Στις αναλύσεις και στην πιθανολόγηση της συμπεριφοράς του προέδρου Ερντογάν απουσιάζει η ουσιαστική αξιολόγηση του διατρανούμενου οράματός του να αποκαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να αναβιώσει το χαλιφάτο του Ισλάμ. Υποτιμάται δηλαδή η συμπεριφορά του ως πιστού μουσουλμάνου, ο οποίος προσπαθεί να ανταποκριθεί στις επιταγές του προφήτη Μωάμεθ, του οποίου φιλοδοξεί να γίνει χαλίφης, δηλαδή επίγειος εκπρόσωπος.
Η διακατέχουσα τη Δύση κουλτούρα πολιτικής ορθότητας δεν της επιτρέπει να αποτιμήσει την ισλαμική διάσταση της συμπεριφοράς του Ερντογάν. Για τη σύγχρονη δυτική κουλτούρα η θρησκευτική πίστη είναι ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, που δεν επιτρέπεται να το αναφέρεις και να το σχολιάζεις. Ομως έτσι όχι μόνο δεν μπορείς να προβλέψεις τη συμπεριφορά των ισλαμιστών, αλλά και να αποτρέψεις τις συνέπειες της ισλαμοποίησης.
Μόνο εθελοτυφλούντες άθεοι, αγνωστικιστές, ή τυπικά θρησκευόμενοι χριστιανοί δεν μπορούν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά ενός πιστού μουσουλμάνου. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι πιστοί στο Ισλάμ στρώνουν πέντε φορές την ημέρα, ενίοτε και κάθε μέρα, ένα χαλάκι για να προσευχηθούν, ότι οι περισσότερες μουσουλμάνες φορούν μαντίλα και καλύπτουν όλο το σώμα με ποδήρη χιτώνα και γενικά ότι η καθημερινότητά τους καθορίζεται από εντολές του Κορανίου αποδεικνύουν όχι μόνο τη βαθιά πίστη τους, αλλά και τη ζωντανή απειλή για τους άπιστους.
Καθώς ο Μωάμεθ ανέδειξε και επέβαλε τη θρησκεία του διά του ξίφους στοχεύοντας στον εξισλαμισμό της ανθρωπότητας όχι μόνο διά της πειθούς ή της εξαγοράς αλλά και διά της βίας, αυτά υπαγορεύουν και τη συμπεριφορά του Ερντογάν. Την κατίσχυση του Ισλάμ συμβολίζει και η μετατροπή σε τζαμί της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας.
Με πυκνό δίκτυο τζαμιών στην Ευρώπη, ισλαμικών σχολείων, δήθεν πολιτιστικών κέντρων που χρηματοδοτούνται από τη σουνιτική Τουρκία σε ανταγωνισμό με τη Σαουδική Αραβία, οι πιστοί του Ισλάμ κατακτούν βαθμιαία, ιδίως στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ολλανδία συνοικίες, σχολεία, πόλεις με την ενθουσιώδη συνδρομή της Αριστεράς στην προσπάθειά της να απορρίψει τη χριστιανική θρησκεία, όπως ασταμάτητα αποκαλύπτει και προειδοποιεί η σχεδόν μοναχική φωνή της κυρίας Σώτης Τριανταφύλλου με την αρθρογραφία και τα βιβλία της που μάταια προσπαθούν να κατισχύσουν της κραυγής «Ο Θεός είναι μεγάλος» των όπου γης μουσουλμάνων.
Ο Ερντογάν πέρα από διάδοχος του Μωάμεθ του Κατακτητή και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, επιδιώκει και ως πιστός μουσουλμάνος την επιβολή το Ισλάμ διά του ξίφους. Με αυτό το όραμα φανατίζει τους πιστούς Τούρκους και προσδοκά τη συμπαράσταση της μουσουλμανικής Ασίας και Αφρικής όπου διεισδύει συστηματικά. Και οι Τούρκοι ως καλοί μουσουλμάνοι δεν διστάζουν να εμπλέκονται σε πολεμικές συρράξεις σε διάφορα μέτωπα, καθώς η θρησκεία τους τούς διαβεβαιώνει ότι θυσιαζόμενοι υπέρ της πίστεως θα πάνε κατευθείαν στον παράδεισο.
Οπως εύστοχα επισημαίνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, «η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος είναι ο συμβολικός Ρουβίκωνας του Ερντογάν. Η Τουρκία δεν είναι πλέον ένα κράτος που στηρίζεται στην πολιτική ή στρατιωτική ισχύ για να διεκδικήσει ή να επιβάλει. Είναι ένα κράτος που μιλάει και πράττει στο όνομα μιας θρησκείας και ενός ολόκληρου πολιτισμού και μάλιστα στο όνομα της επιθετικότητάς τους».