Επιδημιολογικά μοντέλα επιχειρούν προβλέψεις για την εξέλιξη της πανδημίας, διευκολύνοντας τη χάραξη πολιτικών. Κλινικές δοκιμές πραγματοποιούνται με ταχύτητες-ρεκόρ, χαρίζοντάς μας ελπίδες ένα αποτελεσματικό εμβόλιο. Αναλύσεις του γονιδιώματος του νέου κορωνοϊού, επιτρέπουν στους ερευνητές να εντοπίσουν εγκαίρως νέες μεταλλάξεις. Αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της πανδημίας ήταν εξ αρχής η επιστήμη.

Όμως, αν απαιτείται ιατρική έρευνα για τη διατήρηση της δημόσιας υγείας, είναι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες που μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα που θα επιτρέψουν στις κατακτημένες μας ελευθερίες να επιβιώσουν σε αυτό το πρωτόγνωρο πλαίσιο: Μπορούν τα μέτρα να μας οδηγήσουν στον αυταρχισμό; Είναι η μάσκα σύμβολο καταπάτησης των ελευθεριών μας;

Ο διακεκριμένος συνταγματολόγος και πρώην Υπουργός Εσωτερικών, κ. Αντώνης Μανιτάκης, μίλησε στο Βήμα Online για τη «δημιουργική καταστροφή» που μπορεί να αποτελέσει ο κορωνοϊός, τους κινδύνους που έφερε για τα ατομικά μας δικαιώματα, και τα πολύτιμα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή την ιδιαίτερη χρονιά. Και φυσικά, έχοντας διατελέσει Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επί περισσότερα από 40 χρόνια, αλλά και από τον ρόλο του ως Προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, μας μίλησε για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η πανδημία σε έναν από τους πιο σημαντικούς θεσμούς των κοινωνιών μας: Την ανώτατη εκπαίδευση.

«Την αναγκαιότητα των μέτρων την έκριναν οι επιστήμονες»

«Τα πρώτα μέτρα ήταν πραγματικά περιοριστικά, θα έλεγα ότι κατέλυσαν τις ελευθερίες μας για ένα μήνα», εξηγεί ο κ. Μανιτάκης. «Αλλά κατ’ αρχήν ακολουθήθηκαν επειδή οι πολίτες κατάλαβαν ότι λειτουργούσαν υπέρ του κοινού καλού. Άλλωστε, την αναγκαιότητα των μέτρων αυτών την έκριναν οι ίδιοι οι επιστήμονες, όχι κάποιο αυταρχικό κράτος».

Όσον αφορά την υποχρεωτική χρήση μάσκας, τονίζει: «Είναι ένα μέτρο που δεν επιβλήθηκε ούτε εφευρέθηκε από αυταρχικά καθεστώτα. Δεν απευθύνεται σε πολιτικούς αντιπάλους, ούτε έχει σχέση με διαδικασίες που οδηγούν στον αυταρχισμό. Επομένως, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα μπορούσε να σταθεί ένα τέτοιο επιχείρημα».

Επιπλέον, «η μάσκα επιβάλλεται μεν, αλλά δεν νομίζω ότι συνδέεται τόσο με τον καταναγκασμό και την απειλή κυρώσεων. Πρόκειται κυρίως για μια προτροπή για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Είναι ένα μέτρο που μας θυμίζει μια πάγια διάταξη όλων των φιλελεύθερων συνταγμάτων: Ο καθένας είναι ελεύθερος να ζει όπως θέλει, να κινείται, να εκφράζεται, να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, αρκεί να μην βλάπτει τα δικαιώματα, την ελευθερία και την υγεία των άλλων».

Κράτος – παντεπόπτης;

Αν υπάρχει κίνδυνος για τις ατομικές μας ελευθερίες, αυτός κρύβεται μάλλον στην (κατά)χρηση των προσωπικών μας δεδομένων:

«Υπάρχει πράγματι η απειλή εγκαθίδρυσης του λεγόμενου πανοπτικού κράτους, που παρακολουθεί τα πάντα», τονίζει ο κ. Μανιτάκης, αναφερόμενος στη χρήση δεδομένων κινητών τηλεφώνων των πολιτών για την ιχνηλάτηση επαφών των κρουσμάτων σε ορισμένες χώρες του κόσμου. «Αλλά δεν την προκάλεσε η πανδημία. Ορισμένα κράτη απλώς εκμεταλλεύτηκαν αυτή την αφορμή».

Περισσότερο από τα κράτη, όμως, αυτή η εξουσία ανήκει σε ορισμένες «πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες δημιουργούν κέντρα υπερσυγκέντρωσης πληροφοριών και παρακολουθούν την κάθε κίνησή μας. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί μόνο σε ηπειρωτικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, δείχνει μεγάλη ευαισθησία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Είναι, όμως, μια μάχη που ξεφεύγει από τα όρια της πανδημίας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι πολίτες είναι να βρίσκονται σε εγρήγορση, να αυτοπροστατεύονται, να ξέρουν ότι παρακολουθούνται. Να αμυνθούν οι ίδιοι».

«Χρειαζόμαστε ένα καινούργιο κοινωνικό κράτος»

Η επένδυση στη δημόσια υγεία, είναι κατά τη γνώμη του το σημαντικότερο δίδαγμα που μας προσέφερε η υγειονομική κρίση.

«Κάθε κρίση μπορεί να προκαλέσει μια «δημιουργική καταστροφή» και να γεννήσει κάτι καινούργιο. Πιστεύω ότι θα είναι διδακτική η εμπειρία της πανδημίας, κυρίως γιατί έχει πλανητικό χαρακτήρα και φέρνει την αντίληψη ότι η ζωή του ενός εξαρτάται από τη ζωή όλων των άλλων», σημειώνει. «Υπήρξε η συνειδητοποίηση ότι η δημόσια υγεία είναι ένα πολύτιμο, συλλογικό αγαθό».

«Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξαναχτίσουμε ένα χρεοκοπημένο κοινωνικό κράτος», διευκρινίζει. «Πρέπει να χτίσουμε ένα καινούργιο, που θα το προικίσουμε με πόρους, με ασφαλιστικό κεφάλαιο που δεν θα σπαταλιέται. Όμως πρέπει να θυσιάσουμε κάτι από τα εισοδήματά μας, και αυτό πρέπει να το καταλάβουν οι πολίτες. Το κράτος δεν είναι θησαυροφυλάκιο που τυπώνει χρήματα και λίρες χρυσές. Πρέπει να παραχθεί πλούτος για να μπορέσει να τον διανείμει δίκαια. Και πιστεύω ότι αυτό μπορεί να συνυπάρξει με την ιδιωτική υγεία, χωρίς άγριο ανταγωνισμό. Η εποχή μας είναι η εποχή της ισορροπίας, του μέτρου. Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε μια χρυσή τομή ανάμεσα στα δύο».

Τα όρια της τηλεκπαίδευσης

Μια από τις ευκαιρίες που προέκυψαν από την υγειονομική κρίση, είναι και η χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την εκπαίδευση. Μια ευκαιρία, όμως, με σαφή όρια, όπως προειδοποιεί ο κ. Μανιτάκης.

«Πρέπει να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την δια ζώσης εκπαίδευση», τονίζει. «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί η σύγχρονη τεχνολογία να λειτουργήσει επικουρικά. Η δυνατότητα να παρουσιάζει κανείς ψηφιακά το μάθημα και να το κάνει πιο ελκυστικό, μπορεί να λειτουργήσει πολύ θετικά ως φροντιστηριακό υλικό και να ενισχύσει την παραδοσιακή διδασκαλία. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μετεκπαίδευση και εξοπλισμό του προσωπικού, αλλά και πολύ περισσότερη δουλειά και ώρες εργασίας. Επομένως, έχει επιπτώσεις στον υπολογισμό της αμοιβής του δασκάλου, αλλά και στον αριθμό των εκπαιδευτικών που απαιτείται, ώστε να είναι ικανοί να ανταποκριθούν στα διευρυμένα καθήκοντα εκπαίδευσης».

«Αν περιμένουμε το κράτος, θα χάσουμε την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση»

Έχοντας αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη νομική επιστήμη, από όταν αποφοίτησε με άριστα από τη Νομική Σχολή του ΑΠΘ το 1967, αναγνωρίζει την ανάγκη για αύξηση της χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών και κοινωνικών ερευνών. Όμως, όπως υπογραμμίζει:

«Έχει φανεί ότι το κράτος δεν μπορεί να αναλάβει να προάγει την επιστήμη. Η εμπειρία από την Ελλάδα είναι τραγική όλα αυτά τα χρόνια. Πρέπει και οι θεωρητικοί να δουν ότι πρέπει να βρουν ιδιωτικούς χρηματοδότες, χορηγούς. Για να προσφέρει χρηματοδότηση, το κράτος πρέπει να φορολογήσει, να πάρει χρήματα, είναι μια πολύ δύσκολη ισορροπία. Αν περιμένουμε την επίτευξή της θα έχουμε χάσει και την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση».

Η ενίσχυση της έρευνας ανήκει στους κυριότερους στόχους του στο νέο του ρόλο ως Προέδρου της Επιστημονικής Επιτροπής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ένα από τα 1000 κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου σύμφωνα με τη διεθνούς κύρους κατάταξη των Times Higher Education για το 2021, μαζί με μόλις 8 άλλα πανεπιστήμια της Ελλάδας.

«Είμαι ικανοποιημένος, γιατί έχω την ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτό που πάντα αγαπούσα: Την έρευνα και την επιστήμη», τονίζει. «Δεν νοείται καθηγητής πανεπιστημίου που να είναι καλός δάσκαλος χωρίς να είναι καλός επιστήμονας. Το πανεπιστήμιο δεν μεταδίδει απλώς υπάρχουσες γνώσεις. Μέσα από την έρευνα, παράγει νέες. Για να συμβεί, όμως, αυτό, πρέπει το ακαδημαϊκό προσωπικό να μην εξαντλείται μόνο στη διδασκαλία».

«Έτσι αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντά μου, και αυτά είναι τα κίνητρά μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας», εξηγεί. «Να ενισχύσω όσο γίνεται την επαφή της θεωρίας με την πράξη, κυρίως με την προαγωγή της επιστήμης και της έρευνας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρω ερευνητικά προγράμματα, σε συνεργασία με τους συναδέλφους. Το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για κάτι τέτοιο, αφού ανήκει στα 800-1000 καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο και έχει τις υποδομές τόσο σε ό,τι αφορά τις βιβλιοθήκες όσο και από άποψη ηλεκτρονικών μέσων. Οι πρυτανικές αρχές και η διοίκηση έχουν συνείδηση αυτής της αναγκαιότητας».

«Αυτό ήταν και ένα κίνητρο για να ενταχθώ στο δυναμικό του και αυτό είναι και το όραμα που έχω για το πανεπιστήμιο γενικότερα», συνεχίζει. «Πιστεύω στους στόχους του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, θεωρώ ότι αξίζει να τους υπηρετήσει κανείς και αυτό θέλω να επιτύχω».