Προ των πυλών σαρωτικών αλλαγών βρίσκεται το εγχώριο τραπεζικό οικοσύστημα, με την πανδημία του κορωνοϊού να λειτουργεί ως επιταχυντής για τον μετασχηματισμό του κλάδου. Η εν εξελίξει συρρίκνωση των παραδοσιακών τραπεζών μέσω της αναδιάρθρωσης του δικτύου των καταστημάτων τους και της μείωσης του αριθμού των εργαζομένων αποτελεί όρο επιβίωσης.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, στοίχημα αποτελεί και η αύξηση των εσόδων. Στο πλαίσιο αυτό, οι τραπεζικές διοικήσεις δίνουν προτεραιότητα τόσο σε δράσεις ψηφιοποίησης των εργασιών τους, με στόχο την ενίσχυση της online παραγωγής, όσο και στην αξιοποίηση των λιγότερων μονάδων τους και του ανθρώπινου δυναμικού φυσικά, για τη διά ζώσης διάθεση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, αργά ή γρήγορα η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ (open banking), που μεταξύ άλλων δίνει πρόσβαση σε τρίτους στα στοιχεία του πελατολογίου των τραπεζών, θα ασκήσει πίεση στους υφιστάμενους ομίλους, καθώς αναμένεται να προσελκύσει και στην Ελλάδα διαδικτυακούς παίκτες που χρησιμοποιούν ως βασικό κανάλι διάθεσης των προϊόντων τους το κινητό.
Πρόκειται για μια τάση που έχει αποκτήσει δυναμική στις ώριμες ευρωπαϊκές οικονομίες και θα είχε ήδη περάσει τα ελληνικά σύνορα εάν δεν είχαν μεσολαβήσει τα 4ετούς διάρκειας capital controls. Μάλιστα, από ό,τι φαίνεται, οι εγχώριες τράπεζες θα έχουν και άλλο χρόνο στη διάθεσή τους για την προσαρμογή στη νέα εποχή, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία των μεριδίων τους. Κι αυτό διότι η επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, λειτουργεί αποτρεπτικά για νέα ανοίγματα στην Ελλάδα, τουλάχιστον την επόμενη διετία.
Η επίδραση των capital controls
Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικοί όμιλοι τα τελευταία χρόνια δαπανούν αρκετά εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και για καμπάνιες ενημέρωσης των πελατών τους για τις νέες τεχνολογίες. Η εμπειρία ωστόσο δείχνει πως εξωτερικοί παράγοντες είναι αυτοί που τελικώς επιδρούν καταλυτικά στην καταναλωτική συμπεριφορά.
Καθοριστική για τις ψηφιακές εξελίξεις στον κλάδο ήταν η κρίση του 2015. Οι περιορισμοί που τέθηκαν το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στις αναλήψεις μετρητών οδήγησαν σε κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για χρεωστικές (debit) κάρτες. Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που δεν ήθελαν μέχρι τότε ούτε να ακούσουν για πλαστικό χρήμα, έσπευσαν να εκδώσουν μία κάρτα συνδεδεμένη με τον λογαριασμό τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε λίγους μήνες εκδόθηκαν περισσότερες από 1 εκατ. νέες debit κάρτες, ενώ πλέον ο αριθμός έχει προσεγγίσει τα 15 εκατ., αυξημένος κατά 50% σε σχέση με την προ capital controls εποχή. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι κάρτες αυτές δεν έμειναν στα πορτοφόλια των καταναλωτών, αλλά έγιναν για πολλούς βασικό μέσο συναλλαγής, ακόμη και για πληρωμές μικροποσών.
Αποσυμφόρηση καταστημάτων
Ο δεύτερος κεντρικός στόχος των τραπεζών, η αποσυμφόρηση των καταστημάτων τους με τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των απλών συναλλαγών από τον φυσικό στον ψηφιακό κόσμο, φάνταζε μέχρι και το τέλος του 2019 μακρινός. Τι κι αν επένδυσαν αρκετά χρήματα για την αναβάθμιση των υπηρεσιών τους και δαπάνησαν μεγάλος μέρος του διαφημιστικού τους προϋπολογισμού για την προώθηση των ηλεκτρονικών τους υπηρεσιών, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό.
Με το ξέσπασμα όμως της πανδημίας, οι προτιμήσεις των καταναλωτών άλλαξαν ταχύτατα, ενώ οι τράπεζες επέδειξαν αντανακλαστικά, ψηφιοποιώντας σε σύντομο χρονικό διάστημα εργασίες που μέχρι πρότινος εκτελούνταν μόνο με φυσική παρουσία του πελάτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μόλις έναν χρόνο, μέχρι τον εφετινό Ιούνιο, ενεργοποιήθηκαν 845.000 νέοι λογαριασμοί e-banking και περίπου 1,2 εκατ. λογαριασμοί mobile banking, με σαφή επιτάχυνη του ρυθμού των εγγραφών από την έναρξη της κρίσης του κορωνοϊού.
Αναμφίβολα η διείσδυση του online banking στον γενικό πληθυσμό διευκολύνει τους σχεδιασμούς των τραπεζών για τη δημιουργία πιο μικρών και αποδοτικών σχημάτων. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η αγορά δεν δικαιολογεί σήμερα τη λειτουργία περισσότερων από 800 καταστημάτων συνολικά στον κλάδο από τα περίπου 1.800 που λειτουργούσαν στο τέλος του 2019. Ως εκ τούτου, χωρίς την αλλαγή της συναλλακτικής κουλτούρας προς το ηλεκτρονικότερο, μια προσαρμογή αυτού του μεγέθους θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Κυρίαχο μέσο το κινητό
«Εκτιμώ ότι το κινητό τηλέφωνο τα επόμενα 3-5 χρόνια θα καταστεί το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας των πελατών με τις τράπεζες» σημειώνει ο Βασίλης Τραπεζάνογλου, πρόεδρος της Praxia Bank, της πρώτης τράπεζας στην Ελλάδα που θα αναπτύξει τις εργασίες της χωρίς τη λειτουργία δικού της δικτύου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η τάση αυτή επικρατεί στην Ελλάδα, αλλά είναι ιδιαίτερα κυρίαρχη στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς η αγορά των fintech, νεοφυών δηλαδή επιχειρήσεων που διαθέτουν μέσω Διαδικτύου χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως πληρωμές με κάρτες, μικροδάνεια και εξόφληση λογαριασμών.
«Με περιορισμένα λειτουργικά κόστη, καθώς δεν διαθέτουν φυσικά καταστήματα, αλλά με σημαντικές επενδύσεις στην τεχνολογική τους υποδομή, κάποιες από τις εταιρείες αυτές έχουν ήδη διεισδύσει σε αξιοσημείωτο βαθμό στις αγορές που δραστηριοποιούνται» υποστηρίζει ο κ. Τραπεζάνογλου. Θεωρεί δε ως τη μεγαλύτερη απειλή για τις τράπεζες τους τεχνολογικούς γίγαντες (GAFA) και τις «ασιατικές τίγρεις» τύπου Ant/Alibaba. Σημειώνει ωστόσο πως ακόμη δεν μπορεί να διατυπωθεί μια ασφαλής εκτίμηση για τις προοπτικές κερδοφορίας των ψηφιακών τραπεζών και των fintech.
Το υβριδικό μοντέλο
Για παράδειγμα, αναφέρει σχετικά, οι χρηματοδοτήσεις απαιτούν εμπειρία στην αξιολόγηση κινδύνου, προϋποθέτουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη του ρίσκου και έχουν υψηλό κόστος διαχείρισης, π.χ. για τις εισπράξεις καθυστερήσεων, που οι fintech δεν μπορούν εύκολα να σηκώσουν. «Εκτιμώ ότι τελικώς θα επικρατήσει ένα υβριδικό μοντέλο ανάπτυξης, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, το οποίο θα συνδυάζει την προσφορά υπηρεσιών μέσω ποικίλων ψηφιακών καναλιών και την ταυτόχρονη λειτουργία χαμηλού κόστους δικτύου διαφοροποιημένων καταστημάτων» υποστηρίζει ο πρόεδρος της Praxia Bank.
Η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών σε χαμηλά επίπεδα μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, μέσω συνεργασιών με τράπεζες ή fintech που διαθέτουν φυσικά σημεία εξυπηρέτησης. Με τον τρόπο αυτόν ένα μικρό σχήμα μπορεί να αποκτήσει δίκτυο εξυπηρέτησης των πελατών του με μία κίνηση, χωρίς το ρίσκο της επένδυσης, ενώ ο συνεργάτης του δημιουργεί μια νέα πηγή εσόδων δίχως αύξηση των λειτουργικών εξόδων.
Μικρά και εξειδικευμένα τα νέα σχήματα
«Αυτό που θα βλέπουμε όλο και πιο συχνά τα επόμενα χρόνια είναι μικρές τράπεζες εξειδικευμένες, με νέα επιχειρηματικά μοντέλα, που διαφοροποιούνται όχι τόσο στα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά κυρίως στις πηγές των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την παροχή πιστώσεων, στον συνεταιρισμό δικτύων εξυπηρέτησης, στα εργαλεία αποτίμησης και διαχείρισης κινδύνου, στην απλοποίηση και αυτοματοποίηση των λειτουργιών. Αυτός είναι ο προσανατολισμός και της τράπεζάς μας» υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Praxia Bank Β. Τραπεζάνογλου.
Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι παραδοσιακές τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν τα έσοδά τους προσφέροντας σε fintech υπηρεσίες στις οποίες έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Ή θα μπορούσαν να εξυπηρετούν τους πελάτες αυτών των εταιρειών, με το αζημίωτο φυσικά, μέσω των καταστημάτων τους. Αντίστοιχα, οι μεγάλοι όμιλοι θα μπορούσαν να εκχωρήσουν σε τρίτους ζημιογόνους τομείς, όπως π.χ. η εκκαθάριση συναλλαγών.