Μια νέα ανασκόπηση μελετών που διεξήχθη από ερευνητές του Beth Israel Deaconess Medical Center (BIDMC) αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι οι άνδρες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θνητότητας σε σύγκριση με τις γυναίκες εξαιτίας της νόσου COVID-19. Στην ανασκόπηση αυτή που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Frontiers in Immunology» οι ειδικοί του BIDMC εξερεύνησαν τις διαφορές στη φυσιολογία μεταξύ των δύο φύλων που επιδρούν στον κίνδυνο νόσησης από τον νέο κορωνοϊό, στην εξέλιξη της κλινικής πορείας της νόσου καθώς και στην απόκριση στα εμβόλια.
Tεράστιες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων
«Η πανδημία του SARS-CoV-2 έχει αποκαλύψει τεράστιες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων καθώς τα ποσοστά θνητότητας εμφανίζονται αυξημένα στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες σε όλες τις ηλικίες» ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της νέας ανασκόπησης Βαϊσάλι Μούλτον, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στο Τμήμα Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας του BIDMC καθώς και επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και προσέθεσε: «Εκτός από τους συμπεριφορικούς παράγοντες και τους παράγοντες του τρόπου ζωής που διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα χρωμοσώματα που συνδέονται με το φύλο, οι ορμόνες του φύλου καθώς και το μικροβίωμα και η σύνδεσή του με την ανοσολογική απόκριση στις λοιμώξεις αποτελούν πιθανές σημαντικές βιολογικές παραμέτρους που συμβάλλουν στις διαφορές που βλέπουμε μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά τη νόσο COVID-19».
Ο καθηγητής Μούλτον και οι υπόλοιποι συγγραφείς της νέας μελέτης (Νιρούπα Γκάντι, Σαμάνθα Γου και Αλισον Σπίλμαν, στο σύνολό τους φοιτήτριες στο Εργαστήριο του δρος Μούλτον στο BIDMC) αναγνωρίζουν στην ανασκόπησή τους ότι δημογραφικές και συμπεριφορικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών συνδέονται με την προδιάθεση που εμφανίζουν τα δύο φύλα στον κίνδυνο για COVID-19. Για παράδειγμα οι άνδρες είναι πιο πιθανό να καπνίζουν (το κάπνισμα αποτελεί γνωστό παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσο COVID-19), ενώ έχουν και περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν καρδιαγγειακό νόσημα και υπέρταση (σοβαρές υποκείμενες συννοσηρότητες με την COVID-19). Παράλληλα οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εργάζονται στο σύστημα υγείας, γεγονός που αυξάνει την πιθανή έκθεση στον νέο κορωνοϊό.
Ισχυρότερη η ανοσολογική απόκριση των γυναικών στις λοιμώξεις
Ωστόσο πολλές μελέτες σε ζώα αλλά και σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι τα θηλυκά τείνουν να εμφανίζουν ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση στις λοιμώξεις σε σύγκριση με τα αρσενικά – κάτι τέτοιο συνδέεται με αυξημένη ευαισθησία σε φλεγμονώδη και αυτοάνοσα νοσήματα. Πραγματοποιώντας την ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, στη γενετική του χρωμοσώματος Χ, στις ορμόνες του φύλου, στον υποδοχέα ΑCE-2 που έχει βρεθεί ότι αποτελεί την «πύλη» εισόδου του νέου κορωνοϊού στα κύτταρα καθώς και στο μικροβίωμα, οι ερευνητές του BIDMC καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το φύλο αποτελεί μια ζωτικής σημασίας αλλά υποεκτιμημένη παράμετρο στις μελέτες σχετικά με την ανοσία και τα μεταδοτικά νοσήματα.
Ανάπτυξη εμβολίων και κλινικές δοκιμές με βάση το φύλο
«Οι έρευνες σχετικά με εμβόλια και οι κλινικές δοκιμές, συμπεριλαμβανομένων όσων διεξάγονται αυτή τη στιγμή για την COVID-19, πρέπει να περιλαμβάνουν το φύλο ως μεταβλητή-‘κλειδί’ όταν εξετάζουν την έκβαση των ασθενών» υπογράμμισε ο καθηγητής Μούλτον και κατέληξε τονίζοντας ότι «η κατανόηση αυτών των παραγόντων θα μας βοηθήσει να μάθουμε καλύτερα την COVID-19 και θα μας καθοδηγήσει στον σχεδιασμό αποτελεσματικών στρατηγικών ανάπτυξης εμβολίων και θεραπειών με στόχο την εξατομικευμένη ιατρική με βάση και το φύλο».