Η ενέργεια αποτελεί σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Η εμπλοκή πολιτικής και εθνικών συμφερόντων συνδυαστικά με τους ανταγωνισμούς αλλά και τις υποχρεωτικές συνέργειες, καθώς και τις συνεχείς γεωπολιτικές μεταβολές, που διαφοροποιούν τα επίπεδα ελέγχου επί πλουτοπαραγωγικών περιοχών, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πεδίο.
Μάλιστα, σε ένα ευρύτερα ρευστό διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον η ενέργεια αποκτά επιπρόσθετη αξία, καθότι αποτελεί καταλύτη εξελίξεων σε πολλά επίπεδα. Από τις επενδυτικές ευκαιρίες, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την καινοτομία στην έρευνα για την ανάπτυξη νέων μορφών και πεδίων, μέχρι την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και την άδικη κατανομή πόρων από ορισμένα καθεστώτα, έως τη μόνιμη αναζήτηση ισορροπίας στον συσχετισμό προσφοράς – ζήτησης, και τη μεταιχμιακή πορεία μεταξύ πρόκλησης αστάθειας και σταθεροποίησης, ο αντίκτυπος των υδρογονανθράκων στην καθημερινότητα των πολιτών, τις διακρατικές σχέσεις και την αγορά, είναι αξιοπρόσεκτος.
Η αγορά επιζητεί αξιοπιστία, προβλεψιμότητα και το δυνατόν μικρότερες επισφάλειες. Με την απεξάρτηση των ΗΠΑ από τους ενεργειακούς πόρους, η Ευρώπη θα δεχθεί, ως πελάτης, ισχυρό ανταγωνισμό από Κίνα και Ινδία, γεγονός που σε συνάρτηση με την αύξηση των εισαγωγών σε φυσικό αέριο δημιουργεί δυσοίωνες προοπτικές για τη διαπραγματευτική θέση των Βρυξελλών. Αρα, η εξεύρεση ασφαλών προμηθευτών και οδεύσεων, με ταυτόχρονη ανάπτυξη σταθερών και μακροχρόνιων δεσμών, αποτελούν εύλογα εκ των προτεραιοτήτων της ΕΕ.
Κυρίαρχο ζήτημα στην ευρωπαϊκή συζήτηση γύρω από την ενέργεια αποτελεί η ασφάλεια τροφοδοσίας. Πώς δηλαδή η Ευρώπη μπορεί να θωρακιστεί έναντι των ολιγοπωλίων, πως δύναται να κατοχυρώσει την αδιάλειπτη ροή ενέργειας, διευρύνοντας τους προμηθευτές της, διασφαλίζοντας τις ενεργειακές διόδους και με ποιους τρόπους θα καταφέρει να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά μεγαλύτερους πληθυσμιακά εισαγωγείς, ενώ παράλληλα δεν θα απεμπολήσει συμφέροντα και επιρροή σε περιοχές ειδικούς ενδιαφέροντος και χώρες στρατηγικής σημασίας.
Το ζήτημα της τιμής των υδρογονανθράκων είναι καθοριστικής σημασίας, ωστόσο η πανδημία του SARS-CoV2 έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα λόγω της υπερπροσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση. Είναι ακόμη άδηλο πότε, αν και πόσο γρήγορα θα υπάρξει «διόρθωση» προς τα πάνω, ενώ για την ώρα οι εταιρείες εξορθολογίζουν τις επενδύσεις τους, αποζητώντας ταχύτερες και ασφαλέστερες αποσβέσεις. Αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει, ίσως στο μέλλον και καταλυτικά, και την Ανατολική Μεσόγειο. Επιπρόσθετα, η εξαιρετικά ανταγωνιστική τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), το οποίο μεταφέρεται μόνο διά θαλάσσης, έχει ήδη δημιουργήσει νέες προοπτικές για τον κλάδο της ναυτιλίας. Προς τούτο, η φιλοξενία ανάλογων υποδομών καθίσταται προτεραιότητα για σειρά κρατών της περιοχής, προεξεχούσης της Τουρκίας και της Ελλάδας. Στην περίπτωση της πρώτης, είναι αξιοπρόσεκτο ότι προκειμένου να μετριάσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία αλλά και προκειμένου να προλάβει τη λήξη των μακροχρόνιων συμβολαίων της με Νιγηρία και Αλγερία (2021 και 2024 αντίστοιχα) αυξάνει σταθερά τις εισαγωγές LNG κυρίως από τις ΗΠΑ (2ος μεγαλύτερος εισαγωγέας σε Ευρώπη και Κεντρική Ασία) και διατηρεί στενούς δεσμούς με το Κατάρ, τον ν.1 παραγωγό LNG παγκοσμίως.
Η Ελλάδα από την πλευρά της διπλασίασε τις εισαγωγές LNG το πρώτο εξάμηνο του 2020, με το αμερικανικό σχιστολιθικό να τετραπλασιάζει τη συμμετοχή του στην ελληνική αγορά. Ολα αυτά έχουν ασφαλώς επιδράσει στη θέση του ρωσικού φυσικού αερίου, του οποίου πάντως η τιμή είναι επίσης ανταγωνιστική. Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), που τοποθετείται χρονικά στο 2050, είναι μία αυτονόητη επιλογή, η οποία ωστόσο εμπεριέχει δυσκολίες. Το ευτύχημα είναι πως η τεχνολογία εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, ώστε να καμφθούν τα εμπόδια που σχετίζονται τόσο με το κόστος παραγωγής όσο κυρίως με τις δυνατότητες αποθήκευσης, που για την ώρα φέρνουν τις ΑΠΕ σε μειονεκτική θέση.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, στο μεσοδιάστημα (2020-2050), μέχρι δηλαδή να φτάσουμε σε μία οικονομία απαλλαγμένη από τις εκπομπές άνθρακα, το φυσικό αέριο και το LNG, ως καθαρότερες μορφές ενέργειας από άνθρακα, λιγνίτη και πετρέλαιο θα κυριαρχήσουν. Οπότε, ο χρόνος πιέζει για αποφάσεις και υλοποίηση έργων φυσικού αερίου και LNG αναφορικά με τη σύνδεση της Ανατολικής Μεσογείου με την ευρωπαϊκή αγορά, χωρίς να αποκλείεται, το αντίθετο, η παράλληλη έμφαση στις ΑΠΕ. Σε αυτή τη σύνθετη εξίσωση, δύο κράτη-μέλη της ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρος, προωθούν συνέργειες με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής (κυρίως Αίγυπτο και Ισραήλ) προκειμένου να διασφαλίσουν την ομαλή πρόσβαση της ΕΕ στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής. Η Αθήνα, προτάσσοντας την αξιοπιστία της και ολοκληρώνοντας έργα υποδομής (π.χ. FSRU στην Αλεξανδρούπολη), ετοιμάζεται να υποδεχθεί μέρος του ενεργειακού πλούτου της περιοχής και να το διαμετακομίσει με ασφάλεια προς την ευρωπαϊκή αγορά. Συνάμα, βέβαια, έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας τόσο στην ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής όσο και στις ΑΠΕ, αξιοποιώντας τις κλιματολογικές συνθήκες.
Τέλος, το μήνυμα προς την Τουρκία, τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της περιοχής μετά την Αίγυπτο, είναι πως δεν επιθυμούμε τον αποκλεισμό της αλλά την εποικοδομητική και βάσει του διεθνούς δικαίου και των κανόνων της αγοράς εμπλοκή της. Ασφαλώς, η λύση του Κυπριακού, όπως και η ανάκτηση της αξιοπιστίας της με έμπρακτη εξομάλυνση και αποκατάσταση των σχέσεων με τις γειτονικές της χώρες, θα συνέβαλλε σε αυτή την κατεύθυνση. Αντιλαμβάνεται, άραγε, η αλαζονική τουρκική ηγεσία το προφανές;
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).