Το «Goodfellas» κυκλοφόρησε επίσημα στις ΗΠΑ στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, τότε που η ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε βρισκόταν στην σκιά του τελευταίου μέρους της τριλογίας «Ο Νονός» του Φράνσις Φορντ Κόπολα , η οποία κυκλοφόρησε το ίδιο φθινόπωρο και σημείωσε μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία. Ωστόσο, το «Goodfellas», η οποία ψηφίστηκε από πολλούς κριτικούς ως η καλύτερη ταινία της δεκαετίας του ’90, μακροπρόθεσμα είχε μεγαλύτερη αναγνώριση και θεωρείται σήμερα μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Μετά την μεγάλη επιτυχία των γκανγκστερικών ταινιών της δεκαετίας του ‘70 και του ’80, με ταινίες- σταθμούς στην ιστορία του Χόλλυγουντ όπως «ο Νονός», «Ο Νονός: Μέρος δεύτερο», « Ο Σημαδεμένος» και το « Κάποτε στην Αμερική», έρχεται το 1990 ένα νέο κύμα τέτοιου είδους ταινιών που επιδιώκει να αναβιώσει και να επαναπροσδιορίσει τον όρο «γκανγκστερικό δράμα».
Ένα μεγάλο στοίχημα
Εκείνη τη χρονιά, σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Αμπέλ Φεράρα αλλά και ο Μάρτιν Σκορτσέζε επιλέγουν να δημιουργήσουν ταινίες κατά τα πρότυπα των περασμένων δεκαετιών με την αφήγηση να κινείται γύρω από ιστορίες που συνδέονται με την Μαφία.
Οι ταινίες του εν λόγω είδους που κυκλοφόρησαν το 1990 και ξεχώρισαν είναι : « Ο βασιλιάς της Νέας Υόρκης» του Αμπέλ Φεράρα με πρωταγωνιστή τον Κρίστοφερ Γουόκεν που αφηγείται την ιστορία ενός γκάνγκστερ που μόλις βγήκε από τη φυλακή, το « State of Grace» του Φιλ Τζοάνου στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Σων Πεν δίπλα σε ονόματα όπως οι Εντ Χάρρις και Γκάρυ Όλντμαν και ,φυσικά, « Ο Νονός 3», το οποίο παρόλο που έσπασε τα ταμεία δεν κατόρθωσε ποτέ να ανταποκριθεί στις προσδοκίες κοινού και κριτικών.
«Τον καιρό που κυκλοφόρησε ήταν μία πολύ μεγάλη απογοήτευση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκλένν Κέννυ, συγγραφέας και κριτικός ταινιών στους New York Times. Ωστόσο, συνδυαστικά όλες οι παραπάνω ταινίες χωρίς αμφιβολία με τις μοναδικές ερμηνείες, τον ρεαλισμό και την εκκεντρικότητα που διέθεταν κατόρθωσαν να πάνε το σινεμά ένα βήμα παραπέρα.
«Τα καλά παιδιά»
« Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω γκάνγκστερ» λέει ο Χένρυ Χιλ, τον οποίο υποδύεται ο Ρέι Λιότα, στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας σε μία περίοδο όπου οι περισσότεροι σκηνοθέτες επεδίωκαν να εξερευνήσουν τα γκανγκστερικά μονοπάτια. Τελικά, ο Σκορτσέζε ήταν εκείνος που κατόρθωσε να δημιουργήσει την πιο επιτυχημένη γκανγκστερική ταινία των 90s για την οποία, χάρη στη σκηνοθεσία, τις ερμηνείες και την αφήγηση, γίνεται λόγος μέχρι και σήμερα.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Χένρυ Χιλ και στο βιβλίο του Νίκολας Πιλέτζι «Wiseguy», το οποίο αντλεί έμπνευση από τις μαρτυρίες του Χιλ. Ο Σκορτσέζε μόλις διάβασε το βιβλίο κάλεσε τον συγγραφέα κι εκείνος του απάντησε: « Περίμενα αυτό το τηλεφώνημα όλη μου την ζωή».
Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ρέι Λιότα που υποδύεται τον Χένρυ Χιλ, « το καλό παιδί» της μαφίας που αργότερα έγινε πληροφοριοδότης του FBI και κατέδωσε 50 πρώην συνεργάτες του. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Λιότα πλαισιώνουν οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζο Πέσι σε ένα καστ που θα ζήλευε κάθε μεγάλος σκηνοθέτης.
Ωστόσο, πέρα από τις οσκαρικές ερμηνείες που κλέβουν την παράσταση η ματιά του 47χρονου τότε Σκορτσέζε, ο οποίος κυριολεκτικά «βουτά» στον κόσμο του Χιλ, κάνει την ταινία μοναδική. Εκτενέστερα, ο χειρισμός της κάμερας, το «πάγωμα» ορισμένων σκηνών, τα σπικάζ και η in medias res αφήγηση δίνουν στην ιστορία τέτοια ενέργεια και ρυθμό που δημιουργούν μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία.
Σε αντίθεση με τις ταινίες για την Μαφία των προηγούμενων δεκαετιών που κρατούν μία απόσταση από τους κεντρικούς χαρακτήρες, η καθημερινότητα του πρωταγωνιστή στα «Καλά Παιδιά» γίνεται τόσο ρεαλιστική και ελκυστική με την μουσική, την γρήγορη εναλλαγή των σκηνών και την τολμηρή σκηνοθεσία να δίνουν την εντύπωση πως τα γεγονότα συμβαίνουν εδώ και τώρα. Τέλος, με την χρήση των παραπάνω τεχνικών ο Σκορτσέζε κατορθώνει να φέρει τον θεατή σε επαφή με κάθε πτυχή της προσωπικότητας του Χιλ.
Το «αποτύπωμα» που άφησε η ταινία
Κληροδότημα στους μεταγενέστερους σκηνοθέτες θεωρείται από πολλούς η συγκεκριμένη ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε, καθώς οι επιρροές της στο έργο του ίδιου αλλά και πολλών άλλων σκηνοθετών είναι εμφανείς.
Ο Γκλένν Κέννυ ξεχωρίζει τις ταινίες που έχουν εμφανώς επηρεαστεί από το « Goodfellas», μεταξύ των οποίων είναι οι «Ξέφρενες Νύχτες» του Πωλ Τόμας Άντερσον αλλά και τα « Pulp Fiction» και « Reservoir Dogs» του Κουεντίν Ταραντίνο. Οι επιρροές στις προαναφερθείσες ταινίες έχουν να κάνουν με το γεγονός πως στο κέντρο του ενδιαφέροντος δεν βρίσκονται μεγάλες οικογένειες της Μαφίας αλλά άνθρωποι της μεσαίας τάξης οι οποίοι χρησιμοποιούν λεξιλόγιο του πεζοδρομίου και προσπαθούν να εξισώσουν τη ζωή του γκάνγκστερ με εκείνη του οικογενειάρχη.
Επιπλέον, ο Κέννυ βρίσκει ομοιότητες και με την τηλεοπτική σειρά « Οι Σοπράνος» στην οποία το καστ αλλά και η ιστορία φαίνεται να αντλούν έμπνευση από την ταινία του Σκορτσέζε. Επίσης, «Τα Καλά Παιδιά» φαίνεται πως έχουν επηρεάσει και μετέπειτα δουλειές του ίδιου του Σκορτσέζε όπως το «Καζίνο» (1995), «Ο Ιρλανδός»(2019) και «Ο Λύκος της Wall Street (2013).
« Δε θα έλεγα ποτέ πως αυτή η ταινία θα γίνει “ κλασσική”», είχε πει χαρακτηριστικά ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο ανακαλώντας τις σκέψεις του όταν γυριζόταν η ταινία, « Το ξέρω σίγουρα ότι θα είναι ιδιαίτερη εφόσον την αναλαμβάνει ο “Μάρτυ” (Σκορτσέζε)». Πράγματι, 30 χρόνια μετά το « Goodfellas» είναι μία ταινία που είναι κάτι παραπάνω από «ιδιαίτερη», καθώς πρόκειται για ένα αριστούργημα και μία από τις καλύτερες ταινίες του Μάρτιν Σκορτσέζε αλλά και όλων των εποχών.