Στις 14 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 153 χρόνια από την πρώτη έκδοση του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. Σήμερα όλοι – σχεδόν – γνωρίζουν πως ο Μαρξ υποστήριζε ότι αυτός στήριξε στα πόδια της την αναποδογυρισμένη διαλεκτική του γερμανού φιλοσόφου Χέγκελ (Επίλογος στη δεύτερη έκδοση του «Κεφαλαίου»). Πολλοί λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι λίγο παραπάνω έγραφε για εκείνους «τους σκυθρωπούς, φαντασμένους, μέτριους επιγόνους» που μεταχειρίζονταν τον Χέγκελ σαν «ψόφιο σκυλί». Σήμερα κάποιοι άλλοι «επίγονοι», φορείς μιας κοινότοπης σκέψης, παραγόμενης, συνήθως, από δήθεν φιλελεύθερους πρώην αριστερούς, γεμάτη κλισέ για τους «ύπουλους μαρξιστές» και παιδιάστικες γενικεύσεις για την Αριστερά, η οποία σύσσωμη, χωρίς διακρίσεις, καταγγέλλει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (ασφαλώς η Δεξιά παντού και πάντα υποστηρίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία), αδαείς οι περισσότεροι σχετικά με το έργο του Μαρξ, τον μεταχειρίζονται σαν «αναποδογυρισμένο ψόφιο σκυλί». Αυτοί επιδιώκουν να απαξιώσουν τον «μαρξιστή» κ. Τσίπρα αναποδογυρίζοντας το «ίνδαλμά» του, τον Μαρξ. Του έρμου του Μαρξ δεν του έφτανε το ασήκωτο βάρος της κατάρρευσης του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, του φορτώνουν και τις αμαρτίες του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν για τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό έχω επανειλημμένα γράψει πως σημαντικές πλευρές του μαρξικού έργου οδηγούσαν σε αυτόν και άλλες όχι, για τις πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι παντελώς αθώο.
Αρχικά ας εκλάβουμε σαν κουντεριανό αστείο την απόδοση στον Μαρξ της φράσης πως «η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα». Οτι κάτι «επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά» δεν θα το υποστήριζε ούτε ο πιο άσχετος με τη γλώσσα και την πραγματικότητα. Πόσο ο Μαρξ! Ενδεικτικό της αθλιότητας της σκέψης που θα έγραφε και ο ίδιος. Για την ιστορία, η φράση του Μαρξ είναι: «Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα παρουσιάζονται σαν να λέμε δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μια φορά ως τραγωδία και την άλλη ως φάρσα» («18η Μπρυμαίρ»).
Πόση μελάνη δεν έχει χυθεί για τη θέση του Μαρξ πως «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού (Εισαγωγή στο νεανικό του έργο «Κριτική της φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου του Χέγκελ»). Φυσικά κανείς τους δεν «παρατηρεί» πως λίγο πιο πάνω ο Μαρξ έγραφε πως «η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου». Σε τέτοιο πλαίσιο «το όπιο του λαού» έχει εντελώς διαφορετικό νόημα.
Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα με την υποτίθεται μαρξική θέση για τη «βία ως μαμή της Ιστορίας». Αυτός εξετάζοντας τις διαδικασίες της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου έγραφε πως «η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια. Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη». Αναφέρεται εδώ στη βία που ασκούν «οι μέθοδοι πρωταρχικής συσσώρευσης που χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας, για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο τη διαδικασία μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό» (24ο κεφάλαιο του Πρώτου Τόμου του «Κεφαλαίου»). Δεν μιλά για τη βία που πρέπει να ασκήσει το προλεταριάτο για να καταλάβει την εξουσία. Αν θέλουμε να βρούμε έναν μεγάλο στοχαστή που υποστηρίζει πως το μείζον στην πολιτική είναι η φυσική βία, ας κοιτάξουμε περισσότερο προς τη μεριά του «αστού» Μαξ Βέμπερ.
Η δε έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου ουδόλως συνιστά κυρίαρχο στοιχείο στο μαρξικό έργο. Καθαρά ο όρος αναφέρεται μόνο σε επιστολή του στον Γιόζεφ Βαϊντεμάγερ. Και περιφραστικά όταν γράφει για την Κομμούνα ως «δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης» («Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία») και για την «ανάρρηση του προλεταριάτου στη θέση της κυρίαρχης τάξης» («Μανιφέστο»). Απ’ εκεί ως τη μετατροπή της δικτατορίας του προλεταριάτου σε κυρίαρχη μαρξική έννοια τα πράγματα κινούνται ανάμεσα στη βαθύτατη άγνοια και το εσκεμμένο ψεύδος. Ακόμη και η περίφημη φράση του περί «κοινοβουλευτικού κρετινισμού» συμπληρωνόταν με τη θέση του πως το καθολικό δικαίωμα ψήφου είχε μετατραπεί «από μέσο εξαπάτησης που ήταν έως τώρα (1848) σε όργανο χειραφέτησης» («Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία»).
Κάποιοι πάλι γράφουν πως ο κόσμος για τους μαρξιστές «ήταν μια άμορφη μάζα πλαστελίνης που αυτοί μπορούσαν να της δώσουν ό,τι σχήμα ήθελαν». Δεν ξέρω πώς ορίζουν αυτοί τους μαρξιστές, αλλά ο Μαρξ υποστήριζε πως η άποψη που του αποδίδεται πως σύμφωνα με τη θεωρία του όλοι οι λαοί θα ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο προς τον καπιταλισμό, «ανεξαρτήτως των ιστορικών συνθηκών εντός των οποίων βρίσκονται … θα ήταν ταυτόχρονα και μεγάλη κολακεία, αλλά και όνειδος για μένα» (Επιστολή στη Βέρα Ζασούλιτς). Είναι μεγάλη άγνοια να αποδίδεται η άποψη περί «πλαστελίνης» σε αυτόν που έγραφε πως ο Προυντόν παρουσίασε το πραξικόπημα του Βοναπάρτη ανιψιού ως αποτέλεσμα ιστορικής νομοτέλειας, ενώ αυτό ήταν δείγμα του πώς οι περιστάσεις έδωσαν τη «δυνατότητα σε ένα μέτριο και γελοίο πρόσωπο να παίξει τον ρόλο του ήρωα» (Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση της «18ης Μπρυμαίρ»).
Εν τέλει τη μετατροπή του ούτως ή άλλως αντιφατικού αλλά και μεγάλου στοχαστή Μαρξ σε ιδεοληπτικό μαρξισμό ή σε «ιστορικό υλισμό» ας την αναζητήσουμε τόσο στους σημερινούς «έχουμε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία» όσο και στους «μέτριους επιγόνους» του. Οχι σε αυτόν.
*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.