Ο Αλέξης Τσίπρας ανεδείχθη ως έκφραση της νέας Αριστεράς και βρήκε πεδίο ανέλιξης σε ένα σχήμα πολυτασικό και εμφανώς ανομοιογενές, σε έναν χώρο όπου ανθούσαν, χωρίς περιορισμούς και απειλές διαγραφών, όλα τα λουλούδια, αριστεριστές και κοινωνικοί ακτιβιστές, μέχρι αριστεροί εκσυγχρονιστές και οπαδοί της οικολογίας και των διεθνών κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης.

Ο Συνασπισμός αρχικά και αργότερα ο ΣΥΡΙΖΑ διακρίθηκαν ακριβώς ως φόρουμ διαλόγου διαφορετικών προσεγγίσεων και απόψεων.

Ιδιαιτέρως ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατάφερε να ανθίσει, να μεγαλώσει και εν τέλει, εκμεταλλευόμενος τις ιδιάζουσες περιστάσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης, να ανέβει τα σκαλιά της εξουσίας, συγκροτήθηκε ακριβώς ως μια συμμαχία ευρύτερων αριστερών και σοσιαλιστικών δυνάμεων, που είχαν φωνή ξεχωριστή και διεκδικούσαν αυτονομία από το κόμμα και την όποια ηγεσία του.

Στη βάση αυτών των αρχών και δυνατοτήτων άλλωστε διευρύνθηκε, συγκέντρωσε και εξέφρασε στη διαδρομή τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας πολλές και διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

Περιττό δε να σημειώσουμε ότι οι περισσότερες από αυτές και προσωπικά ο κ. Τσίπρας υπερασπίζονταν σχεδόν αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, κολάκευαν στα χρόνια των μνημονίων την «κάτω πλατεία» και κατακεραύνωναν βεβαίως σταλινικές ή αρχηγικού τύπου πρακτικές, που έρχονταν από τα θεωρούμενα παλαιομοδίτικα δογματικά κόμματα της Αριστεράς.

Ωστόσο, έπειτα από την ήττα του περσινού Ιουλίου, ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει σχεδόν πολιτικά τυφλός, μη δυνάμενος να απορροφήσει την πτώση και να ερμηνεύσει τη φθορά.

Είναι εντυπωσιακό πώς ένας αρχηγός που υποτίθεται αφουγκράστηκε το λαϊκό αίσθημα και συντονίστηκε μαζί του, τώρα δεν βρίσκει οδό διεξόδου, έχει χάσει τον προσανατολισμό του, σχεδόν δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.

Στον έναν χρόνο από την απώλεια της εξουσίας παλεύει να χτίσει ένα σχήμα υποτιθέμενης ανασυγκρότησης και απατηλής διεύρυνσης προς το Κέντρο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να το υποστηρίξει.

Μάζεψε γύρω του τις πιο σκοτεινές φιγούρες της εξουσίας των ημερών του, πλαισιώθηκε από ρετάλια της πασοκικής διακυβέρνησης και επιχειρεί να οργανώσει κόμμα αυταρχικό και αρχηγικό στα πρότυπα εκείνων της δεκαετίας του ’80, συνοδευόμενο από κάμποσα στοιχεία οικογενειοκρατίας, που άλλοτε απέρριπτε και δεν ήθελε καν να ακούει.

Ταυτόχρονα απομάκρυνε από κοντά του ό,τι αυθύπαρκτο και πολιτικά παραγωγικό, ό,τι δυνάμει, κατά την εκτίμησή του, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεσία του.

Χαρακτηριστική είναι η σύγκρουσή του με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, με ένα πρόσωπο ηθικά, πνευματικά και πολιτικά ξεχωριστό, που τον βοήθησε πραγματικά στις μέρες της μεγάλης σύγχυσης του 2015 και τον ξελάσπωσε στην κυριολεξία στα χρόνια της δεύτερης διακυβέρνησης, διασφαλίζοντας την οικονομική σταθερότητα για την οποία επαίρεται συχνά-πυκνά.

Και αυτό γιατί, άκουσον-άκουσον, ανέδειξε την αστική ευγένειά του και δήλωσε ότι είναι λάθος να χαρακτηρίζονται με περισσή ευκολία «οι αντίπαλοί μας πολιτικοί απατεώνες».

Για αυτή τη δήλωσή του ο κ. Τσακαλώτος απειλείται με πολιτικό εξοστρακισμό από τον κύκλο του «μεγάλου αρχηγού», που δεν αντέχει να αμφισβητείται ο θεόπνευστος λόγος του.

Αντί να προβεί σε βαθιές επεξεργασίες και να συγκεντρώσει γύρω του προσωπικότητες ξεχωριστές, ικανές να τιμούν τον ίδιο και το κόμμα του, κλείνεται στη μικρή και άγονη αυλή του.

Χωρίς αμφιβολία πια, ο κ. Τσίπρας αυτοαποκαλύπτεται και επιβεβαιώνει όσα και η αλλοπρόσαλλη διακυβέρνησή του απέδωσε.

Φανερώνει απλώς με τη στάση του έναν κυνικό τακτικιστή, χωρίς αρχές, χωρίς βάθος. Εναν πολιτικό που φάνταζε «μεγάλος», αλλά αποδεικνύεται «μικρός», μη δυνάμενος να προσφέρει στη χώρα και στον λαό της όσα οι δύσκολες περιστάσεις απαιτούν.

ΤΟ ΒΗΜΑ