Η Εύα Στεφανή κάθεται απέναντί μου στο Mikel της πλατείας Κοραή. Χωρίς να την ξέρω πολύ καλά, παρότι γνωριζόμαστε χρόνια, ξέρω ότι είναι άνθρωπος συνεσταλμένος και χαμηλών τόνων. Αναμφίβολα, το έργο της – το σκηνοθετικό, το εικαστικό, το συγγραφικό και κυρίως το εκπαιδευτικό (εκείνο που η ίδια αγαπά περισσότερο) – είναι αν όχι τεράστιο, σίγουρα ποικιλόμορφο. Ομως η Εύα Στεφανή προτιμά να μην το χρησιμοποιεί ως εργαλείο προβολής του εαυτού της. «Δεν αισθάνομαι και τόσο άνετα να μιλάω για μένα» λέει πίνοντας διακριτικά λίγο από τον σκέτο καφέ της. Την πιστεύω.
Ημουν εξάλλου παρών όταν πριν από λίγο καιρό σε μια παρουσίαση των μελλοντικών αφιερωμάτων της Ταινιοθήκης της Ελλάδος η Μαρία Κομνηνού, πρόεδρος του ΔΣ του οργανισμού, ανακοίνωνε ότι μέσα στον χρόνο θα γίνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στις ταινίες τεκμηρίωσης της Εύας Στεφανή. Οταν η Κομνηνού κάλεσε τη σκηνοθέτρια στο πόντιουμ για να πει δυο κουβέντες στο κοινό, η Στεφανή με το ζόρι σηκώθηκε και με χαμηλωμένο το βλέμμα ψέλλισε ένα απλό «ευχαριστώ πολύ» για να επιστρέψει άρον-άρον στη θέση της.
Ενα αφιέρωμα στην Εύα Στεφανή λοιπόν, που χωρίς να μιλάει πολύ, έχει δουλειά να δείξει: πέρα από τον εκπαιδευτικό ρόλο της, πρώτα ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας Κινηματογράφου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και σήμερα στο Τμήμα ΜΜΕ και Ενημέρωσης του ΕΚΠΑ, πέρα από τα βιβλία που γράφει και επιμελείται (περισσότερα από 10, όλα για το σινεμά – εκδόσεις Πατάκη), η Στεφανή έχει παρουσιάσει εξαίρετα μικρού ή μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ. Ανάμεσά τους τα «Αθήναι» (ένα από τα καλύτερα που έχουν γυριστεί για την ελληνική πρωτεύουσα), «Επισκέψεις στο σπίτι του Ε. Χ. Γονατά», «Ακρόπολις», «Το κουτί», «Λουόμενοι» και «Εγερτήριον».
Το 2019 κύλησε καλά για την 55χρονη σκηνοθέτρια. Το video art της με τίτλο «Μόνο άντρες», φιλοξενήθηκε στην Μπιενάλε της Βενετίας αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές, παρότι η Στεφανή δεν διστάζει να μου πει ότι «ένιωσα σαν να βρίσκομαι σε έκθεση αυτοκινήτων – μια κατάσταση εντελώς τού φαίνεσθαι και χωρίς πολλή ουσία». Δεν είναι «κάθετη» ωστόσο. Η εμπειρία της από την documenta πριν από μερικά χρόνια ήταν θαυμάσια τόσο στο Κάσελ όσο και στην Αθήνα. «Μου άρεσε η συλλογικότητα εκείνης της δουλειάς» είπε αναφερόμενη στους συνεργάτες της.
Στο Φεστιβάλ της Σύρου, η Στεφανή συμμετείχε στο πρόγραμμα Artists in Focus όπου εκτός των άλλων έλαβε μέρος σε μια σειρά δημιουργίας ταινιών μικρού μήκους σε εργαστήριο ντοκιμαντέρ παρατήρησης, στο οποίο συμμετείχαν ενεργά κάτοικοι του νησιού από διάφορες ηλικιακές ομάδες και περιβάλλοντα. Το εργαστήριο ξεκίνησε λίγο πριν ανοίξει το φεστιβάλ και εξελίχθηκε παράλληλα με αυτό έχοντας στόχο τη δημιουργία μέσω της ενεργοποίησης της μνήμης και των ποικίλων τρόπων και τεχνικών παρατήρησης.
Θα μιλήσουμε αρκετά, για τις οικογένειές μας, το σινεμά, τη ζωή, τους έρωτες της εφηβείας, όταν κάποτε, στα δικά μας χρόνια η έκφραση «τα ‘χουν» προσδιόριζε κάτι ενώ σήμερα που η ίδια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο «δεν τη χρησιμοποιεί κανείς!». Γεννήθηκε το 1964 στην Αλεξάνδρεια της Βιρτζίνια των ΗΠΑ και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1981 ως το 1987. Ακολούθησαν πολλοί σταθμοί, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη (New York University – μεταπτυχιακές σπουδές στη θεωρία του κινηματογράφου), στην Αγγλία (μεταπτυχιακό πρόγραμμα σε σκηνοθεσία κινηματογράφου με ειδίκευση στο ντοκιμαντέρ στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Βρετανίας). To 1997 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Επάγγελμα: πουτάνα
Το ντοκιμαντέρ με το οποίο η Εύα Στεφανή ασχολείται αυτή την περίοδο έχει ήδη κλείσει οκτώ χρόνια ζωής από τότε που το ξεκίνησε. Στη Σύρο η σκηνοθέτρια παρουσίασε αποσπάσματά του ως work in progress, με προσωρινό τίτλο «Μέρες και νύχτες με τη Δήμητρα Κ.».
«Είναι μια ταινία για μια πουτάνα» λέει και συμπληρώνει αμέσως ότι χρησιμοποιεί αυτή την αγοραία λέξη, διότι στην ίδια τη γυναίκα που είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ, τη Δήμητρα, δεν αρέσουν όροι όπως «εργαζόμενη στο σεξ» παρότι είναι πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων για το Σεξ στην Ελλάδα. «Είναι σαν φιγούρα ταινίας του Φελίνι» συνεχίζει η Στεφανή, «μια Μάμα, που αγαπά το επάγγελμά της, που δεν νιώθει καθόλου θύμα, ένας δυναμικός και πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος και συγχρόνως πολύ αντιφατικός». Η Στεφανή γελά μιλώντας για μια γυναίκα «φοβερά Συριζαία – το μόνο πράγμα για το οποίο τσακωνόμουν μαζί της – και μαζί φοβερά… βασιλόφρων!».
Η Στεφανή γνώρισε τη Δήμητρα μέσω μιας κοινής φίλης, της Σοφίας Μιχαηλίδου, υπεύθυνης Τύπου στο Ινστιτούτο Γκαίτε, η οποία είχε συνεργαστεί με το ZDF σε μια παραγωγή της γερμανικής τηλεόρασης σχετική με την αθηναϊκή νύχτα. Στην αρχή, η Δήμητρα ήταν αρνητική γιατί «βαριέται να μιλάει για τον εαυτό της και τη ζωή της». Η Στεφανή έκανε υπομονή έναν ολόκληρο χρόνο προτού βγάλει κάμερα. Σήμερα, οι δύο γυναίκες κάνουν παρέα, επισκέπτονται η μία το σπίτι της άλλης, «ξέρει την κόρη μου την Αντέλ, της μαγειρεύει, με μαθαίνει και μένα να μαγειρεύω πιάτα που δεν ξέρω. Είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος».
Αν όμως κάτι στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ αρέσει πολύ στη Στεφανή, αυτή είναι η δημιουργική διαδικασία του, «το πώς βλέπεις το πέρασμα του χρόνου. Οταν αρχίσαμε η Δήμητρα είχε 25 σκύλους, σήμερα έχει τρεις. Πολλά γίνονται στο πέρασμα του χρόνου, κατ’ αρχάς σε σένα τον ίδιο που γυρίζεις το ντοκιμαντέρ. Αλλάζεις. Εξάλλου, το ντοκιμαντέρ αυτό έχει να κάνει και με μένα την ίδια, είμαι κι εγώ μέσα. Για ποιον λόγο άραγε μια γυναίκα άσχετη με το εμπόριο του σεξ όπως εγώ αποφασίζει να μπερδευτεί με αυτά τα πράγματα;».
Η ισορροπία στην προσωπική ζωή της Εύας Στεφανή είναι ο λόγος για τον οποίο τα έχει τόσο καλά με τον εαυτό της αλλά και τους γύρω της. Ο λόγος για τον οποίο έχει επιλέξει να χαμογελά παρότι δεν κρύβει τη φάση της κατάθλιψης που πέρασε παλιότερα. Κάποια προβλήματα υγείας τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της, του σκηνοθέτη Φίλιππου Τσίτου, δεν πτόησαν στο ελάχιστο το ηθικό του ζευγαριού. Αντιθέτως δυνάμωσαν περισσότερο τη σχέση, δίνοντάς τους τα εφόδια για να προχωρήσουν μπροστά. «Οταν νιώθεις ότι είσαι ένα με τον άλλον δεν θες περισσότερα. Κανείς δεν έπαθε τίποτε από την πολλή αγάπη…». Και δεν είναι όλα εύκολα, ακόμα και σήμερα. Ο Τσίτος πηγαινοέρχεται Γερμανία – Ελλάδα διότι δεν έχει αφήσει την εργασία του στη γερμανική τηλεόραση καθώς είναι πολύ δύσκολο να βρει δουλειά στη χώρα του και μιλάμε για τον άνθρωπο που έφερε στην Ελλάδα φοβερές διακρίσεις με δύο ταινίες μυθοπλασίας, την «Ακαδημία Πλάτωνος» και τον «Αδικο κόσμο». «Υπάρχει όμως πάντα το αύριο» λέει η Στεφανή. «Και το αύριο το φτιάχνουμε εμείς».