Από την επιλογή του Πρωθυπουργού να προαναγγείλλει νέα μέτρα για τον έλεγχο της διασποράς του κορωνοϊού και τον «πορτοκαλί συναγερμό» που σήμανε ο Σωτήρης Τσιόδρας, γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε σε πολύ επικίνδυνο σημείο.
Ο έλεγχος της πανδημίας πιθανώς αυτή τη στιγμή να μην υφίσταται καν και η λήψη άλλων αποφάσεων μοιάζει επιβεβλημένη.
Ως προς το αν στη φάση μετά τον Μάιο έγιναν λάθη, παραλείψεις ή επικράτησε αδικαιολόγητη χαλαρότητα, μπορούν να γίνουν πολλές συζητήσεις. Από το ποια μαγαζιά και κέντρα διασκέδασης λειτούργησαν, γιατί συνέβη αυτό έως το γιατί στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς πρέπει να συνεχίζουν να στοιβάζονται πολίτες, οι οποίοι προφανώς δεν έχουν άλλη δυνατότητα μετακίνησης.
Εδώ που έχουμε φτάσει, οι αποφάσεις είναι πολύ πιο δύσκολες και σύνθετες από εκείνες του Μαρτίου. Η λογική της λειτουργίας της οικονομίας έχει επικρατήσει και πιθανώς ορθώς. Πρέπει όμως να εξευρεθεί ένα μείγμα μέτρων, που θα συνδυάζει την όποια οικονομική δραστηριότητα με την διασφάλιση συνθηκών αποτροπής της μετάδοσης του ιού (βλ. Μέσα Μαζικής Μεταφοράς).
Τα νέα μέτρα ωστόσο θα πρέπει να ληφθούν με γενναιότητα και αποφασιστικότητα. Και να είναι πραγματικά οριζόντια, όπως λένε και επαναλαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες οι ειδικοί που εμφανίζονται στις τηλεοράσεις και μιλούν στα ραδιόφωνα. Θα πρέπει να μην αφήνουν κανένα περιθώριο για αναλύσεις και θεωρίες και να προλαμβάνουν τα χειρότερα.
Λογικό είναι ότι όπως στην προηγούμενη φάση, έτσι και σε αυτή, δεν μπορεί να μείνει εκτός αποφάσεων ο τρόπος λειτουργίας των εκκλησιών, με την έννοια ότι πέραν από χώροι λατρείας, είναι από τα κατ’ εξοχήν σημεία συνάθροισης και μάλιστα ευπαθών και ευάλωτων ομάδων. Πέραν όλων των άλλων λόγων, οι περιορισμοί στις εκκλησίες επιβάλλονται και από μία άλλη παράμετρο: την απόλυτη αδυναμία ιχνηλάτησης, η οποία σημειωτέον έχει αξία όσο η εξάπλωση της πανδημίας ελέγχεται. Αν τα πράγματα ξεφύγουν, η διαδικασία μοιάζει να είναι μάταια.
Υπό αυτές τις συνθήκες προξενεί πολύ μεγάλη και αρνητική εντύπωση, η επιλογή ενός μέλους της κυβέρνησης (Γ. Κουμουτσάκος) να παραστεί προ ημερών σε θεία λειτουργία, κάτι που προφανώς και αποτελεί δικαίωμά του, όχι όμως με τον τρόπο που το έκανε. Αποδεχόμενος δηλαδή ότι οι ιερείς και άλλοι παριστάμενοι δεν φορούσαν μάσκα και σπεύδοντας στο τέλος να λάβει την Θεία Μετάληψη, κάτι για το οποίο οι επιστήμονες (και η κοινή λογική) λένε, ότι θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως και ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται με τον ίδιο τρόπο και με κοινή χρήση του σκεύους.
Το αν το συγκεκριμένο μέλος της κυβέρνησης θέλει κάτι να διαμηνύσει, ως προς την ισχύ της πίστης του ή την γνώμη του για την Θεία Μετάληψη ή οτιδήποτε άλλο, είναι παντελώς αδιάφορο. Το θέμα είναι ότι αποφασίζει αυθαίρετα και πράττει ως μη όφειλε, προσφέροντας μάλιστα «επιχειρήματα» στους (παρα)εκκλησιαστικούς κύκλους ώστε να ισχυρίζονται ότι δόθηκε απάντηση στον καθηγητή Δερμιτζάκη, που έθεσε το ζήτημα της Θείας Μετάληψης.
Συμπεριφορές όπως αυτή, σε συνδυασμό με τα ευρύτερα φαινόμενα χαλαρότητας, καθιστούν την κεντρική κυβερνητική παρέμβαση, σε όλα τα πεδία, επείγουσα και μάλιστα περισσότερο από ποτέ. Ειδάλλως, σύντομα κανείς δεν θυμάται την επιτυχία της άνοιξης – δεν θα έχει άλλωστε και καμία σημασία…