Η Σύνοδος Κορυφής που περιγραφόταν ως κρίσιμη θα ξεκινούσε την Πέμπτη και αυτή τη φορά στην ατζέντα θα βρισκόταν η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο και η συμπεριφορά της Τουρκίας. Η σύνοδος αναβλήθηκε αιφνιδίως, λόγω κρούσματος κορωνοϊού και νέα ημερομηνία για την συνάντηση ορίστηκε για το διήμερο 1-2 Οκτωβρίου.
Στον ελληνικό Τύπο κυριάρχησε η αίσθηση ότι θέμα της Συνόδου θα είναι η επιβολή κυρώσεων στην Αγκυρα, λόγω της επιθετικής και παραβατικής συμπεριφοράς της έναντι δύο κρατών μελών της ΕΕ, της Ελλάδας και της Κύπρου. Σε μερίδα του Τύπου δε, η καλλιέργεια αυτής της εντύπωσης είναι σκόπιμη, με την σκέψη ότι αν οι υψηλές προσδοκίες δεν επαληθευτούν, θα πρόκειται για αποτυχία της κυβέρνησης.
Άλλη είναι η εντύπωση που καλλιεργείται (σκοπίμως, επίσης) σε μερίδα του διεθνούς Τύπου. Ειδικώς έπειτα από την άρνηση της Κύπρου να συμφωνήσει με την επιβολή κυρώσεων στην Λευκορωσία, αν προηγουμένως δεν υπάρξει η αντιμετώπιση του θέματος της Τουρκίας, μία νέα «επιχειρηματολογία» εμφανίζεται. Στη βάση αυτής βρίσκεται η άποψη ότι η Κύπρος τηρεί αυτή τη στάση, λόγω των οικονομικών συμφερόντων και της ύπαρξης (λευκο)ρωσικών κεφαλαίων.
Όσο και αν αυτό είναι αυθαίρετο, η στάση της Κύπρου ίσως να περιπλέκει τα πράγματα και μένει να φανεί ποια θα είναι η επίπτωση στην επικείμενη Σύνοδο ή αν θα υπάρξουν άλλες διεργασίες, δεδομένης και της αναβολής.
Το περιβάλλον είναι προβληματικό. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αν εκ προοιμίου μπορεί κανείς να πει ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο και τι θα σημάνει αυτό. Σε συνάρτηση με αυτά, μία από τις σημαντικές παραμέτρους είναι ότι λίγες ώρες πριν το Συμβούλιο Κορυφής, ο Ταγίπ Ερντογάν συμμετείχε σε τριμερή διάσκεψη με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Σαρλ Μισέλ.
Και ως προς τούτο, το ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν ταυτόχρονα με την ανακοίνωση της αναβολής της συνόδου ανακοινώθηκε και ότι επανεκκινούν οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας.
Μάλλον είναι παρακινδυνευμένο να το πει κανείς, ωστόσο θα πρέπει να δούμε ότι η κατάσταση στην Ένωση (και παρά τα όσα είπε προ ημερών η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν), μάλλον δεν θα δυσαρεστεί και πολύ τον Ερντογάν.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει κανείς να αγνοήσει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δέχεται πλέον κάποιες σοβαρές πιέσεις, αν συνδυάσει κάποιος τις οικονομικές εξελίξεις, τις αποκαλύψεις για τις σχέσεις του καθεστώτος του με διεθνή κανάλια ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το πρόβλημα των τραπεζών του.
Το παζλ έχει πολλά κομμάτια και υπό αυτό το πρίσμα η ελληνική πλευρά θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για πολλά.
Πιθανώς στην Ευρώπη να υπάρξει κάποιου είδους συμβιβασμός, όπως συνήθως γίνεται. Πιθανώς δε αυτός και να μην οδηγήσει σε μία συντριπτική απόφαση για τον Ερντογάν. Και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μία από τις γνωστές διατυπώσεις με τις οποίες θα ενθαρρύνονται οι δύο πλευρές να προσέλθουν σε διάλογο κλπ. κλπ.
Ίσως υπό αυτές τις συνθήκες, το κρισιμότερο από όλα να είναι μία άλλη προσέγγιση.
Η Ελλάδα σήμερα μπορεί να μην έχει και τόσους λόγους να βιάζεται για την έναρξη ενός διαλόγου. Έχει επιδείξει την καλή της πίστη και έχει ξεκαθαρίσει πώς νοείται μία συζήτηση.
Από τις πιέσεις που ασκούνται και από την νευρικότητα της Τουρκίας, καθώς και από τις συνεχείς διακυμάνσεις της επιθετικότητας της, φαίνεται ότι άλλοι είναι εκείνοι που βιάζονται.
Συνεπώς, μία αξιολόγηση της σπουδής των άλλων, ίσως και να προσφέρει κάποια μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών και κινήσεων.