«Ας είμαστε ειλικρινείς, το κοινό θέλει αίμα», λέει η Ερμονέλα Γιάχο, «και ο τραγουδιστής που ερμηνεύει έναν ρόλο είναι σαν να δίνει το αίμα του εκείνη τη στιγμή. Ακούγεται πιθανώς μεγαλόστομο, αυτός όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο εγώ προσεγγίζω τους ρόλους μου: Ως πράξη θυσίας».

Οσοι την έχουν δει στη σκηνή (έστω στα δεκάδες αναρτημένα στο YouTube βίντεο από εμφανίσεις της) ξέρουν πως δεν υπερβάλλει: Η διάσημη υψίφωνος κυριαρχεί στα μεγαλύτερα θέατρα όχι μόνο με το τραγούδι της, αλλά κυρίως με τη σπάνια θεατρικότητα της ερμηνείας της. Με το σπαρακτικό δόσιμό της στον ρόλο τον οποίο υποδύεται κάθε φορά.

Χαρακτηρισμένη από τους κριτικούς ως μία από τις μεγαλύτερες singing actresses των ημερών μας, απαράμιλλη κυρίως στα έργα του βεριστικού ρεπερτορίου, η Γιάχο έρχεται στην Αθήνα για να ερμηνεύσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή τον μεγαλύτερο ρόλο της, τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Και με αφορμή το, καθυστερημένο είναι η αλήθεια, ελληνικό ντεμπούτο της, μιλάει στο BHMAgazino για μια ζωή που μοιάζει με παραμύθι. Για έναν αγώνα που καταλήγει θριαμβευτικά στις κατάφωτες σάλες της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, της Σκάλας του Μιλάνου και της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου.

Η Ερμονέλα Γιάχο ως «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι με τον Μπράιαν Χάμελ στη Χιρόνα.

Παιδί ακόμα, έπειτα από μία παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στην Οπερα των Τιράνων, η Ερμονέλα Γιάχο αποφάσισε να ασχοληθεί με το λυρικό τραγούδι. Να γίνει πριμαντόνα σαν το είδωλό της, τη Μαρία Κάλλας, την οποία όταν εκείνη πάνω-κάτω την εποχή την άκουσε σε μία κασέτα «ένιωσα σαν να συντελείται μπροστά μου ένα θαύμα. Για πρώτη φορά άκουγα μία φωνή να πηγαίνει πιο βαθιά από τις νότες, να φτάνει πέρα από τα όρια. Με συγκλόνισε και με ενέπνευσε, όσο κλισέ και αν ακούγεται». Χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση των γονιών της, «στις θυσίες που έκαναν προκειμένου να μπορέσω να σπουδάσω και να πραγματοποιήσω το όνειρό μου», αλλά και στη δική της σκληρή δουλειά, βρέθηκε στην Ιταλία. Ηταν 19 χρόνων, «γεμάτη ενέργεια, γεμάτη όρεξη για να μάθω και να δημιουργήσω, αλλά και μόνη, χωρίς χρήματα, σε έναν κόσμο σκληρό και ανταγωνιστικό!».

Με τη συμμετοχή της και τη βράβευσή της σε διεθνείς διαγωνισμούς άρχισε να δικτυώνεται. Το κοινό και οι κριτικοί εντυπωσιάστηκαν από αυτή τη μικροσκοπική, αδύνατη κοπέλα με την ντελικάτη λυρική φωνή που όταν ανέβαινε στη σκηνή μεταμορφωνόταν σε τραγωδό. Η «Τραβιάτα», η «Αδελφή Αγγελική» και η «Μαντάμα Μπατερφλάι» έγιναν τρεις από τους ρόλους με τους οποίους εδραίωσε τη φήμη της. Οι συνεργασίες της με καλλιτέχνες όπως οι τενόροι Πλάθιντο Ντομίνγκο, Γιόνας Κάουφμαν και Γκρέγκορι Κούντε και τον μαέστρο Αντόνιο Παπάνο έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη λάμψη στο άστρο της.

«Κάθε φορά που μιλάω σε νέους τραγουδιστές», λέει τώρα η διάσημη υψίφωνος, «τους διαβεβαιώνω: Αφού μπόρεσα να τα καταφέρω εγώ, μπορείτε και εσείς. Τους λέω πως το να ζεις από το τραγούδι είναι δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Πρέπει όμως, για να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο, το τραγούδι να είναι ανάγκη της ψυχής σου. Μόνο τότε δεν θα λυγίσεις από τις μεγάλες δυσκολίες που θα βρεις, μόνο τότε θα έχεις τα όπλα για να αντιμετωπίσεις την αμφισβήτηση που θα σε περιμένει σε κάθε βήμα σου. Τους λέω: «Να πιστεύετε στον εαυτό σας, να εργάζεστε σκληρά και να είστε τίμιοι και ειλικρινείς. Να μην έχετε μεγάλες προσδοκίες, γιατί η ζωή πάντα θα έρχεται για να τις διαψεύσει, να πολεμάτε όμως πάντα για το καλύτερο»».

Η Ερμονέλα Γιάχο ως «ΘαΊδα» του Μασνέ με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο στη Μαδρίτη.

Τι είναι αυτό που έχει προσφέρει σε εσάς, στη δική σας ψυχή, το λυρικό τραγούδι;

«Είναι μια διαδικασία που μοιάζει, τολμώ να πω, με την ψυχοθεραπεία. Γιατί σε αναγκάζει να σκάψεις βαθιά μέσα σου. Μόνο έτσι η κραυγή, ο λυγμός, το δάκρυ, ο αναστεναγμός, το γέλιο θα γίνουν πιστευτά. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο: Να γίνεις πιστευτός στο κοινό. Και για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να είσαι πρόθυμος να γυμνώσεις την ψυχή σου στη σκηνή».

 

Θεωρείστε µία από τις καλύτερες ερµηνεύτριες των έργων του Πουτσίνι, του βερισµού γενικότερα, στον οποίο είναι σε µεγάλο βαθµό αφιερωµένος και ο δίσκος σας «Anima Rara», που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ποιο θα λέγατε πως είναι το µυστικό της επιτυχίας; Πώς προσεγγίζετε αυτούς τους ρόλους;

«Ας ξεκινήσουμε από τα απολύτως απαραίτητα. Πρέπει πρώτα-πρώτα να έχεις μια καλή τεχνική, αυτό όμως αφορά όλο το ρεπερτόριο. Το πώς δηλαδή θα τραγουδάς χωρίς να κάνεις κακό στη φωνή σου, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τις δυσκολίες και τις παγίδες που κρύβει κάθε έργο. Από εκεί και πέρα, στον βερισμό είσαι τραγωδός, χρειάζεται 100% θεατρικό δόσιμο στον ρόλο, ενώ στο μπελκάντο επικεντρώνεις στην ομορφιά του ήχου και του τραγουδιού, στην ψηλή νότα… Εκεί το συναίσθημα εκδηλώνεται σχεδόν διακριτικά, μέσα από τη μελωδία, ενώ στον βερισμό πρέπει να παίξεις. Ολα όμως χρειάζονται. Ο βερισμός με συγκλονίζει, το μπελκάντο είναι σαν μασάζ στις φωνητικές χορδές, απαραίτητο θα έλεγα  για την υγεία τους. Προσπαθώ λοιπόν να υπάρχει μια ισορροπία στο πρόγραμμά μου, να τραγουδώ ρόλους από όλα τα είδη. Ολα σε βοηθούν να εξελιχθείς ως καλλιτέχνης».

 

Οµως, ποια από τις δύο προσεγγίσεις και ποιο από τα δύο είδη προτιµάτε;

«Αγαπώ όλους τους ρόλους που κουβαλούν δράμα και πάθος, που έχουν όλη την παλέτα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Γι’ αυτό η «Τραβιάτα», η «Μπατερφλάι» και η «Αδελφή Αγγελική» είναι κοντά στην ψυχή μου. Βεβαίως το να αποδώσεις το δράμα είναι εξαντλητική διαδικασία. Πρέπει να τα δώσεις όλα. Θα ακουστεί πολύ παράξενο αυτό που θα σας πω, αλλά μερικές φορές, την ώρα της παράστασης, αισθάνομαι σαν να βγαίνω έξω από τον εαυτό μου, σαν να αποχωρίζομαι το σώμα μου και να το κοιτάζω από πάνω. Είναι μια αίσθηση μεταφυσική. Είναι, την ίδια στιγμή, επίπονο να πεθαίνεις ξανά και ξανά πάνω στη σκηνή σαν να μην υπάρχει αύριο».

 

Εχοντας παρακολουθήσει αρκετές βιντεοσκοπημένες παραστάσεις σας και βλέποντάς σας εξουθενωμένη την ώρα που υποκλίνεστε, έχω κι εγώ αναρωτηθεί πώς αντέχετε τόση ένταση.

«Γι’ αυτό χρειάζεται η καλή τεχνική, για να αντέχεις. Εγώ δεν είμαι η δραματική σοπράνο με τον μεγάλο ήχο που επιβάλλεται, παραμένω πάντα μια λυρική σοπράνο με αρκετά ευαίσθητο όργανο, οπότε προσπαθώ να χρησιμοποιώ τη λυρική φωνή μου όσο καλύτερα μπορώ. Να μη βαραίνω, να μην ουρλιάζω… Οταν είχα πρωτοκάνει την «Μπατερφλάι», ρόλο που έχω τραγουδήσει περισσότερες από 100 φορές, μου έλεγαν: «Μην το κάνεις, θα σπάσεις τη φωνή σου, δεν θα αντέξεις!». Είχα όμως, όπως αποδείχθηκε, τον τρόπο μου. Αντεξα και μυστικά δεν έχω. Κάνω καλή τεχνική δουλειά, τόσο καλή ώστε να νιώθω σίγουρη, και στη σκηνή ξεχνώ την τεχνική και ζω το δράμα».

 

Μελετάτε καθηµερινά;

«Ανελλιπώς! Κάθε ημέρα. Οχι απαραιτήτως για πολλές ώρες, αλλά δεν περνάει ημέρα χωρίς να ασκηθώ έστω για λίγο».

 

Συνεχίσατε να μελετάτε και κατά την περίοδο της καραντίνας;

«Το έκανα, δεν ήταν όμως εύκολο. Για εμάς τους τραγουδιστές, που όλη η ζωή μας είναι ένα ταξίδι και μία παράσταση, που έχουμε μάθει σε αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μακριά από τους δικούς μας, ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Γιατί χρειαζόμαστε το κοινό. Πέρασα αρκετούς μήνες στο σπίτι μου στη Νέα Υόρκη, ακυρώθηκαν επτά συμβόλαια, ακυρώθηκε και το ντεμπούτο μου στην «Αντριάνα Λεκουβρέρ». Είχα ένα πρόγραμμα εξαιρετικά φορτωμένο και ξαφνικά βρέθηκα… με τίποτα. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη κατάθλιψη, γιατί είναι πολύ βαριά, ένιωσα όμως στριμωγμένη, ένιωσα στενόχωρα. Για να ξεφύγω από τη θλίψη πίεζα τον εαυτό μου να μελετά και να μην αφήνει τον χρόνο να κυλάει άσκοπα. Δεν σας κρύβω πως όταν ήρθε η πρόταση για την «Μπατερφλάι» από την Ελλάδα, έκλαψα από χαρά! Οποιες και αν ήταν οι ανησυχίες μου για το μακρύ αεροπορικό ταξίδι από τις ΗΠΑ αυτή την περίεργη εποχή και για το τεστ για την COVID-19 που ήμουν υποχρεωμένη να κάνω προτού μπω στο αεροπλάνο, σκέφτηκα πως είχε έρθει η ώρα της επανεκκίνησης. Επρεπε να προχωρήσω μπροστά, κι εγώ, όπως όλοι μας!».

 

Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεστε τη χώρα µας;

«Ναι. Πάντοτε έβλεπα τις φωτογραφίες με τα υπέροχα τοπία και τα καταπληκτικά αρχαία θέατρα, πάντα όταν προγραμμάτιζα τις διακοπές μου κοιτούσα προς την Ελλάδα, ποτέ όμως δεν τα είχα καταφέρει να έρθω. Και το ήθελα πολύ, γιατί είχα πάντα μεγάλη συμπάθεια για τη χώρα σας».

 

Εκτός από το τραγούδι ασχολείστε απ’ ό,τι ξέρω και με τη διδασκαλία…

«Δίνω masteclasses σε νέους τραγουδιστές. Υπάρχουν, ξέρετε, υπέροχες φωνές, υπέροχες! Βγαίνουν όμως τα παιδιά αβοήθητα σε έναν κόσμο σκληρό και απαιτητικό, όπου αντιμετωπίζουν απαράδεκτες συμπεριφορές. Ξέρω πόσο δύσκολα είναι εκεί έξω. Ξέρω πως η προσπάθεια να κάνεις καριέρα είναι ένα μεγάλο τεστ αντοχής. Εγώ είχα δίπλα μου τους εκπληκτικούς γονείς μου, ανθρώπους που έγιναν θυσία για τα παιδιά τους. Υπάρχουν όμως παιδιά που αγωνίζονται για το όνειρό τους ολομόναχα. Που βλέπουν τη λαμπερή ζωή των τραγουδιστών μέσα από τις αναρτήσεις τους στα social media και δεν καταλαβαίνουν πως η πραγματικότητα είναι ένα άλλο πράγμα. Θέλω να είμαι δίπλα τους».

 

Επειτα από τόσα χρόνια καριέρας αισθάνεστε ασφαλής και ήρεµη;

«Κάνω πάντα την ίδια σκληρή δουλειά για να συντηρηθώ. Κάνω μια ζωή στην οποία είσαι πάντα μόνος – η οικογένειά μου δεν μπορεί να με ακολουθεί όπου πηγαίνω – και που όσο ψηλά και αν έχεις φτάσει, πάντα θα σε αμφισβητούν και θα σε απορρίπτουν. Πάντα θα σου λένε: «Δεν είσαι αρκετά καλή!». Αυτός είναι ο κόσμος μας, σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να επιβιώσουμε. Αυτό λέω και στα παιδιά: Πως δεν θα αρέσουν σε όλους. Αλλά πως πάντα θα πρέπει να δουλεύουν για να βελτιώνονται. Ο κόπος και ο πόνος σε κάνουν καλύτερο τραγουδιστή».

 

Εχετε ακόµα τρακ όταν ανεβαίνετε στη σκηνή;

«Επειτα από περίπου 26 χρόνια καριέρας – ναι, είμαι μια ηλικιωμένη κυρία (σ.σ.: γελάει) – θα περίμενε κανείς να το ελέγχω, όμως όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ φοβάμαι. Με βλέπουν οι συνάδελφοι στα παρασκήνια να τρέμω και απορούν. Συνήθως όμως, όταν ανεβαίνω στη σκηνή, μετά τις πρώτες νότες, όλα αλλάζουν. Συμβαίνει κάτι σαν κάθαρση. Μπαίνω σε έναν άλλον κόσμο, ακούγεται τρελό, γίνομαι όμως για λίγο κάποιος άλλος άνθρωπος. Αυτό όταν όλα λειτουργήσουν όπως πρέπει. Υπάρχουν και ημέρες που χρειάζεται να καταβάλω μεγαλύτερη προσπάθεια για να αποδώσω και για να καταφέρω να πάρω το κοινό μαζί μου».

 

Τι είναι αυτό που σας τροµάζει περισσότερο στη «Μαντάµα Μπατερφλάι»;

«Η διάρκειά της. Ο ρόλος είναι τεράστιος, και αυτό τον κάνει πολύ κουραστικό. Oποτε τον τραγουδάω νομίζω πως σκοτώνομαι δύο φορές – τη μία ως Τσο-Τσο-Σαν και την άλλη ως Ερμονέλα, αφού το φινάλε με βρίσκει χωρίς αναπνοή».

 

Είστε αισιόδοξη για το µέλλον της όπερας;

«Μου αρέσει να κοιτάζω τα πράγματα με αισιοδοξία. Ομως είναι μια περίοδος σκληρή, με μεγάλο ανταγωνισμό και με όλη αυτή την καταστροφή που έφερε η COVID-19… Είναι επιπλέον εποχή ιδιαιτέρως δύσκολη για εμάς, τους τραγουδιστές με τις λυρικές φωνές. Τα θέατρα είναι πλέον πολύ μεγάλα, γεγονός που κάνει το τραγούδι μας πιο απαιτητικό. Αλλο να ερμηνεύεις χωρίς μικρόφωνο μπροστά σε 300 και άλλο μπροστά σε 2.500 άτομα! Τότε χρειάζεσαι υπερπολλαπλάσια ενέργεια και ένταση. Οι ορχήστρες είναι επίσης πολύ μεγάλες και, πιστέψτε με, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταξιδεύεις τη φωνή σου πάνω από δεκάδες όργανα. Επιπλέον, οι περισσότεροι σκηνοθέτες αγνοούν τους κώδικες της όπερας. Με βάζουν, ας πούμε, να τραγουδήσω με τη λυρική φωνή μου στο βάθος της σκηνής, σε ένα σημείο από όπου ούτε φαίνομαι ούτε (το κυριότερο) ακούγομαι. Και που για να ακουστώ πρέπει να αρχίσω να φωνάζω – όχι να τραγουδώ, να φωνάζω – με όλη μου τη δύναμη. Παλαιότερα υπήρχε άλλη γνώση. Σήμερα όλα γίνονται βιαστικά και γρήγορα. Γι’ αυτό και ακούμε υπέροχες φωνές που έπειτα από 4-5 χρόνια καταστρέφονται. Επειδή βιάζονται. Επειδή το σύστημα τους αναγκάζει να βιαστούν. Γιατί; Ακόμα και ένα μωρό θέλει εννέα μήνες για να γίνει μωρό! Ετσι και η φωνή θέλει χρόνο για να αναπτυχθεί».