Οσο πλησιάζουμε προς τη Σύνοδο Κορυφής του Σεπτεμβρίου, εκεί όπου θα κριθεί τελικά αν η Ευρώπη αποφασίσει «να πάρει το όπλο της» κατά της Τουρκίας και να επιβάλει κυρώσεις στη γειτονική χώρα, γίνεται σαφέστερο ότι διαμορφώνονται δύο γκρουπ μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το ένα, στο οποίο ηγετικό ρόλο έχει η Γαλλία και δευτερευόντως η Αυστρία, θα ήθελε να επιβληθούν κυρώσεις όχι μόνο στη βάση της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και γιατί επιθυμούν να κοπούν κάπως τα φτερά του προέδρου Ερντογάν. Το δεύτερο στο οποίο ηγεμονεύει η Γερμανία και μετέχουν πλην των «σκληρών» της Ενωσης, που παραδοσιακά την ακολουθούν, μεσογειακές χώρες οι οποίες, παρά πάσα προσδοκία, αρνούνται την επιβολή κυρώσεων. Χώρες φιλικές, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, θεωρούν ότι οι κυρώσεις δεν θα επιφέρουν κανένα αποτέλεσμα και ουσιαστικά στηρίζουν την καγκελάριο Μέρκελ, η οποία έχει γείρει από καιρό το κεφάλι προς την πλευρά της Τουρκίας.
Είναι ένα σοβαρό ζητούμενο αυτό για την ελληνική εξωτερική πολιτική: πώς είναι δυνατόν χώρες του Νότου, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επηρεάζονται από τις πολιτικές της Τουρκίας στην περιοχή, να αποφεύγουν να κάνουν το αυτονόητο;
Κατά τη γνώμη μου, όταν η ελληνική διπλωματία αποτυγχάνει να πείσει ως και τη Μάλτα περί του δικαίου των ελληνικών θέσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, συνιστά πικρό αστείο να περιμένει κανείς ότι θα τα καταφέρει καλύτερα με δύο μεγάλες χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία.
Γιατί όλη αυτή η υπόθεση της στήριξης ή όχι της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις δεν έχει να κάνει με συμπάθειες ή με τη δεινότητα που χειρίζονται τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ο υπουργός Εξωτερικών και οι διπλωμάτες του. Το θέμα έχει να κάνει εξ ολοκλήρου με το ποια είναι τα επιχειρήματα που προβάλλουμε προκειμένου να αποδείξουμε το δίκαιο των θέσεών μας και που αμφισβητεί και υπονομεύει σταθερά η Τουρκία.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αδύναμα. Οτι δεν εδράζονται σε σοβαρές βάσεις. Οτι απλώς αποτελούν προέκταση των «θέλω» μας και όχι θέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν το σύνολο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες, στη λογική της αλληλεγγύης και της υπεράσπισης του δικαίου, θα δημιουργούσαν ασπίδα προστασίας της Ελλάδας.
Η ελληνική διπλωματία χωλαίνει, είναι φανερό. Και δεν χωλαίνει σήμερα, επί Μητσοτάκη. Αν ανατρέξει κανείς δεκαετίες πίσω, θα διαπιστώσει ότι χτίστηκε πάνω σε πήλινες βάσεις και αν διατηρήθηκε ως τις μέρες μας ήταν γιατί ο γίγαντας δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει βήμα από εκεί που ήταν τοποθετημένος. Αλλά τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει και ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια πρέπει να κάνει μερικά (αρκετά!) βήματα. Πώς θα τα καταφέρει; Διερωτώμαι…