Οι εξελίξεις στο ελληνουρκικό μέτωπο του πολέμου νεύρων, για μία ακόμη φορά δείχνουν πολλά.
Κατ’ αρχάς δείχνουν ότι η κινδυνολογία, τα βεβιασμένα συμπεράσματα και οι προφητείες, δεν είναι ενδεδειγμένες μέθοδοι προσέγγισης του θέματος.
Αν ανατρέξει κανείς στην ειδησεογραφία των προηγούμενων εβδομάδων θα εντοπίσει προαναγγελίες θερμών επεισοδίων, πολεμικών επιχειρήσεων και διαφόρων άλλων ενεργειών του Ερντογάν, οι οποίες λίγο πολύ θα άλλαζαν την ισορροπία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο εν ριπή οφθαλμού.
Δίχως να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο συναγερμός έχει λήξει, διαπιστώνεται ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Ο Ερντογάν σαφώς και έκανε πίσω προς το παρόν – τουλάχιστον ως προς την εκδήλωση της επιθετικότητάς του και δεχόμενος προφανώς πιέσεις, ή έστω παραινέσεις, από την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο.
Δείχνει ότι κατά την πάγια τουρκική τακτική, μπορεί να υποδυθεί όποιον ρόλο του φαίνεται χρήσιμος, στο πλαίσιο πάντα των επιδιώξεών του.
Κρίνοντας κανείς από γεγονότα και εξελίξεις, βλέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι ήδη βρισκόμαστε σε ένα επόμενο στάδιο.
Ο διεθνής παράγων (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) έκανε τις κινήσεις του και επαναλαμβάνει μονότονα ότι οι δύο πλευρές πρέπει να προσέλθουν σε διάλογο.
Η ελληνική πλευρά δηλώνει με περισσότερη έμφαση από ποτέ ότι είναι πρόθυμη να καθήσει στο τραπέζι, υπό τις γνωστές προϋποθέσεις του τερματισμού των προκλήσεων και με μόνο θέμα τον προσδιορισμό των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας.
Η Τουρκική πλευρά, σε χαμηλότερους πλέον τόνους, δηλώνει επίσης ότι επιθυμεί τον διάλογο, αλλά χωρίς προϋποθέσεις και για όποιο θέμα εκείνη θέλει.
Αν λάβει κανείς υπόψη και την ταυτόχρονη αρθρογραφία των υπουργών Εξωτερικών Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου («Καθημερινή»), κατανοεί ότι πιθανώς να βρισκόμαστε στην αρχή μίας νέας φάσης, αφού ο «διάλογος» έχει μπει στο τραπέζι.
Το κρίσιμο διάστημα σε πρώτη φάση είναι οι ημέρες που απομένουν ως την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στα τέλη του μηνός. Τα θα έχει κάνει ο Ερντογάν έως τότες Λογικά δεν θα έχει εξάρσεις.
Και τι θα γίνει μετά; Αν έχει επιδεχθεί «καλή διαγωγή» από τον Τούρκο Πρόεδρο, θα είναι απίθανο να υπάρξουν έστω και προσχηματικές κυρώσεις από την ΕΕ. Θα είναι η κατάλληλη στιγμή για την έναρξη μίας διαδικασίας διαλόγου; Και με το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, πόσο πιθανό είναι στα αλήθεια κάτι τέτοιο;
Με αυτά τα ερωτήματα να πλανώνται, οφείλει κανείς να παρατηρεί την ευρύτερη περιοχή. Μία από τις παραμέτρους που οδήγησαν την ένταση εδώ που βρίσκεται σήμερα, ήταν το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο. Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση Σάρατζ με την οποία συμμάχησε ο Ερντογάν, φέρεται έτοιμη να παραιτηθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες. Τι θα σημάνει αυτό; Μπορεί να πυροδοτήσει άλλες διαδικασίες και πόσο ωφελημένος μπορεί να είναι ο Ερντογάν από αυτές;
Κάποιες πηγές δεν το αποκλείουν και σημειώνουν ότι πρέπει να δει καποιος διαφορετικά την αξία του τουρκολιβυκού συμφώνου. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί και να είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί του Ερντογάν, με την έννοια ότι θα εμφανιστεί πρόθυμος να υποχωρήσει από αυτό, διεκδικώντας υποχώρηση της Ελλάδας σε άλλο σημείο, π.χ. την ΑΟΖ του Καστελόριζου.
Εξίσου παράλογο και παράδοξο θα είναι και πάντως από νομικής απόψεως, ανυπόστατο. Πλην όμως, συμβατό με την τουρκική πρακτική.
Όπως προαναφέρθηκε, οι προβλέψεις και οι προφητείες είναι κατά κανόνα άκυρες. Όμως η διεθνής πίεση για διάλογο και η διπλωματική κινητικότητα των τελευταίων ημερών θα πρέπει να αξιολογηθούν και να οδηγήσουν στην μέγιστη δυνατή εγρήγορση.