«Σήμερα οι δισεκατομμυριούχοι στις ΗΠΑ φορολογούνται με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές από την εργατική τάξη». Η παραπάνω πρόταση μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει παράδοξη: παρά την τεκμηριωμένη πλέον εύνοια του αμερικανικού φορολογικού συστήματος προς την κορυφή της πυραμίδας των εισοδημάτων υποπτεύεται κανείς κάποια γενίκευση, κάποια υπερβολή, έστω, των συγγραφέων του κειμένου προς επίρρωση και τονισμό του επιχειρήματός τους. Το συνοδευτικό γράφημα ωστόσο είναι αποκαλυπτικό: έπειτα από μια σταθερά καθοδική πορεία δεκαετιών, το 2018 ο συντελεστής που αφορά τα 400 ανώτατα εισοδήματα της χώρας υπολειπόταν για πρώτη φορά εκείνου του κατώτερου οικονομικά 50% των πολιτών. Με παρόμοια εμβληματικά στατιστικά στοιχεία Ο θρίαμβος της αδικίας των Εμάνουελ Σάεθ και Γκαμπριέλ Ζυκμάν, οικονομολόγων στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, αναπαριστά την άνοδο των ανισοτήτων μετά το 1980 με τρόπο εύγλωττο και ξεκάθαρο: η πολιτική επιλογή της απορρύθμισης του φορολογικού συστήματος του New Deal οδήγησε στo χαοτικό άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ των εύπορων.
Το πλεονέκτημα του βιβλίου σε σχέση, λόγου χάρη, με τα αξιολογότατα αντίστοιχα του Τομά Πικετί, του οποίου συνεργάτης υπήρξε παλιότερα ο Σάεθ και μαθητής ο Ζυκμάν, είναι η ευθύτητα και η απλότητα του επιχειρήματος. Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα και η περυσινή συνέχειά του, Κεφάλαιο και ιδεολογία (ανέκδοτη ακόμη στα ελληνικά), αποτελούν έργα σύνθετα, με ευρύτερη επισκόπηση της δυτικής κοινωνίας και ενσωμάτωση παραδειγμάτων από τον χώρο της λογοτεχνίας και της κουλτούρας. Οι Σάεθ και Ζυκμάν για να αναδείξουν την επιστροφή της ανισότητας επιλέγουν τη μέθοδο της μελέτης περίπτωσης του αμερικανικού φορολογικού συστήματος. Περιγράφουν την «εθνική διαδρομή» από μια εποχή προοδευτικής φορολόγησης σε μια εποχή εκτεταμένης φοροασυλίας για τους κατόχους μεγάλου πλούτου. Ενώ μεταξύ 1944 και 1981 προβλεπόταν ανώτατος φορολογικός συντελεστής κατά μέσο όρο στο 81% για τα εξαιρετικά υψηλά εισοδήματα άνω των 6 εκατ. δολαρίων σε σημερινή αξία και το ανώτατο 0,1% της εισοδηματικής πυραμίδας φορολογούνταν τη δεκαετία του 1950 ως και με 55%, με τη «μεταρρύθμιση» του Ντόναλντ Τραμπ το 2018 ο δείκτης υποχώρησε περί το 20%. Παράλληλα, τα βάρη της εργατικής και της μεσαίας τάξης αυξήθηκαν καθώς το ατελές αμερικανικό σύστημα υγείας χρηματοδοτείται από υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Οσον αφορά τις επιχειρήσεις, ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος οικονομικός χώρος ευνοεί τη φοροαποφυγή. Πατρίδα της τεχνολογίας της χρυσοφόρου μηχανής αναζήτησης της Google δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ γιατί το 2003 η εταιρεία μεταβίβασε τα πνευματικά της δικαιώματα στη θυγατρική Google Holdings. Η τελευταία «παρά το γεγονός ότι έχει ιδρυθεί στην Ιρλανδία θεωρείται για φορολογικούς λόγους κάτοικος Βερμούδων», όπου ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδενικός. Τα κέρδη, επομένως, τα οποία η Google δήλωνε μέσω της Google Holdings ήταν αφορολόγητα. Χάρη σε παρόμοιες ποικιλίες μεθοδεύσεων, πουλώντας στον εαυτό τους άυλα στοιχεία ενεργητικού, όπως οι λογότυποι και η τεχνογνωσία, ή αγοράζοντας νεφελώδεις υπηρεσίες στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ενδοομιλικών συναλλαγών, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ αποθέτουν σε εξωχώριους παραδείσους το 60% των κερδών αλλοδαπής τους, ποσό που αντιστοιχεί σε 800 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Η αντιστροφή των τάσεων αυτών δεν είναι τόσο ζήτημα δυνατοτήτων όσο θέμα πολιτικής βούλησης. Οι συγγραφείς παραθέτουν μια σειρά εργαλείων: μεταξύ άλλων, φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών που αποκτώνται εντός της επικράτειας ενός κράτους, συγκρότηση ρυθμιστικών αρχών που θα στόχευαν τη δημιουργία των προϋποθέσεων της φοροαποφυγής (τα παραθυράκια της νομοθεσίας και τα λογιστικά «προϊόντα» που τα εκμεταλλεύονται), «φόρο πλούτου». Βαρύ πυροβολικό της προτεινόμενης αναδιαμόρφωσης, ο τελευταίος αφορά τη θέσπιση ενός συντελεστή της τάξεως του 2% για τα εισοδήματα άνω των 50 εκατ. δολαρίων και 3%-3,5% για εκείνα άνω του ενός δισεκατομμυρίου. Υπό ένα τέτοιο καθεστώς, ο Γουόρεν Μπάφετ, για παράδειγμα, κάτοχος περιουσίας 65 περίπου δισεκατομμυρίων, θα κατέβαλλε στο αμερικανικό κράτος 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως αντί του 1,8 εκατομμυρίου που πληρώνει σήμερα. Σε συνδυασμό με έναν χαμηλό συμπληρωματικό φόρο εθνικού εισοδήματος που θα επιβαλλόταν σε όλα τα εισοδήματα, είτε προέρχονται από εργασία είτε από κεφάλαιο, οι Σάεθ και Ζυκμάν υπολογίζουν ότι θα προέκυπταν πόροι 10 ποσοστιαίων μονάδων του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ, παραπάνω από αρκετοί για τη χρηματοδότηση ενός καθολικού συστήματος υγείας και την επιδιόρθωση του κοινωνικού κράτους. Η αποκατάσταση της κλονισμένης ισορροπίας είναι αναγκαία συνθήκη για την ευστάθεια της αμερικανικής κοινωνίας. Η εύστοχη παρατήρηση των Εμάνουελ Σάεθ και Γκαμπριέλ Ζυκμάν προς το τέλος του βιβλίου αφορά την αναπτυξιακή διαδικασία, όμως ισχύει ξεκάθαρα ακόμη περισσότερο για την πολιτική: «Οταν οι κυβερνήσεις παίρνουν περισσότερα από τους φτωχούς παρά από τους πλούσιους, η διατήρηση της εμπιστοσύνης καθίσταται αδύνατη».
Emmanuel Saez και Gabriel Zucman: Ο θρίαμβος της αδικίας. Πώς οι πλούσιοι αποφεύγουν τους φόρους και πώς θα τους κάνουμε να πληρώσουν. Μετάφραση: Α. Δ. Παπαγιαννίδης. Εκδόσεις Πόλις, 2020, σελ. 320, τιμή 17,70 ευρώ