάσιος Σκοπελίτης, ενώ από τουρκικής πλευράς ο Ουγούρ Ζιγιάλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών (με νομικό σύμβουλο τον «πολύ» Ντενίζ Μπολούκμπασι). Συνολικά, επί κυβερνήσεως Σημίτη πραγματοποιήθηκαν 23 συναντήσεις ως και τον Φεβρουάριο του 2004. Το γεωγραφικό αντικείμενο των συνομιλιών σε εκείνη την πρώτη φάση περιοριζόταν στο Αιγαίο Πέλαγος (Aegean proper) σύμφωνα με τον ορισμό του Διεθνούς Γεωγραφικού Οργανισμού. Η Ανατολική Μεσόγειος, σήμερα εστία της αντιπαράθεσης, ήταν εκτός συζήτησης.
Νομική προετοιμασία
Η τότε ελληνική κυβέρνηση έδινε μεγάλη σημασία στην επιτυχή κατάληξη των διερευνητικών επαφών. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη σύσταση μιας υποστηρικτικής ομάδας που διασφάλιζε την αρμονική συνεργασία του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών του οποίου προΐστατο τότε ο Γιώργος Παπανδρέου. Μία από τις βασικές επιλογές της Αθήνας ήταν η άρτια νομική προετοιμασία. Τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο σε αυτήν ήταν ο Χάρης Παμπούκης, ο οποίος ήταν τότε ίσως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου, ο έγκριτος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Εμμανουήλ Ρούκουνας και ο Νικόλαος Βαλτικός, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου. Κεντρικός ήταν επίσης πάντα ο ρόλος του Χρήστου Ροζάκη.
Οι γνωμοδοτήσεις από κορυφαίες προσωπικότητες
Η ελληνική πλευρά ζήτησε σειρά γνωμοδοτήσεων από κορυφαίες προσωπικότητες του διεθνούς νομικού κόσμου μέσω και του ινστιτούτου του γνωστού συνταγματολόγου Γιώργου Κασιμάτη. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Μάικλ Ρίσμαν του Πανεπιστημίου Yale, o Tόμας Φρανκ του New York University, ο Πρόσπερ Βέιλ, ο οποίος ήταν ο αντιπρόσωπος της Γαλλίας στην περίφημη υπόθεση της οριοθέτησης μεταξύ Καναδά και Γαλλίας για τα νησιά Σεν-Πιερ και Μικελόν (μια υπόθεση που κατά πολλούς έχει ομοιότητες με το Καστελλόριζο), και ο Στίβεν Σβέμπελ, ο οποίος την περίοδο 1997-2000 διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Παράλληλα, είχε υπάρξει συνεργασία με το νομικό γραφείο Freshfields, το στέλεχος του οποίου Γιαν Πόλσον ήταν νομικός παραστάτης του Μπαχρέιν στη γνωστή υπόθεση οριοθετήσεως Κατάρ – Μπαχρέιν (2001), στην οποία ένα από τα σημεία-αγκάθια ήταν η κυριαρχία του Μπαχρέιν επί νησιών κοντά στις ακτές του Κατάρ. Υπήρξε επίσης συνεργασία με κορυφαίο βρετανικό ινστιτούτο με ειδίκευση στη σύνταξη χαρτών.
Κυριαρχία και «χρησικτησία»
Οι γνωμοδοτήσεις ζητήθηκαν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Οπως «Το Βήμα» πληροφορείται χαρακτηριστικά, ο Μάικλ Ρίσμαν ανέλαβε να συντάξει γνωμοδότηση επί της τουρκικής θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» με την οποία η Αγκυρα αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών και βραχονησίδων.
Ο αμερικανός καθηγητής ανέφερε στη γνωμοδότησή του, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ότι η πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάννης πως κάθε νησί και νησίδα πέραν των 3 ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ακτές ανήκει στην Ελλάδα καλύπτει πλήρως την ελληνική πλευρά.
Για δε την περίπτωση των Δωδεκανήσων, τα οποία μεταβιβάστηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα το 1947, η άσκηση συγκεκριμένων πράξεων κυριαρχίας από την Ιταλία, όπως μεταξύ άλλων η διαταγή από το ιταλικό Ναυαρχείο της Ρόδου περί εξόδου από την αιγιαλίτιδα ζώνη σε περίπτωση της παραβίασης της αβλαβούς διέλευσης αλλοδαπών πλοίων, έχει επίσης μεταβιβαστεί στην Ελλάδα ως διάδοχο.
Παράλληλα, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είχε επί δεκαετίες αμφισβητήσει όσα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες μεταβιβάστηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα και αποφάσισε αιφνιδίως να το πράξει μετά την κρίση των Ιμίων αντίκειται σε αυτό που στο Διεθνές Δίκαιο ονομάζεται «acquisitive prescription» και θα μπορούσε να μεταφραστεί με τον όρο «χρησικτησία».