Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι διεργασίες σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, διπλωματικό και επιχειρησιακό), πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα και η Αθήνα και η Αγκυρα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για να επιλυθεί το πρόβλημα. Εξ αρχής θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στις μέρες μας (στον 21ο αιώνα) δεν τίθεται με τους όρους των προηγούμενων δεκαετιών. Σήμερα έχουμε να κάνουμε μ’ ένα νέο δεδομένο, το οποίο είναι η εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο πρωθυπουργός της χώρας Κυριάκος Μητσοτάκης, σε πρόσφατο άρθρο του (δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα σε τρεις ευρωπαϊκές εφημερίδες: «The Times», «Frankfurter Allgemeine Zeitung» και «Le Monde») είναι σαφής. Γράφει επί λέξει: «Ο Ερντογάν έστειλε το πολεμικό ναυτικό του για να υποστηρίξει την εξερεύνηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει οριοθετηθεί».
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ έναν ορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες ανάγονται τελικά σ’ ένα «μεταεθνικό καθεστώς». Δεν πρόκειται λοιπόν για την οριοθέτηση των επιμέρους θαλασσίων ζωνών με άξονα και κριτήριο την κατοχύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο σύγχρονων εθνικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά για την επιχειρησιακή διαδικασία αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου και από τις δύο πλευρές. Ο μετασχηματισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά περιεχόμενο είναι ριζικός.
Μπροστά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση των πραγμάτων ενεργοποιούνται τρεις μέθοδοι ή τρία σχέδια για να επεξεργασθούν και οι δύο πλευρές το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε νέα τροχιά. Οι τρεις αυτές μέθοδοι είναι οι εξής: πρώτον, η κλασική μέθοδος του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, δεύτερον η θετικιστική-πραγματιστική μέθοδος, η οποία θεμελιώνεται στη λογική του πολιτικού οφέλους, και, τρίτον, η ορθολογική-ρεαλιστική μέθοδος της συνεννόησης και της συνεκμετάλλευσης. Προς το παρόν καμία απ’ αυτές τις μεθόδους δεν φαίνεται να έχει αποκτήσει το «πάνω χέρι». Αντιθέτως, διακρίνει κανείς ότι η διαμάχη αντιλήψεων και απόψεων είναι καθημερινή πρακτική. Εύκολα το διακρίνει αυτό κανείς στα επικοινωνιακά υποσυστήματα και των δύο κρατών. Μία παρατήρηση ακόμη επί της επικοινωνιακής λογικής των «μεταεθνικών» ελληνοτουρκικών σχέσεων: τα δικά μας μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετωπίζουν τις νέες εξελίξεις με την κλασική μέθοδο του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.
Η διαδικασία έρευνας για τον εντοπισμό ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο δεν σημαίνει ότι οι δύο χώρες (Ελλάδα και Τουρκία) εμπλέκονται σε πόλεμο για να υπερασπιστούν την εθνική ταυτότητά τους. Οι δύο εθνικές οντότητες είναι σύγχρονα κράτη του 21ου αιώνα με διαφορετικούς ιστορικούς και συνειδησιακούς προσανατολισμούς. Η Ελλάδα έχει χαράξει την ιστορική πορεία του εκδυτικισμού της και η Τουρκία σήμερα υπό την ηγεσία του Ερντογάν επαναπροσδιορίζει τον ιστορικό προσανατολισμό της.
Κατά την άποψή μου, το μοντέλο του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, το οποίο είναι ένα κατάλοιπο των πολεμικών συγκρούσεων του παρελθόντος αιώνος ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, στις μέρες μας είναι παρωχημένο. Σε οποιοδήποτε καφενείο και να βρεθεί κανείς, ακούει φράσεις του τύπου: «δεν θα σκοτωθούν τα παιδιά μας για τα πετρέλαια!». Το μοντέλο του εθνικού αυτοπροσδιορισμού συντηρείται σήμερα μόνον από τα επικοινωνιακά συστήματα των δύο κρατών για αυτοποιητικούς λόγους. Δηλαδή για να λειτουργούν και να αναπαράγονται τα ίδια!
Οπως φαίνεται, η διαμάχη ανάμεσα στα άλλα δύο σχέδια επίλυσης των «μεταεθνικών» ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι αυτή που θα κορυφωθεί το επόμενο διάστημα. Κατά το θετικιστικό-πραγματικό μοντέλο, οπωσδήποτε το κριτήριο του οφέλους (της καπιταλιστικής λογικής) θα πρέπει να πρυτανεύσει. Το μοντέλο αυτό είναι γαλλικής εμπνεύσεως και περιλαμβάνει δύο σκέλη: το πρώτο διατυπώνεται ως μετατόπιση του προβλήματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε πρόβλημα των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου και το δεύτερο έχει να κάνει με τους αμυντικούς εξοπλισμούς της χώρας μας από τη Γαλλία με το «αζημίωτο»!
Το μοντέλο που ονομάζω ορθολογικο-ρεαλιστικό είναι γερμανικής εμπνεύσεως και περιλαμβάνει και αυτό δύο σκέλη: το πρώτο επιτάσσει τη ριζική εργασία στον μύθο (Arbeit am Mythos) κατά τον Hans Blumenberg. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές, χωρίς να απαρνηθούν την εθνική τους ταυτότητα, μπορούν και επιβάλλεται να εργαστούν για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους χωρίς να βλέπουν σε κάθε πολιτικό βήμα του κράτους τους κάποιον μυθολογικό κίνδυνο αμφισβήτησης της κυριαρχίας τους. Το δεύτερο σκέλος, ως συνέπεια του πρώτου, είναι η προσέγγιση των δύο κρατών με κριτήριο όχι την εθνική ταυτότητά τους, αλλά την αμοιβαία σχέση επιχειρησιακής εμπιστοσύνης σχετικά με την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου.
Κλείνοντας, θέλω να επισημάνω ότι κατά τους τελευταίους μήνες επιτέλους έγινε μια ριζική τομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτές δεν υπερκαθορίζονται από την παρωχημένη εθνική ιδεολογία, αλλά από διαπραγματευτική λογική της συνεννόησης και του διαλόγου. Το ιστορικό βήμα που έκαναν και η Αθήνα και η Αγκυρα θα αποβεί τελικά προς όφελος των κοινωνιών τους και των λαών τους.
Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.