Έχουν ειπωθεί πολλά για τη μοναξιά που βασάνισε επί ολόκληρους μήνες τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη, στο πλαίσιο των lockdown και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Θα μπορούσε, όμως, αυτή η μοναξιά να μην πλήττει αποκλειστικά την ψυχική και σωματική μας υγεία, αλλά να μετατρέπει και τον πλανήτη μας σε ένα πιο επιθετικό, θυμωμένο μέρος; Και αν ναι, ποιες είναι οι συνέπειές της για τη συμπεριληπτικότητα και την δημοκρατικότητα των κοινωνιών μας;
Λιγότερες από έξι εβδομάδες πριν τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της μοναξιάς και της κάλπης είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Η μοναξιά αναπόφευκτα θα αυξηθεί καθώς κινούμαστε προς ένα δεύτερο κύμα κοροναϊού και την επιστροφή πολλών μέτρων που περιορίζουν τις συναναστροφές μας. Αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο τους ηλικιωμένους, τα συναισθήματα απομόνωσης των οποίων επικαλέστηκε σε ομιλία του για τους νέους κανόνες για τον κοροναϊό αυτή την εβδομάδα ο Μπόρις Τζόνσον. Προκαταρκτικές μελέτες δείχνουν ότι ένας στους τέσσερις Βρετανούς ενήλικες αισθάνθηκε μοναξιά στη διάρκεια του locdown, με τους νέους ηλικίας 18 – 29 ετών και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους να δηλώνουν τα υψηλότερα επίπεδα.
Το μάθημα της Ιστορίας
Ήταν η Χάνα Άρεντ – μία από τους τιτάνες της σκέψης του 20ου αιώνα – που έγραψε πρώτη για τη σύνδεση μεταξύ της μοναξιάς και των πολιτικών της μισαλλοδοξίας. Ως νεαρή Εβραία, η Άρεντ διέφυγε από τη Γερμανία το 1933. Μετά τον πόλεμο, αφιέρωσε τον εαυτό της στην κατανόηση των αιτιών που οδήγησαν τη χώρα της στη βαρβαρότητα. Το 1951 εξέδωσε το βιβλίο «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα». Πρόκειται για ένα βιβλίο με ευρεία σκοπιά, που συμπεριλαμβάνει την άνοσο του αντισημιτισμού, τον ρόλο της προπαγάνδας και την συγχώνευση του ρατσισμού και της γραφειοκρατίας στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού. Όμως στο τέλος, στρέφεται σε έναν παράγοντα-έκπληξη: Τη μοναξιά.
Η Άρεντ γράφει ότι εκείνοι που χαρακτηρίζονται από «απομόνωση και απουσία φυσιολογικών κοινωνικών σχέσεων… είναι που ανακαλύπτουν εκ νέου τον στόχο τους και τον αυτοσεβασμό τους μέσω της παράδοσης των αυτόνομων εαυτών τους στην ιδεολογία». Η μοναξιά – ή «η εμπειρία του να μην ανήκεις καθόλου στον κόσμο» είναι, σύμφωνα με την Άρεντ «η ουσία της ολοκληρωτικής κυβέρνησης… η προετοιμασία των εκτελεστών και των θυμάτων της».
Αν και ο κόσμος μας σήμερα είναι προφανές ότι διαφέρει από την Γερμανία της δεκαετίας του 1930, δεν πρέπει να αγνοήσουμε αυτή την προειδοποίηση της ιστορίας, γράφει η Νορίνα Χερτζ, συγγραφέας του βιβλίου «The Lonely Century: Coming Together in a World That’s Pulling Apart», στους Financial Times. Γιατί ακόμη και πριν την εμφάνιση του κοροναϊού, η μοναξιά γινόταν ένα από τα καθοριστικά συναισθήματα του 21ου αιώνα.
Ορίζοντας εκ νέου τη μοναξιά
Επιπλέον, πρόκειται για ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από ακροδεξιούς λαϊκιστές ηγέτες και εξτρεμιστικές δυνάμεις στα περιθώρια της δημοκρατίας. Είναι αυτό που συνδέει τους πολίτες από τις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Γαλλία που δήλωσαν στους Financial Times ότι πρόκειται να ψηφίσουν για τον ακροδεξιό λαϊκιστή υποψήφιο της χώρας τους στις επόμενες εθνικές εκλογές: Όλοι τους νιώθουν μόνοι.
Οι παραδοσιακοί ορισμοί παρουσιάζουν την μοναξιά με ατομικούς όρους, χαρακτηρίζοντάς την ως έλλειψη συντροφιάς, αγάπης και οικειότητας ή ως απουσία στήριξης από αγαπημένα πρόσωπα. Ακόμη και πριν την πανδημία, πρόσφατες έρευνες είχαν δείξει ότι στις ΗΠΑ, τρεις στους πέντε ενήλικες αυτοχαρακτηρίζονταν μοναχικοί, ενώ στη Γερμανία τα δύο τρίτα των πολιτών θεωρούσαν ότι η μοναξιά αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Στη Βρετανία, όπου η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή ώστε το 2018 να οριστεί υπουργός μοναξιάς, ένας στους οκτώ Βρετανούς παραδέχτηκε το 2019 ότι δεν έχει ούτε έναν φίλο στον οποίο να μπορεί να στηριχτεί. Μόλις πέντε χρόνια πριν, την αντίστοιχη απάντηση έδινε ένας στους 10.
Ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων
Είναι προφανές ότι μέρος της αιτίας κρύβεται στα κοινωνικά δίκτυα. Όχι μόνο η μόνιμη σύνδεση και ο μόνιμος περισπασμός που αποτελούν μας κάνει να αισθανόμαστε μόνοι ακόμη και όταν είμαστε στον ίδιο χώρο με άλλους, αλλά και επειδή – ιδιαίτερα για τους νέους – η αδιάκοπη «σειρήνα» των κοινωνικών δικτύων τους καθιστά περισσότερο εκτεθειμένους στην τοξικότητα και την κακοποίηση. Στη Βρετανία, το 65% των νέων έχουν βιώσει bullying στο διαδίκτυο. Ίσως δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, λοιπόν, που μια σειρά από πρόσφατα πειράματα στα οποία ζητήθηκε από μαθητές να περιορίσουν τη χρήση των κοινωνικών δικτύων τους ανακάλυψε ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των αισθημάτων μοναξιάς τους.
Αστικοποίηση και νεοφιλελευθερισμός
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Η αστικοποίηση έχει δημιουργήσει πόλεις στις οποίες οι κάτοικοι δεν γνωρίζουν τους γείτονές τους, ούτε αισθάνονται δεμένοι με τις γειτονιές τους, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός κατοίκων της επαρχίας αισθάνονται απομονωμένοι, αφού τα δίκτυα υποστήριξης από την οικογένεια και τους φίλους τους έχουν κατακερματιστεί ή ακόμη και καταρρεύσει.
Άλλο ένα ζήτημα, σύμφωνα με τους FT, είναι ο νεοφιλελεύθερος τρόπος σκέψης: επί 40 χρόνια, βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ανταγωνιστές και όχι ως συνεργάτες, θέλουμε να παίρνουμε και όχι να δίνουμε, να κερδοσκοπούμε και όχι να βοηθάμε. Εκ των πραγμάτων, αυτό έχει και το κοινωνικό του τίμημα. Πρόσφατη έρευνα σε 46.000 συμμετέχοντες σε όλο τον κόσμο διαπίστωσε ότι οι ατομικιστικές κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερα επίπεδα μοναξιάς σε σχέση με τις κολλεκτιβιστικές.
Η μοναξιά ως πολιτικό ζήτημα
Όμως η αναπαράσταση της μοναξιάς αποκλειστικά με όρους σύνδεσης με τους φίλους, τους γείτονες και τους συναδέλφους μας, παραλείπει τις άλλες πιθανές της μορφές. Η μοναξιά είναι εξίσου πολιτική όσο και προσωπική, οικονομική όσο και κοινωνική. Σχετίζεται με τα αισθήματα αποσύνδεσης από τους συμπολίτες μας και από τους πολιτικούς ηγέτες, με την αποστασιοποίηση από την εργασία και τους εργοδότες μας.
Σε έναν κόσμο που αναδιαμορφώθηκε από την παγκοσμιοποίηση, τον αυτοματισμό, τη λιτότητα και πλέον από τον κοροναϊό και τη συνακόλουθη οικονομική ύφεση, η μοναξιά σχετίζεται και με την αίσθηση αποκλεισμού από τα κοινωνικά κέρδη, από την αίσθηση απουσίας στήριξης, εξουσίας, ορατότητας και λόγου. Αυτός ο συνδυασμός προσωπικής και πολιτικής απομόνωσης μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε όχι μόνο τα υψηλά επίπεδα της παγκόσμιας μοναξιάς, αλλά και τους λόγους της τόσο άμεσης σύνδεσης πολιτικής και μοναξιάς τα τελευταία χρόνια.
Ήδη από το 1992, οι ερευνητές άρχισαν να αντιλαμβάνονται μια σύνδεση μεταξύ της κοινωνικής απομόνωσης και των ψήφων προς το δεξιό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν στη Γαλλία. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, δημοσκόπηση του 2016 αποκάλυψε ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ δήλωναν με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα ότι δεν έχουν λιγότερους στενούς φίλους και γνωστούς και ότι περνούν λιγότερο χρόνο μαζί τους κάθε εβδομάδα σε σχέση με τους υποστηρικτές της Κλίντον και του Σάντερς.
Αντίστοιχες είναι και οι εμπειρίες των ακροδεξιών ψηφοφόρων που μίλησαν στους FT. Ο Έρικ από το Παρίσι μίλησε για τη μοναξιά της αστικής ζωής και τη χαρά που αντλεί από τις συναντήσεις του κάθε Τετάρτη με τα υπόλοιπα μέλη της Εθνικής Συσπείρωσης (πρώην Εθνικό Μέτωπο) και τα ποτά που πίνουν μετά όλοι μαζί, αλλά και από την αφισοκόλληση και το μοίρασμα φυλλαδίων. Πριν καταλήξει στη Λεπέν είχε πειραματιστεί και με άλλα πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και λαϊκιστικά κόμματα της Αριστεράς, όμως βρήκε τη συγκεκριμένη κοινότητα πιο φιλόξενη.
Ο Τζιόρτζιο από το Μιλάνο τόνισε ότι είναι ευγνώμων προς τη Λέγκα, της οποίας ηγείται ο Ματέο Σαλβίνι, για τα δείπνα και τα πάρτι στα οποία άρχισε να πηγαίνει. «Αποκαλούνται επιτροπές, όμως είναι σαν συγκεντρώσεις για μέλη του κόμματος. Και η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ ευχάριστες. Μπορείς να γνωρίσεις πολλούς ανθρώπους. τραγουδάμε, και το αίσθημα της παράδοσης είναι πολύ ισχυρό».
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις προεκλογικές εκδηλώσεις του Τραμπ το 2016, και για αυτό ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει τόσο απελπισμένα να τις συνεχίσει και φέτος. Η λαοθάλασσα με τα κόκκινα ρούχα, που έγραφαν «Make America Great Again», έκανε τους συμμετέχοντες να αισθάνονται ότι είναι κομμάτι μιας κοινότητας. Πρόσφεραν την αίσθηση ταυτότητας, ένα είδος συγγένειας που μεγάλο μέρος των παρευρισκόμενων δυσκολευόταν να βρει οπουδήποτε αλλού.
Ακροδεξιοί με… τραμπολίνα
Ο Σαλβίνι χρησιμοποιεί αντίστοιχες τακτικές στην Ιταλία, εντάσσοντας στο πολιτικό του λεξιλόγιο λέξεις που εκφράζουν τεράστια οικειότητα, όπως «μαμά», «μπαμπάς» και «φίλοι». Ίσως είναι κυνικό, είναι όμως και επιτυχές. Το ίδιο συμβαίνουν και στα βελγικά φεστιβάλ που διοργανώνει το εκεί ακροδεξιό κόμμα «Φλαμανδικό Συμφέρον». Εδώ, οι υποστηρικτές μοιράζουν το χρόνο τους μεταξύ αντιμεταναστευτικών ομιλιών σε εσωτερικούς χώρους και υπαίθριων φεστιβάλ με… face-painting και τραμπολίνα.
Όμως αυτά δεν αρκούν για να εξηγήσουν την επιτυχία της ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα, επικαλούνται το αίσθημα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης που πλήττει μεγάλο μέρος των πολιτών τα τελευταία χρόνια, την αίσθηση ότι κανείς δεν τους δίνει σημασία, ότι τους έχουν εγκαταλείψει εκείνοι που έχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία. Για να θυμηθούμε τις προεκλογικές ομιλίες του Τραμπ: «Οι ξεχασμένοι άντρες και γυναίκες της χώρας μας θα πάψουν να είναι ξεχασμένοι».
«Το οικονομικό σύστημα είναι άδικο»
«Το οικονομικό σύστημα είναι άδικο», λέει στους FT ο Έρικ. «Δεν είναι αρκετό να δουλεύεις σκληρά, πρέπει να δουλεύεις πολύ σκληρά. Αν είσαι καλός, δεν είναι αρκετό. Πρέπει να είσαι πολύ καλός και να ξέρεις τους σωστούς ανθρώπους. Αλλιώς δεν θα βγάλεις αρκετά για να ζήσεις».
Ο Τέρι, σιδηροδρομικός υπάλληλος, αισθάνεται επίσης περιθωριοποιημένος. Πατέρας οκτώ παιδιών από το Τενεσί, με 20 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας, πλέον «μετά βίας τα βγάζει πέρα» αντί για την «πολύ καλή ζωή» που ζούσε κάποτε. Όπως και πολλοί άλλοι σιδηροδρομικοί, πιστεύει ότι ο Τραμπ ακούσει και θα «φροντίσει τους ανθρώπους του», ενώ οι προηγούμενοι πολιτικοί ηγέτες είχαν κατά τη γνώμη του αγνοήσει τις ανάγκες τους.
Πώς αλλάζει η μοναξιά την εικόνα μας για τον κόσμο
Επομένως, ίσως δεν είναι παράξενο που σε έρευνες σε «οχυρά» της ακροδεξιάς στη Γαλλία και τη Γερμανία διαπιστώθηκε ότι η «εγκατάλειψη» αποτελούσε συνηθισμένη αναφορά των ανθρώπων. Η αποτυχία των κομμάτων της κεντροαριστεράς, είναι ακριβώς το ότι έχουν πάψει να αντιμετωπίζονται ως εκείνοι που υπηρετούν τα συμφέροντα των «ξεχασμένων» και «εγκαταλελειμμένων». Ιδιαίτερα μεταξύ των λευκών κοινοτήτων της εργατικής τάξης.
Η μοναξιά κάνει και κάτι ακόμη: Αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Μελέτη του 2019 που πραγματοποιήθηκε από το King’s College του Λονδίνου ζήτησε από 2.000 18χρονους να περιγράψουν πόσο φιλική είναι η γειτονιά τους. Τα αδέρφια τους, που ζούσαν στο ίδιο σπίτι, απάντησαν στην ίδια ερώτηση. Εν συντομία, τα πιο μοναχικά αδέρφια αντιλαμβάνονταν τη γειτονιά τους ως λιγότερο φιλική, λιγότερο συνεκτική και λιγότερο αξιόπιστη σε σχέση με τον αδερφό ή την αδερφή τους που αισθάνονταν λιγότερο απομονωμένοι.
Οι μοναχικοί άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο ως ένα πιο απειλητικό, εχθρικό μέρος και οι ακροδεξιοί λαϊκιστές έχουν αποδειχθεί ιδιαιτέρως ικανοί στο να εκμεταλλεύονται αυτούς τους φόβους. Γιατί εκτός από το να εστιάζουν στο ανήκειν, πάντα στέλνουν και ένα μήνυμα για το ποιοι άνθρωποι δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Το παράδειγμα του συνθήματος «Χτίσε τον Τοίχο» στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ είναι χαρακτηριστικό.
Ενότητα και αποκλεισμοί
Σε αυτό το σημείο είναι που η χειραγώγηση της μοναξιάς και της απομόνωσης από τους λαϊκιστές παίρνει την ασχημότερη και πιο διχαστική μορφή της. Ενισχύοντας τη αίσθηση απομόνωσης και περιθωριοποίησης των υποστηρικτών τους και αντιπαραβάλλοντάς τη στην υποτιθέμενη πολιτική εύνοια προς ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν – συνήθως μετανάστες ή απλώς άτομα άλλης θρησκείας ή χρώματος – η καπηλεία του φόβου από τους λαϊκιστές ξυπνά τα συναισθήματα, το άγχος και την ανασφάλεια και χρησιμοποιεί την εθνική και θρησκευτική διαφορά για να κερδίσει τη συμμαχία και την υποστήριξη.
Το 2020, αυτοί οι πολιτικοί ηγέτες πρόσθεσαν και άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα τους. Όταν εμφανίστηκε η πανδημία, δεν πέρασε παρά ελάχιστος καιρός μέχρι ένας αριθμός τους να χρησιμοποιήσει την κρίση για να αναμοχλεύσει ακόμη περισσότερες φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές εντάσεις και να δαιμονοποιήσει εκείνους που διαφέρουν εξαπολύοντας έναν νέο τύπο επίθεσης: Η ζωή ήταν καλύτερη πριν οι ξένοι μας μολύνουν με έναν φονικό ιό.
«Έρχονται εδώ και κάνουν διακοπές»
Ο Τζιόρτζιο, υποστηρικτής της ιταλικής Λέγκα, φαίνεται να έχει εσωτερικεύσει αυτά τα μηνύματα ανταγωνιστικού φυλετισμού: «Η κυβέρνηση βάζει τους ίδιους τους πολίτες της σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους μετανάστες που έρχονται από την Αφρική», τόνισε στους FT. «Άνθρωποι που έρχονται εδώ και κάνουν διακοπές, ενώ πολλοί από τους γηγενείς Ιταλούς εργάζονται στα χωράφια, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα».
Ο Τέρι από το Ανατολικό Τενεσί, που υποστηρίζει τον Τραμπ, είναι έξαλλος με τους ανθρώπους που «δεν θα έπρέπε να είναι εδώ, που παίρνουν επιδόματα και χτήματα και δουλειές από ανθρώπους εδώ που πάλεψαν για τη χώρα μας. Πρέπει να φροντίσουμε τους δικούς μας ανθρώπους».
Ευάλωτοι σε θεωρίες συνωμοσίας
Όπως και με τις θεωρίες συνωμοσίας για τον κοροναϊό, η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα αφηγήματα. Το 80% εκείνων που εργάζονται στα ιταλικά χωράφια χωρίς κοινωνικά δικαιώματα είναι μετανάστες. Στις ΗΠΑ, οι βετεράνοι έχουν δικαίωμα για πολύ περισσότερες παροχές σε σχέση με τους πρόσφυγες. Όμως για όλους εκείνους που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι, μόνοι και αγνοημένοι, για εκείνους που πλέον δεν αισθάνονται σύνδεση ούτε με τους συμπολίτες τους ούτε με την πολιτεία, για εκείνους που ήδη είναι πιο πιθανό να βλέπουν το περιβάλλον τους ως τρομακτικό και εχθρικό και είναι πιο ευάλωτοι σε θεωρίες συνωμοσίας (όπως απέδειξε πρόσφατη έρευνα για τα άτομα που αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένα), τέτοιου είδους αφηγήματα αποδεικνύονται εξαιρετικά γοητευτικά.
Πρόσφατη ανάλυση σε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους που απάντησαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ένα εκτεταμένο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιείται από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες), διαπίστωσε ότι εκείνοι που εξέφραζαν τις πιο ακραίες αντιμεταναστευτικές θέσεις, δεν χαρακτηρίζονταν από τόσο σημαντικές διαφορές στα βασικά δημογραφικά στοιχεία (φυλή, ηλικία, απασχόληση), όσο στην οικονομική τους επισφάλεια, τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στους συμπολίτες τους και την κυβέρνησή τους και κυρίως την κοινωνική απομόνωση.
Είναι αλήθεια ότι σε όλο τον κόσμο τους τελευταίους μήνες, ορισμένοι ακροδεξιοί λαϊκιστές δεν τα πηγαίνουν καθόλου καλά – το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι το γερμανικό AfD. Όμως δεν θα ήταν σοφό να πιστέψουμε ότι η επιρροή τους ως πλαίσιο βρίσκεται μπροστά σε μια ραγδαία πτώση. Οι συνθήκες στις οποίες ήκμασαν δεν έχουν αλλάξει ριζικά. Στην πραγματικότητα, η πανδημία έχει μάλλον εντείνει την κοινωνική απομάκρυνση και απομόνωση και σε πολλά μέρη έχει ενισχύσει τον διχασμό. Η μοναξιά και η ψήφος, λοιπόν, αναμένεται να παραμείνουν στενά συνδεδεμένες.