Γράφοντας στον Guardian, ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, εξακόντισε βολές κατά της διαχείρισης της πανδημίας και του Brexit από τον Μπόρις Τζόνσον.
Συγκεκριμένα, ο Μπράουν έγραψε ότι οι πολιτικές λιτότητας δεν ήταν ποτέ καλή ιδέα, τώρα όμως αποτελούν παραδοξότητα, καθώς από τη μία πλευρά οι ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν είναι αυξημένες, και από την άλλη το κόστος δανεισμού εξαιρετικά χαμηλό.
Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη για διενέργεια περισσότερων τεστ κορωνοϊού, προκειμένου να αποφευχθεί ένα δεύτερο πανδημικό κύμα κατά τη μαζική επιστροφή των εργαζόμενων στους χώρους της δουλειάς τους, αλλά και διευρυμένα προγράμματα στήριξης της νεανικής απασχόλησης.
Τέλος, ο πρώην πρωθυπουργός κάλεσε τους διεθνείς ηγέτες να απομακρυνθούν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομίας που, όπως λέει, κυριάρχησε επί πενήντα χρόνια, και να στραφούν σε πολιτικές που θα υποστηρίζουν την ισότητα, τη βιωσιμότητα και την απασχόληση.
Συγκεκριμένα, όπως έγραψε:
«Η κρίση του κορωνοϊού στη χώρα μας, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που έφερε η πανδημία, δεν έχει τελειώσει. Στην πραγματικότητα κινείται προς μια καινούργια επικίνδυνη φάση.
Με τη βρετανική οικονομία να καταρρέει κατά 25% τον Μάρτιο και τον Απρίλιο – μια πτώση διπλάσια σε σχέση με εκείνες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η οποία τώρα έχει καλυφθεί μόλις κατά το ήμισυ σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης – απαιτείται ένα σχέδιο ανάκαμψης. Το ποσό θα πρέπει να είναι πιο κοντά σε σχέση με τα 90 δισ. στερλίνες της Γαλλίας, τα 115 δισ. στερλίνες της Γερμανίας και το 1 τρισ. στερλίνες των ΗΠΑ, από ό,τι στα 30 δισ. στερλίνες που ανακοίνωσε ο υπουργός οικονομικών τον Ιούλιο.
Εκατομμύρια άνθρωποι – όχι μόνο 200.000 όπως μέχρι τώρα – θα πρέπει να κάνουν τεστ καθημερινά, αν δεν θέλουμε η μαζική επιστροφή στους χώρους εργασίας να φέρει ένα δεύτερο κύμα της ασθένειας.
Και, αν το τέλος του σχεδίου διαθεσιμοτήτων στις 31 Οκτωβρίου δεν φέρει τον υψηλότερο αριθμό απολύσεων που έχουμε βιώσει ποτέ, νέα μέτρα προστασίας της απασχόλησης θα πρέπει να εφαρμοστούν τις επόμενες ημέρες.
Ήδη βλέπω τα οικονομικά περιστέρια που έστελναν οι Συντηρητικοί την άνοιξη να επιστρέφουν ως γεράκια-άρπαγες το φθινόπωρο, ανίκανα να δουν ότι κάθε είδους οικονομική ορθοδοξία έχει ανατραπεί.
Έχοντας ηγηθεί της χώρας σε μια τεράστια κρίση μετά το 2008 – αναγκάστηκα να μάθω γρήγορα, και να μάθω από τα ίδια μου τα λάθη – μπορώ να νιώσω κάποια συμπόνια για τον Μπόρις Τζόνσον, παρά το γεγονός ότι το «mea culpa» είναι η μόνη λατινική φράση που φαίνεται ότι δεν θα βγει ποτέ από το στόμα του. Όμως τότε ανακάλυψα ότι δεν ήταν αρκετό να διαχειρίζομαι απλώς την κρίση από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε καν να βρίσκομαι ένα βήμα μπροστά από τα γεγονότα. Η πραγματική πρόκληση είναι να περιμένεις το επόμενο πρόβλημα.
Ακόμη περισσότερο, για να λύσω το κάθε πρόβλημα έπρεπε να φτάσω στη ρίζα του, συχνά παρακάμπτοντας τη στερεοτυπική σκέψη και συνεχίζοντας με αδιάκοπη αποφασιστικότητα να κινητοποιώ όλα τα εργαλεία που είχα στη διάθεσή μου. Το 2008, οι τράπεζες λειτουργούσαν έναν καπιταλισμό χωρίς κεφάλαιο. Για αυτό κρατικοποιήσαμε στρατηγικά σημαντικούς οικονομικούς οργανισμούς.
Τώρα, το 2020 και χωρίς να υπάρχει ακόμη εμβόλιο ή θεραπεία, θα έπρεπε να μας είναι ξεκάθαρο εξ αρχής ότι τα μαζικά τεστ ήταν – και παραμένουν – ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να διαγνώσουμε την εξάπλωση της ασθένειας και να αντιδράσουμε σε αυτή με άμεσες παρεμβάσεις δημόσιας υγείας σε τοπικό επίπεδο.
Όμως φοβάμαι ότι οι υπεύθυνοι, έχοντας σπαταλήσει εκατομμύρια σε συμβόλαια για κατά συρροή αναποτελεσματικές πρωτοβουλίες – έχουν δαπανήσει ελάχιστη σκέψη σε αυτό που θα έχει σημασία για την επόμενη μέρα: το σχεδιασμό της μακροχρόνιας ανάκαμψης.
Το να επενδύσουν τώρα – για να σώσουν εταιρείες που το αξίζουν και να αποτρέψουν την απώλεια σημαντικών θέσεων εργασίας και δεξιοτήτων – σημαίνει να ακολουθήσουν την Γερμανία και τη Γαλλία στη διατήρηση των επιδομάτων για τις άδειες άνευ αποδοχών σε σημαντικούς τομείς, ιδανικά με επιχορηγήσεις μισθών για εργασία μερικής απασχόλησης και με την προσφορά μετεκπαίδευσης στο διάστημα που οι εργαζόμενοι απέχουν από τις δουλειές τους.
Και, όταν οι εργαζόμενοι πρέπει να μείνουν στο σπίτι για να αποφύγουν την εξάπλωση λοίμωξης κατά τη διάρκεια της αναπόφευκτης αύξησης των τοπικών lockdown, η υποστήριξη που τους δίνεται θα πρέπει να είναι αρκετή για να ταΐσουν τις οικογένειές τους, πράγμα που δεν επιτυγχάνει το σημερινό, τσιγκούνικο επίδομα των 90 στερλίνων την εβδομάδα.
Οι νέοι μας βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με τη χειρότερη αγορά εργασίας εδώ και 50 χρόνια – κι όμως, το σημερινό πρόγραμμα νεανικής απασχόλησης θα βοηθήσει μόλις 350.000 και μόνο για έξι μήνες, ενώ υπάρχουν 3,5 εκατ. άτομα κάτω των 25 που δεν βρίσκονται σε προγράμματα εκπαίδευσης. Επομένως, για να εξασφαλίσουν μια δουλειά, η εκπαίδευσή τους απαιτεί μια πολύ πιο μαζική ενίσχυση, με νέες θέσεις για πρακτική και φοίτηση σε κολέγια και πανεπιστήμια, αλλά και με προγράμματα απασχόλησης.
Η λιτότητα ποτέ δεν ήταν καλή ιδέα, και τώρα παραδέχονται και οι ίδιοι ότι πρόκειται για αποτυχία. Όμως, ειλικρινά, πρόκειται και για έναν οικονομικό παραλογισμό, όταν το κόστος δανεισμού του κράτους είναι τόσο χαμηλό – περίπου στο ένα εικοστό σε σχέση με το 2008 – και οι ανάγκες που δεν καλύπτονται τόσο πολλές.
Πράγματι, ο πληθωρισμός, ο οποίος αντιμετωπιζόταν κάποτε ως δικαιολογία για πολιτικές λιτότητας, είναι τόσο χαμηλός σήμερα στις ΗΠΑ, ώστε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να θεωρεί ότι η ενίσχυση της απασχόλησης θα πρέπει να είναι τώρα η κύρια προτεραιότητα. Και πάλι, η Βρετανί είναι πίσω. Το 1998, όταν ήμουν υπουργός οικονομικών, ήμουν υπεύθυνος για τον Νόμο για την Τράπεζα της Αγγλίας, που απαιτούσε η Τράπεζα να επιδιώξει υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Τώρα είμαι ο πρώτος που λέει ότι η Τράπεζα χρειάζεται ένα πιο απαιτητικό καταστατικό, ένα που να θέτει μια διπλή υποχρέωση: την αντιμετώπιση της ανεργίας ως ζήτημα εξίσου σημαντικό με τον πληθωρισμό. Αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται με έναν επιχειρησιακό στόχο που θα τονίζει ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν και η ενίσχυση δεν θα σταματήσει, μέχρι η ανεργία να πέσει σε επίπεδα προ-κρίσης.
Η τρέχουσα κρίση είναι, φυσικά, τόσο παγκόσμια όσο και εγχώρια. Από το 2008 έως το 2010, σπατάλησα πολύ από το χρόνο μου για να πείσω τους ομόλογούς μου να δράσουμε από κοινού και να συμφωνήσουμε σε συγχρονισμένα πακέτα μαζί με τη βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Όμως είμαι σοκαρισμένος που τώρα – με τις οικονομίες του πλανήτη να έχουν καταστραφεί ταυτόχρονα από την πανδημία και ένα οικονομικό σοκ πολύ χειρότερο από ό,τι εκείνο που βιώσαμε τότε, οι ηγέτες του πλανήτη εξακολουθούν να έχουν συνεργαστεί τόσο λίγο.
Εν συντομία, όλες οι χώρες θα έπρεπε να συμφωνούν ότι ήρθε το τέλος της πεντηκονταετίας της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Θα πρέπει να πάρουν διαζύγιο, όχι μόνο από την αποκλειστική τους εστίαση στον έλεγχο του πληθωρισμού, αλλά και από την επιδίωξη της απορύθμισης, τη φιλελευθεροποίηση και την ιδιωτικοποίηση εις βάρος της δικαιοσύνης, της απασχόλησης και της βιωσιμότητας. Αυτό το σχέδιο, που κάποτε αποκαλούνταν συμφωνία της Ουάσινγκτον, δεν έχει πλέον ούτε καν την υποστήριξη της Ουάσινγκτον. Ένα νέο παράδειγμα θα έδινε προτεραιότητα στο ηθικό εμπόριο, όχι μόνο στο ελεύθερο εμπόριο. Στον καλύτερο έλεγχο της διαχείρισης των αποσταθεροποιητικών ροών κεφαλαίων. Σε ένα καθεστώς ανταγωνισμού που θα μπορεί να αντιμετωπίσει ισχυρά την μονοπωλιακή συμπεριφορά των ψηφιακών πλατφόρμων. Σε μια βιομηχανική πολιτική που θα συμπεριλάμβανε γενναιόδωρη υποστήριξη της επιστήμης και της καινοτομίας – με όλα αυτά να συνοδεύονται από μια δέσμευση για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και των απαράδεκτων επιπέδων ανισότητας.
Θα μπορούσε να συμβεί εδώ κάτι τέτοιο; Έτσι πιστεύω. Αν και η κυβέρνηση μπορεί να νιώθει ότι είναι ελεύθερη να περάσει τις πολιτικές της από τη Βουλή των Κοινοτήτων εξαιτίας της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας, η πολυεθνική και όλο και περισσότερο τοπικά διαφοροποιημένη χώρα μας δεν μπορεί πλέον να παραμένει δέσμια ενός απομακρυσμένου και αποτυχημένου κεντρικού κράτους.
Σε αντίθεση προς τη μικροσκοπική και αδύναμη κλίκα της κυβέρνησης, η δημοκρατία αναδύεται και πάλι, από την τοπική αυτοδιοίκηση. Και, όπως συμβαίνει με την κατακραυγή για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της κυβέρνησης, μια αντίδραση των περιοχών και των εθνών θα ανάγκαζε τον πρωθυπουργό να ακούσει».