Η προβολή ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία προκαλεί ευρύτερη αστάθεια και αναβιώνει το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα.
Στον 19ο αιώνα το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής. Η επικείμενη κατάρρευση και ο διαμελισμός της απασχολούσαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε από μια σειρά πολέμους και συνθήκες. Με τη συνθήκη της Λωζάνης συντελέστηκε η γενέθλια πράξη του διάδοχου τουρκικού κράτους.
Μετά την καταστροφή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήρθε και η παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στον νέο διπολικό κόσμο του Ψυχρού Πολέμου που ανέτειλε, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την ευφορία του τέλους της Ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η Τουρκία ήταν, πλέον, ένας «γεωπολιτικός μεντεσές» που συνέδεε την περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας και τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές χώρες με τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή τη λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Την αρχιτεκτονική αυτή ακολούθησαν απρόθυμα οι Ευρωπαίοι και, αρχικά, και η Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι οι δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, δηλαδή η Ευρώπη αλλά και η Τουρκία, δεν επιθυμούσαν την ένταξη. Είχαν, για διαφορετικούς λόγους, μια εργαλειακή αντίληψη για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που θα κατέληγε, ενδεχομένως, σε μια ειδική σχέση.
Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, πλέον, καταρρεύσει. Τόσο λόγω των αλλαγών στο διεθνές σύστημα όσο και λόγω των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον, στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από τη Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τους περιορισμούς της δυτικής ορθοδοξίας. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με τη μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εσωτερικές εξελίξεις και ο κοινωνικός μετασχηματισμός που έφερε ο Ερντογάν άνοιξαν στην Τουρκία άλλους ορίζοντες. Η Ερντογανική Τουρκία, με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε ταυτότητα και πολιτική. Από κοσμικό δυτικόστροφο κεμαλικό κράτος, απέκτησε ισλαμική ταυτότητα και νεοοθωμανικές βλέψεις μεγάλης δύναμης.
Η νέα Τουρκία θέλει να σπάσει και τα τελευταία δεσμά του κεμαλισμού. Τις συνθήκες που περιορίζουν την επιρροή της και την επικράτειά της. Η Τουρκία προβάλλει ηγεμονικές επιδιώξεις και εγείρει αξιώσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.
Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.
Απέναντι σε αυτή την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με τη Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, αξιόπιστη και συνολική εναλλακτική στρατηγική. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μη χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για τη Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στον ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.
Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον, μέχρι στιγμής, κινήθηκε με επιτυχία. Προέβη σε αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος, ενίσχυσε τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες, λειτούργησε μέσα στους διεθνείς θεσμούς.
Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία, πλέον, είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους για τη φύση του τουρκικού προβλήματος. Για την επανεμφάνιση δηλαδή του Ανατολικού Ζητήματος. Να πείσει τη Δύση ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά, κυρίως, τη Δύση και τα συμφέροντά της. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στον κατευνασμό της Τουρκίας μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν πρόκειται να λύσει το νέο Ανατολικό Ζήτημα. Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.
Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής στην Εδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη Σχολή Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts, πρώην υπουργός.