Συνέντευξη στον εκτελεστικό διευθυντή του Economist, Daniel Franklin, παραχώρησε στο πλαίσιο της 24ης Ετήσιας Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης του Economist με την Ελληνική Κυβέρνηση ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έστειλε εκ νέου το μήνυμα στην Αγκυρα ότι εάν τα σημάδια αποκλιμάκωσης εξακολουθήσουν, τότε θα μπορούσε να αρχίσει άμεσα διάλογος.
«Όχι στην προκλητική ρητορική»
«Εκτιμώ ότι υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας, είναι στο χέρι της Τουρκίας» τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ερωτηθείς για την αποχώρηση του Oruc Reis και ποια άλλα σημάδια αποκλιμάκωσης αναμένει, ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι εκτός από τις προκλητικές ενέργειες, υπάρχει και η προκλητική ρητορική, που φουντώνει τα πάθη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε ότι ο διάλογος θα πρέπει να ξεκινήσει από εκεί που σταμάτησε το 2016 και εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία, τότε η Ελλάδα είναι υπέρ της προσφυγής στη Χάγη.
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ εις βάρος της Τουρκίας, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι μία εβδομάδα μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής είναι πολύς πολιτικός χρόνος και έως τότε πολλά μπορούν να συμβούν.
Δεν θα κάνω προβλέψεις για το τι θα συμβεί, αλλά ελπίζω ότι η Αγκυρα έχει λάβει το μήνυμα, σημείωσε ο πρωθυπουργός.
«Η ευθύνη για το προσφυγικό να μοιραστεί»
Σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει σηκώσει μεγάλο βάρος, προστατεύοντας τα σύνορα της Ευρώπης και παράλληλα φιλοξενώντας τους πρόσφυγες και μετανάστες και τόνισε ότι οι αριθμοί είναι πολύ μεγάλοι για τη χώρα μας γι’ αυτό η ευθύνη πρέπει να μοιραστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Περιμένουμε προτάσεις από την Κομισιόν τη Δευτέρα σχετικά με το άσυλο, ανέφερε. Σημείωσε, δε, πως σε περίπτωση που δεν δίνεται άσυλο, η ΕΕ θα πρέπει να συντονίσει την επιστροφή των προσφύγων/ μεταναστών στις χώρες τους.
Αναλυτικότερα, η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Economist
Για την Τουρκία
«Αυτά που συνέβησαν τους προηγούμενους μήνες δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα και την Τουρκία ή την Κύπρο και την Τουρκία. Είναι ένα πρόβλημα που έχει καθαρά ευρωπαϊκή διάσταση. Και η Ευρώπη κατέστησε απολύτως σαφές ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ερωτηθείς για τις τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Πρόσθεσε ότι «η Ευρώπη από θέση αρχής δεν αποδέχεται μονομερείς ενέργειες που είναι αντίθετες στο Διεθνές Δίκαιο».
«Έχουμε πει κάτι απολύτως ξεκάθαρο από την αρχή: Είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε με την Τουρκία, μέσω διερευνητικών συνομιλιών, για το ένα θέμα, που αφορά την οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Διεξάγονταν συζητήσεις επί σειρά ετών. Σημειώθηκε πρόοδος, όμως ποτέ δεν φτάσαμε σε συμφωνία. Θα επαναλάβουμε αυτές τις συνομιλίες από εκεί που σταμάτησαν τον Μάρτιο του 2016. Και θέλω να είμαι ξεκάθαρος: ότι αν δεν φτάσουμε σε συμφωνία, είμαστε διατεθειμένοι να φέρουμε το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και θα σεβαστούμε την απόφαση, η οποία θα βασίζεται σε συνυποσχετικό το οποίο θα υπογράψουμε με την Τουρκία. Θα ζητάμε από το Δικαστήριο να λάβει απόφαση πάνω στο ζήτημα που θα έχουμε θέσει.
»Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν δύο χώρες διεκδικούν δικαιώματα σε μια θαλάσσια περιοχή, δεν επιτρέπονται οι μονομερείς ενέργειες. Είναι απολύτως καθαρό. Όταν έχουμε μια διαφωνία, δεν επιτρέπεται να γίνονται μονομερείς ενέργειες. Νομίζω ότι αυτό το σαφές μήνυμα έχει σταλεί στην Τουρκία. Υπάρχει ένα πακέτο πιθανών συνεπειών που αντιμετωπίζει η Τουρκία αν συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά. Είμαι ο τελευταίος που θα ήθελα η Ευρώπη να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, όμως είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν θα εμφανιστεί διχασμένη σε αυτό το ζήτημα. Κι ελπίζω ότι αυτό που είδαμε ως πρώτο βήμα αποκλιμάκωσης θα συνεχιστεί και θα επαναληφθούν οι συνομιλίες δίχως απειλές κι επιθετική ρητορική».
Απαντώντας σε ερώτηση για το τι θα συνιστούσε συνέχιση της αποκλιμάκωσης από πλευράς Τουρκίας σημείωσε:
«Προφανώς δεν μπορείς να συνομιλήσεις εάν κάποιος αμφισβητεί μονομερώς το αντικείμενο των συζητήσεων. Αυτό είναι ξεκάθαρο, το έχουμε καταστήσει σαφές. Και, νομίζω, ότι το τελευταίο πράγμα που θέλουν αμφότερες οι χώρες είναι η πλήρης κινητοποίηση των στόλων μας, όπου πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος τα πράγματα να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι πέρα από τις πράξεις, τα λόγια, η ρητορική. Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός όταν επιχειρηματολογώ, σε γραπτό λόγο και προφορικά. Είναι εύκολο να διεγείρεις τα πάθη όταν απευθύνεσαι στην κοινή γνώμη».
Σε ερώτηση για το αν έχει συνομιλήσει με τον Ερντογάν ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Δεν έχω συνομιλήσει με τον κ. Ερντογάν μετά την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία μας, αλλά σύμβουλοί μας είναι σε επαφή, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντικό. Κι αν συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο έχω πει ξεκάθαρα ότι είμαι ανοιχτός να αρχίσουμε τις διερευνητικές συνομιλίες πολύ σύντομα. Και νομίζω ότι είναι απολύτως σαφές ότι από τη στιγμή που θα αρχίσουν οι συνομιλίες είναι αυτονόητο πως όταν συζητάς δεν κάνεις άλλα πράγματα. Είναι προφανές ότι δεν μπορείς να κάνεις και τα δύο ταυτόχρονα» (μονομερείς ενέργειες και συνομιλίες).
«Με ανησυχεί το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να εκδίδει Navtex που αφορούν την Κύπρο. Αλλά σε ό,τι αφορά την διμερή σχέση πράγματι βλέπω ένα “παράθυρο ευκαιρίας” και ελπίζω ότι και η άλλη πλευρά το βλέπει με τον ίδιο τρόπο».
Απαντώντας σε ερώτηση για το τι περιμένει από την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Σεπτεμβρίου:
«Θα δούμε. Μία εβδομάδα είναι πολύς καιρός στην πολιτική, ειδικά στην ευρωπαϊκή πολιτική. Προτιμώ να προσέλθω στην Σύνοδο με μία θετική νότα παρά με μία αρνητική. Θα απόσχω από οποιαδήποτε πρόβλεψη. Αυτό που είναι ξεκάθαρο, αν δείτε και τις δηλώσεις που έχουν κάνει ο Ζοζέπ Μπορέλ, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Σαρλ Μισέλ, η Τουρκία έχει μία επιλογή: Μπορεί να συζητήσει με την Ευρώπη, εποικοδομητικά, και κατ’ επέκταση να συζητήσει και με εμάς. Ή μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει αυτές τις μονομερείς ενέργειες -όχι μόνο εδώ, υπάρχει επίσης προβληματισμός για τα τεκταινόμενα στη Λιβύη, που απασχολεί ιδιαίτερα άλλες ευρωπαϊκές χώρες- και σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξουν συνέπειες. Άρα οι επιλογές έχουν τεθεί ξεκάθαρα και όλοι ελπίζουμε ότι η επιλογή θα είναι η εποικοδομητική συζήτηση».
Για το προσφυγικό
«Το μεταναστευτικό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για να αφεθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα, ή στις χώρες που αποτελούν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ να το διαχειριστούν μόνες τους. Έθεσα κατ’ επανάληψη και με επιμονή το μεταναστευτικό ζήτημα από τότε που έγινα Πρωθυπουργός. Η τραγική εξέλιξη με τη φωτιά στη Μόρια έφερε το πρόβλημα στο προσκήνιο. Αναμένουμε τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου», οι οποίες θα παρουσιαστούν την Δευτέρα.
«Είναι απολύτως ξεκάθαρο σε όλους ότι δεν μπορούμε να αποτύχουμε δύο φορές ως Ευρώπη. Στην Ελλάδα κάνουμε μια πολύ δύσκολη δουλειά όσον αφορά τόσο την προστασία των συνόρων όσο και την υποδοχή προσφύγων και μεταναστών και στη συνέχεια την επεξεργασία των αιτήσεών τους. Αλλά αυτό πρέπει να είναι ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Για το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχει το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου:
«Πρώτα απ’ όλα, κοινοί κανόνες ασύλου για όλους και παράλληλα μια δίκαιη διαδικασία επιμερισμού των βαρών μέσω της οποίας θα βρεθεί ένας τρόπος για κάθε χώρα να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης. Ιδανικά αυτό που θα θέλαμε να δούμε είναι όλες τις χώρες να είναι σε θέση να δεχτούν πρόσφυγες μέσω του προγράμματος μετεγκατάστασης. Εάν αυτό αποδειχθεί εντελώς αδύνατο, τότε ορισμένες χώρες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη, για παράδειγμα για τις επιστροφές, αλλά όλοι πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν κάτι. Αυτό που δεν είναι αποδεκτό είναι κάποιες χώρες να λένε ότι αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα».
Για τη μείωση των ροών και τις επιστροφές στις χώρες καταγωγής όσων δεν λαμβάνουν άσυλο:
«Έχουμε μειώσει σημαντικά τις ροές, επομένως προστατεύουμε τα σύνορα. Αλλά πάντοτε κάποιοι άνθρωποι θα καταφέρνουν να εισέρχονται και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά μέσω ενός κοινού συστήματος ασύλου. Εάν τους δίνεται πολιτικό άσυλο θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που πρόκειται να ζήσουν. Αν όμως δεν λαμβάνουν άσυλο θα πρέπει να υπάρχει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για να επιστρέφουν οι άνθρωποι αυτοί στις χώρες καταγωγής τους. Διαφορετικά, αυτό το σύστημα δεν πρόκειται να λειτουργήσει».
Για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδα
«Είμαστε δημοσιονομικά υπεύθυνη κυβέρνηση. Και δεν θα είχα κάνει ποτέ αυτές τις ανακοινώσεις, χωρίς να βεβαιωθώ, ότι τα επόμενα δέκα έως δεκαπέντε χρόνια, επειδή μιλάμε για ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα αποπληρωμής, ότι είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε αυτές τις επενδύσεις. Πρέπει να επισημάνω ότι ζούμε σε μια επικίνδυνη γειτονιά. Η Ελλάδα θα έχει πάντα ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα. Και είναι δική μου ευθύνη να διασφαλίσω ότι τη διατηρώ στο επίπεδο που πρέπει και να τη ενισχύω. Ανακοινώσαμε δύο μεγάλες αγορές, θα έλεγα και οι δύο καθυστερημένες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάνω από δέκα χρόνια η Ελλάδα ουσιαστικά δεν πραγματοποίησε καμία επένδυση στις ένοπλες δυνάμεις της.
»Έτσι, η αγορά μαχητικών αεροσκαφών από τη Γαλλία είναι για την αντικατάσταση παλαιότερων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών, με πολύ πιο προηγμένα αεροπλάνα και δεν έχουμε αγοράσει νέα πολεμικά πλοία, νέες φρεγάτες εδώ και πολύ καιρό, είναι καιρός να το κάνουμε αυτό. Στην πραγματικότητα αυτά τα αιτήματα έχουν τεθεί από τις ένοπλες δυνάμεις πριν από πολύ καιρό.
»Πιστεύουμε ότι τώρα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με την οικονομία να σταθεροποιείται, έχουμε την ικανότητα να επενδύσουμε πραγματικά σε αυτόν τον εξοπλισμό. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την αγορά οπλικών συστημάτων, αλλά για τον εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής θητείας ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι νεαροί άνδρες, τα νέα παιδιά που θα ενταχθούν στο στρατό θα αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, για την ιδιωτικοποίηση και την εύρεση επενδυτών στην αμυντική βιομηχανία, έχουμε εξαιρετικά πολύτιμο δυναμικό είτε στα ναυπηγεία είτε στην αεροναυπηγική βιομηχανία μας. Είναι ενδιαφέρον ότι έχουμε πράγματι ζήτηση, έχουμε χώρες που ανοίγουν την πόρτα και μας ζητούν να επισκευάσουμε τα αεροπλάνα τους και δεν μπορούμε να το κάνουμε. Αυτό είναι απαράδεκτο για μένα. Έτσι θα αναδιαρθρώσουμε την ελληνική αεροναυπηγική βιομηχανία και θα διασφαλίσουμε ότι θα διαδραματίσουμε σημαντικό ρόλο στην περιοχή ως αξιόπιστος αμυντικός εργολάβος.»
Για τα μαθήματα από το πρώτο έτος διακυβέρνησης
«Σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενα όταν ανέλαβα τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό που έμαθα είναι ότι πρέπει να μάθεις πώς να χειρίζεσαι πολλές κρίσεις ταυτόχρονα. Φυσικά κανένας δεν περίμενε την περιπέτεια της COVID, επιπλέον κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε μια μεταναστευτική κρίση, τις πολύ έντονες σχέσεις με την Τουρκία και φυσικά τις οικονομικές επιπτώσεις της COVID. Συνεπώς, η πραγματική πρόκληση ήταν, και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι, το πώς διαχειρίζεσαι την κρίση, υλοποιώντας ταυτόχρονα τις μεσομακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται απεγνωσμένα η χώρα. Υπό μία έννοια, τα δύο αυτά ζητούμενα είναι αλληλένδετα. Κατ’ αρχάς, λόγω της COVID υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε, αλλά επίσης λόγω της COVID καταφέραμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο να διαθέσουμε στα κράτη μέλη, ιδιαίτερα εκείνα που δεν μπορούν να αυξήσουν περισσότερο το χρέος τους, σημαντικά κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν, εν μέρει, το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
»Παρά τις δυσκολίες, είμαι πιο αισιόδοξος τώρα ότι μπορούμε να φέρουμε τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία μας, καθώς και ότι έχουμε τα κεφάλαια για να τις χρηματοδοτήσουμε. Στην τελευταία μας συνέντευξη, όταν ήμουν ακόμα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν θυμάστε μιλούσαμε για το μεγάλο επενδυτικό κενό στην Ελλάδα. Πού θα βρούμε τα 100 δις που χρειαζόμαστε για τα επόμενα 7 – 8 χρόνια; Τώρα μεγάλο μέρος του ποσού αυτού θα καλυφθεί μέσα από δημόσια κονδύλια, ευρωπαϊκά κονδύλια και φυσικά θα μπορέσουμε να μοχλεύσουμε κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι μια φρενήρης περίοδος, αλλά, συνολικά νομίζω ότι διαχειριστήκαμε αυτές τις πολλαπλές κρίσεις αρκετά καλά, μέχρι να έρθει η επόμενη, φυσικά.
Για τη Δημόσια Διοίκηση και τις μεταρρυθμίσεις
«Επιτρέψτε μου να σας δώσω μερικά παραδείγματα. Το ψηφιακό κράτος, ο μετασχηματισμός της Δημόσιας Διοίκησης. Στη διάρκεια της COVID προσφέραμε πλήθος νέων ψηφιακών υπηρεσιών που ήταν μέρος του σχεδίου μας, αλλά αναγκαστήκαμε να επιταχύνουμε τα πάντα και θεωρώ ότι αυτό έχει αναγνωριστεί ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης. Μειώνουμε τη γραφειοκρατία, καταπολεμούμε τη διαφθορά, περιορίζουμε τη φυσική αλληλεπίδραση των πολιτών με τη Διοίκηση, κάτι το οποίο έχει και σαφή οφέλη αναφορικά με τη Δημόσια Υγεία. Όσο πιέζεις τόσο γρηγορότερα, γίνονται οι αλλαγές, καθώς υπάρχει μεγάλη πίεση και από την κοινή γνώμη για την παρουσίαση περισσότερων αποτελεσμάτων και νομίζω ότι τα έχουμε πάει πολύ καλά σε αυτό το μέτωπο.
»Αλλαγές υπάρχουν και στην οικονομική πολιτική. Τα μέτρα που ανακοίνωσα στη Θεσσαλονίκη για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, την απομάκρυνση από το μοντέλο της απλής στήριξης των ανέργων και τη μετακίνηση προς την κατεύθυνση της επιδότησης νέων θέσεων εργασίας,·όλα αυτά ήταν μέρος του προγράμματός μας, όμως επιταχύνουμε πολύ τις μεταρρυθμίσεις και σκοπεύουμε να εφαρμόσουμε σχεδόν όλα τα μέτρα που εξήγγειλα εντός των επόμενων έξι μηνών. Θα είναι, λοιπόν, μια πολύ γεμάτη νομοθετική περίοδος, όπως ήταν και η προηγούμενη, βεβαίως. Στο πρώτο έτος της διακυβέρνησής μας περάσαμε 105 νομοθετήματα, αναθεωρήσαμε το Σύνταγμα, εκλέξαμε νέα Πρόεδρο, την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ήταν λοιπόν μια γεμάτη και δραστήρια περίοδος, η οποία και θα συνεχιστεί. Θεωρώ επίσης ότι οι κεφαλαιαγορές, η διεθνής επενδυτική κοινότητα, θα ανταμείψουν τις χώρες που επέδειξαν τον δέοντα επαγγελματισμό στην αντιμετώπιση της κρίσης.»
Για το brain drain και τη μεσαία τάξη
«Τα μέτρα που ανακοίνωσα στη Θεσσαλονίκη αφορούν άμεσα τη μεσαία τάξη, η οποία υπέφερε πάρα πολύ έντονα από την προηγούμενη κυβέρνηση, υπερφορολογήθηκε και, θα τολμούσα να πω, υποτιμήθηκε με δεδομένη την ευρύτερη συνεισφορά της στη χώρα. Ένας από τους λόγους για τους οποίους τελικά πολλοί έφυγαν από τη χώρα ήταν, όχι απλώς το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις εργασίας, αλλά το ότι το κράτος ζήτησε από τους εργοδότες και τους εργαζομένους να εισφέρουν κατά πολύ περισσότερο σε σχέση με όσα ήταν έτοιμοι ή μπορούσαν να πληρώσουν. Ανακοινώσαμε μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η οποία είναι καθοριστική για τη μείωση του κόστους εργασίας, και κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης που είναι απολύτως κρίσιμη για την ύπαρξη καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας, όπως αυτές που ελπίζουμε να προσελκύσουμε, καθώς μιλάμε για μια επιπλέον χρέωση ύψους 10% σε σχέση με τον φόρο που κανονικά θα πλήρωνε κανείς. Για εμένα, λοιπόν, η αντιστροφή του brain drain έχει να κάνει με τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρουμε και με τη δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, καθώς στην Ελλάδα δημιουργούνται νέες θέσεις στον ψηφιακό τομέα όπου υπήρξαν εξαγορές πολλών νεοφυών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες.
»Ξαφνικά, αρχίζουμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στο παγκόσμιο ψηφιακό τοπίο, καθώς έχουμε ιδιαίτερα ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό στην Ελλάδα, αλλά και ανθρώπους που μπορούν να επιστρέψουν από το εσωτερικό. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, τη μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της χώρας. Και στον τομέα αυτό βλέπουμε ότι τα πράγματα βελτιώνονται δραματικά. Οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο την κυβέρνηση, και η εμπιστοσύνη είναι θεμελιωδώς σημαντική σε όλες τις προηγμένες χώρες που φιλοδοξούν να κάνουν ένα μεγάλο βήμα οικονομικής ανάπτυξης. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η Ελλάδα παρουσιάζεται πλέον ως μια ελκυστική χώρα. Προσφέρουμε τα οικονομικά κίνητρα, βρισκόμαστε στη διαδικασία δημιουργίας των θέσεων εργασίας, οπότε δεν υπάρχει λόγος οι Έλληνες που βρίσκονται στο εξωτερικό να μην εξετάσουν το ενδεχόμενο επιστροφής τους στην Ελλάδα, εφόσον η οικογενειακή τους ζωή ή τα σχέδιά τους επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Για τον τουρισμό την εποχή του κοροναϊού
«Θα έλεγα ότι ο τουρισμός θα είναι πάντα σημαντικός, αλλά θα έχουμε να κάνουμε με ένα διαφορετικό είδος τουρισμού. Υπό μία έννοια, η εμπειρία του COVID έχει αποδείξει ότι μπορούμε να ζούμε και να εργαζόμαστε από οπουδήποτε, κάτι το οποίο κάνει την Ελλάδα έναν πολύ ελκυστικό προορισμό, όχι μόνο για τους τουρίστες, αλλά και για ανθρώπους που θέλουν να αποκτήσουν μια δεύτερη κατοικία εδώ και να περνούν όχι μόνο τα καλοκαίρια, αλλά και τους χειμώνες τους στην Ελλάδα. Είμαστε μια ασφαλής χώρα, με εξαιρετική συνδεσιμότητα που θα βελτιώνεται διαρκώς, είμαστε μια από τις πρώτες χώρες που θα δημοπρατήσουμε το φάσμα 5G, με τη σχετική νομοθεσία να ετοιμάζεται αυτή την περίοδο στη Βουλή, ταυτόχρονα όμως έχει προβληθεί και η απαίτηση να κινηθούμε προς ένα περισσότερο βιώσιμο μοντέλο τουρισμού.
»Εκτός από τον COVID, η μεγάλη πρόκληση είναι η κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις και νομίζω ότι ο COVID απέδειξε ότι, αν δουλέψουμε σκληρά προς την επίτευξη ενός κοινού στόχου, δείτε την πρόοδο που αναμένω ότι θα επιτύχει η παγκόσμια κοινότητα αναφορικά με το εμβόλιο, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα αυτά. Ο τουρισμός μας πρέπει να αλλάξει. Ετοιμάζουμε έναν πολύ σημαντικό νόμο για το χωροταξικό, ο οποίος θα κατατεθεί στη Βουλή εντός του επόμενου μήνα. Το ζητούμενο είναι να ενισχύσουμε τον βιώσιμο τουρισμό, προστατεύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον, αλλά και να αναπτύξουμε άλλους τομείς όπου έχουμε σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, logistics, προηγμένη γεωργία.
»Όλα αυτά συνδέονται με τα βασικά θέματα που προωθούνται και από την Ευρώπη, τον πράσινο μετασχηματισμό και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Όλα λοιπόν πρέπει να είναι αλληλένδετα και έχουμε ένα ξεκάθαρο σχέδιο για την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς αυτούς, αλλά επίσης και στους πιο παραδοσιακούς τομείς. Για παράδειγμα, ιδιωτικοποιούμε τα ναυπηγεία μας, ποτέ δεν κατάλαβα πώς ήταν δυνατόν η χώρα με τη μεγαλύτερη ναυτιλία να μην μπορεί να προσφέρει καλές και ανταγωνιστικές επισκευαστικές υπηρεσίες στους εφοπλιστές μας, Αλλά και άλλοι παραδοσιακούς τομείς, όπως η μεταποίηση που παίζει σημαντικό ρόλο στο ΑΕΠ της Ελλάδας, και οι εξαγωγικές μεταποιητικές επιχειρήσεις θα έχουν πλέον τα εργαλεία και τα κίνητρα να αλλάξουν το μοντέλο τους, να αποκτήσουν περισσότερες ψηφιακές λειτουργίες, αλλά και ένα πιο πράσινο αποτύπωμα.»