Κάθε χρόνο, την εποχή των αποτελεσμάτων, επαναλαμβάνονται τα αρνητικά σχόλια για τις βάσεις στα πανεπιστήμια, τη χαμηλή βαθμολογία των νεοεισερχομένων κ.λπ.
Δεν κατανοούμε ότι η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι πλέον παρά μια μεταλυκειακή βαθμίδα. Στον βαθμό που η εκπαίδευση έως και το λύκειο είναι ενιαία και δεν έχει ως πρoτεραιότητα την επαγγελματική εκπαίδευση (και εδώ υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά),οφείλει να χωράει όλα τα παιδιά – όπως γίνεται έως τώρα. Ετσι κι αλλιώς οι σχολές διάκρισης – που συγκροτούσαν το παραδοσιακό πανεπιστήμιο – διατηρούν την επίλεκτη θέση τους στις προτιμήσεις και η πρόσβαση σε αυτές είναι αρκούντως υψηλή.
Η γενίκευση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι αποτέλεσμα των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών και των οικονομικών και επαγγελματικών αναγκών της εποχής μας. Κάποτε για την κατάρτιση του δασκάλου ή του νοσηλευτή αρκούσε η διετής κατάρτιση. Οχι πλέον σήμερα. Για πλήθος επαγγελμάτων, η τεράστια αύξηση της σχετικής γνώσης, η εισαγωγή νέων εργαλείων, όπως η πληροφορική και η ρομποτική, η ανάγκη εξειδικευμένων γνώσεων και μεθόδων απαιτούν την αναβάθμιση της εκμάθησης σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο κύκλος των επαγγελμάτων αυτών διευρύνεται συνεχώς και οι γνωσιακές ανάγκες του αυξάνονται εκθετικά. Αυτό άλλωστε σημαίνει κοινωνία της γνώσης και είσοδος στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, η διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να προετοιμάζει όλα τα παιδιά για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας αλλά και για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας της εποχής μας είναι αναπότρεπτη.
Αν υιοθετήσουμε την οπτική αυτή, αλλάζει το ίδιο το πρόβλημα. Αντί να μας απασχολεί η «επιλογή», αντί να το βλέπουμε σαν «εξετάσεις διαλογής», θα πρέπει να μας απασχολήσει η γεφύρωση ενός χάσματος. Δηλαδή, πώς θα γεφυρώσουμε τη δευτεροβάθμια με την τριτοβάθμια εκπαίδευση; Πώς θα γεφυρώσουμε τους θεσμούς της εκπαίδευσης με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του νεανικού πληθυσμού να εισέλθει, να κατευθυνθεί σωστά και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Συνεπώς, χρειάζεται να αναζητήσουμε λύσεις στις συντεταγμένες της εποχής μας και στην ιστορική εμπειρία.
Το πρόβλημα της γεφύρωσης των βαθμίδων της εκπαίδευσης συνιστά, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον κορμό της ιστορίας της εκπαίδευσης. Η πρώτη και η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση συνδέονται με τη μετάβαση από την προσχολική στη σχολική εκπαίδευση και τη γενίκευση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση συνδέεται με το πρόβλημα της μετάβασης από την πρωτοβάθμια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τη γενίκευση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τώρα βρισκόμαστε στη μετάβαση από την τρίτη στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και επομένως στο πρόβλημα της μετάβασης από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη γενίκευση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτή η περιοδολόγηση και αντιστοίχιση θα πρέπει να κατανοηθεί ως ευρεία ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες παραγωγικές ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες αντιστοιχούν σε γνωσιακές δεξιότητες.
Οι μεταβάσεις αυτές δεν ήταν ομαλές. Δεν συγκροτούν μια αδιατάρακτη πορεία. Κριτικές αντίστοιχες ή παρόμοιες με τις σημερινές εκφράστηκαν και τότε. Γιατί τα χάσματα ανάμεσα στις βαθμίδες και ανάμεσα στον παιδικό πληθυσμό και στους εκπαιδευτικούς θεσμούς ήταν επίσης μεγάλα. Πώς γεφυρώθηκαν; Ανάμεσα στην προσχολική και στη σχολική βαθμίδα δημιουργήθηκε το νηπιαγωγείο και η προσχολική εκπαίδευση. Ανάμεσα στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια, που κάποτε κι αυτή γινόταν με εξετάσεις και διαλογή, έγιναν αμοιβαίες αλλαγές και στις δυο βαθμίδες καθώς και η διάκριση γυμνασίου και λυκείου. Επομένως; Δεν χρειάζονται και τώρα γεφυρώσεις;
Ο πυρήνας του προβλήματος που εμφανίζεται ως χαμηλή βαθμολογία στις εισαγωγικές εξετάσεις είναι η δυνατότητα των παιδιών να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές μιας πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευσης. Οι έννοιες και οι δεξιότητες που απαιτούνται υπερβαίνουν την προετοιμασία που έχουν πολλοί απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης. Αυτό είναι πράγματι πρόβλημα. Δυστυχώς μόνο μια μικρή μειοψηφία 10%-20% μπορεί αυθόρμητα να ανταποκριθεί σε αυτές τις νοητικές προϋποθέσεις και απαιτήσεις. Τι πρέπει να κάνουμε;
Για να γεφυρώσουμε τις δύο βαθμίδες πρέπει να τις τροποποιήσουμε δραστικά. Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα. Η ψυχολογική και κοινωνική ωριμότητα των παιδιών δεν είναι ίδια όπως όταν δημιουργήθηκε η δομή του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος. Τώρα τα παιδιά ωριμάζουν πριν από τα 12 χρόνια. Επομένως, θα μπορούσαμε να έχουμε 2 χρόνια προσχολική και 5 χρόνια δημοτικό. Το γυμνάσιο αντί για 3 μπορεί να γίνει 5 χρόνια, ώστε να προσφέρει έναν βασικό κορμό της εκπαίδευσης που δημιουργεί τον σύγχρονο εγγράμματο πολίτη που κατανοεί τις αφαιρετικές έννοιες που παράγουν οι σύγχρονες επιστήμες και μπορεί να τις διαχειριστεί κριτικά στην καθημερινότητά του. Τέλος, το ήδη διαλυμένο λύκειο να γίνει ένα σφιχτοδεμένο πρόγραμμα 2 χρόνων που θα εισάγει συστηματικά στην επιστημονική σκέψη και στις απαιτήσεις των μεγάλων κατευθύνσεων της σύγχρονης γνώσης και τεχνοεπιστήμης. Επίσης, στην αρχή των πανεπιστημιακών σπουδών χρειάζονται προγράμματα υποδοχής που θα διασφαλίζουν ότι όλοι οι φοιτητές μπορούν να κατανοήσουν τις προηγμένες έννοιες και μεθόδους της επιστήμης. Ταυτόχρονα χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση ευελιξίας και συνδυασμών επιλογών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται δραστική αλλαγή της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης. Πρέπει να εκπαιδεύονται ως εκπαιδευτικοί, πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Εχει κινδύνους το σύστημα όπως λειτουργεί ως τώρα; Πολλούς, πέρα από την ατελέσφορη σπατάλη εκατομμυρίων εργατοωρών και την ψυχική ταλαιπωρία των εφήβων και των οικογενειών τους. Εχει κινδύνους επίσης ως προς το επίπεδο των πανεπιστημιακών σχολών. Πώς θα ανταποκριθούν και πώς θα συμπεριφερθούν φοιτητές και πανεπιστημιακές σχολές; Το πρόβλημα είναι με τα παιδιά που καταλήγουν σε σχολές τις οποίες δεν επιδιώκουν και για τις οποίες αδιαφορούν. Εδώ ανήκει το 80%. Τα παιδιά αυτά έχουν δικαίωμα, όχι μόνο για το δικό τους αλλά και για το κοινωνικό καλό, να πάρουν ποιοτικές πανεπιστημιακές σπουδές που θα επιτρέψουν την πλήρη κοινωνική και οικονομική τους ένταξη στην κοινωνία και στην οικονομία της γνώσης του δεύτερου μισού του 21ου αιώνα στον οποίο θα ζήσουν. Σήμερα οι σπουδές που τους παρέχονται από πολλά ιδρύματα είναι απλώς προσχηματική ικανοποίηση της επιθυμίας τους να σπουδάσουν. Αυτή είναι η γκρίζα ζώνη που πρέπει να μας απασχολεί γιατί αφορά και το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας.
Η συρρίκνωση του φοιτητικού πληθυσμού και των πανεπιστημιακών σχολών μέσω της βάσης του 10 στην πραγματικότητα θα συρρικνώσει γνωσιακά τις δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας, το ανθρώπινο κεφάλαιο. Θα είναι θανάσιμο πλήγμα στην εκπαίδευση και θα λειτουργήσει ως κοινωνικός δαρβινισμός απέναντι στα παιδιά. Γέφυρες χρειαζόμαστε, όχι λαιμητόμους!
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, πρόεδρος του Διαλόγου για την Παιδεία 2015-16.
Ο κ. Ανδρέας Δημητρίου είναι πρώην υπουργός Παιδείας της Κύπρου, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου και ακαδημαϊκός.