Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις αποφάσισαν την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ. Είχε προηγηθεί τον Ιούλιο του 1941 η ίδρυση του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Λίγους μήνες αργότερα ο Άρης Βελουχιώτης φεύγει για τη Ρούμελη για να εξετάσει τις δυνατότητες του ένοπλου αγώνα και τον Φεβρουαρίου του 1942 ιδρύεται ο ΕΛΑΣ.
Όμως, η απλή παράθεση χρονικών ορόσημων δεν αρκεί για να καταλάβουμε το μέγεθος της ιστορίας που γράφτηκε.
Σε μια χώρα που είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, την οποία είχε εγκαταλείψει όχι μόνο η κυβέρνησή της, αλλά και μεγάλο μέρος του αστικού πολιτικού προσωπικού, και όπου όσοι από τους παλαιούς πολιτικούς έμειναν πίσω λούφαξαν, τη σημαία της εθνικής αξιοπρέπειας και της αντίστασης σήκωσαν αυτοί που μέχρι τότε ήταν οι διωκόμενοι και οι κατατρεγμένοι.
Και πήραν την πρωτοβουλία να φτιάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Που μπόρεσε να δώσει τη μάχη ενάντια στην πείνα.
Που οργάνωσε την πιο πετυχημένη γενική απεργία ενάντια στην επιστράτευση.
Που μπόρεσε να κάνει αποτελεσματικό αντάρτικο.
Που κατάφερε να απελευθερώσει περιοχές.
Που έδωσε για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
Που «πολεμούσε και τραγουδούσε».
Που συσπείρωσε την Ελλάδα του μόχθου και της δημιουργίας ενάντια στους κατακτητές αλλά και ενάντια στην Ελλάδα των μαυραγοριτών και των ταγματασφαλιτών.
Που πάλεψε για το ακόμη αδικαίωτο όραμα μιας Ελλάδας πραγματικά ανεξάρτητης και με κοινωνική δικαιοσύνη.
Γι’ αυτό και αυτό το κίνημα δεν θα το πολεμήσουν μόνο οι Γερμανοί αλλά και όσοι δεν ήθελαν η μεταπολεμική Ελλάδα να διαλέξει ένα διαφορετικό δρόμο.
Από την τρομοκρατία των Ταγμάτων Ασφαλείας μέσα στην Κατοχή, στην επέμβαση των Άγγλων στα Δεκεμβριανά, στη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία, στον Εμφύλιο και μετά στο μετεμφυλιακό κράτος με τις εκτελέσεις και τα ξερονήσια, ο κόσμος του ΕΑΜ θα λάβει ιδιαίτερα πικρή «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Ακόμη χειρότερα, για δεκαετίες θα αντιμετωπίζονται οι αγωνιστές ως «αντεθνικά στοιχεία».
Όμως, όλα αυτά δεν είναι μόνο ιστορία. Ούτε καν μόνο μνήμη και ας έχει τόσο σημασία να τη διατηρήσουμε, ιδίως τώρα που ένας-ένας φεύγουν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες εκείνης της γενιάς.
Είναι και ανοιχτά στοιχήματα για σήμερα.
Για το εάν μπορεί αυτή η κοινωνία, αυτός ο λαός να συσπειρωθεί ξανά, να ξαναβρεί το νήμα του αγώνα, της αλληλεγγύης και της ελπίδας, να πιστέψει ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, να μην φοβηθεί να συγκρουστεί.
Γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι συνθήκες να είναι διαφορετικές, οι απειλές νέες, αλλά το αίτημα για λευτεριά, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια δεν αλλάζει.