Η απόφαση της κυβέρνησης να μην αποστείλει εκπρόσωπο σε επετειακό μνημόσυνο της Ενωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού «υπέρ πεσόντων του Ελληνικού Στρατού» ήταν απόλυτα ορθή. Μετά από εβδομήντα χρόνια δεν είναι δυνατόν η οποιαδήποτε κυβέρνηση να τιμά τη μια παράταξη και να καταδικάζει την άλλη σε έναν εμφύλιο που προκάλεσε τόσα πολλά δεινά στη χώρα. Χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν, χάθηκαν. Οι παραγωγικές δομές της χώρας καταστράφηκαν, οι υλικές ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Ο Εμφύλιος δίχασε τον λαό, εξέθρεψε πάθη και μίση που διαπέρασαν τις πιο στοιχειώδεις μορφές κοινωνικής οργάνωσης (οικογένεια, γειτονιά, χωριό), έφθειρε τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Το χειρότερο ήταν ότι η χώρα δέχτηκε πολλά και αθεράπευτα ψυχικά τραύματα, που έμειναν ανοιχτά ως τη δεκαετία του 1980. Οι πολίτες χωρίστηκαν σε προνομιούχους και μη προνομιούχους και έμειναν η κοινωνία διχασμένη, και φανατισμένη, οι μνήμες πικρές και οι καρδιές των ανθρώπων παγωμένες.
Ποιους λοιπόν και ποιες πράξεις τους να τιμήσει η κυβέρνηση; Ενας εμφύλιος δεν έχει ποτέ νικητές, είναι μια αβάσταχτη τραγωδία. Ενας εμφύλιος δεν είναι ποτέ μαύρο ή άσπρο, μια σταυροφορία κατά του Κακού, δεν είναι ποτέ μια αγιογραφία. Γιατί διεξάγεται μεταξύ συμπατριωτών, ακόμα και μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας.
Και οι δύο πλευρές του Εμφυλίου θεωρούν ότι αγωνίστηκαν για το καλό της Ελλάδας, η μια για την επικράτηση της λαοκρατίας και τη συντριβή του μοναρχοφασισμού, η άλλη για την αποτροπή της μετατροπής της χώρας σε κομμουνιστική. Υμνούν τον αγώνα και τις πράξεις τους, τα ιδεώδη και τα οράματά τους. Η μνήμη τους όμως είναι επιλεκτική. Παραβλέπουν τις δικές τους ευθύνες, τα λάθη τους, ακόμα και τις κτηνωδίες που διέπραξαν. Ωραιοποιούν μια τραγική εποχή και αναδεικνύουν σύμβολα που σήμερα έχουν ελάχιστη απήχηση, ιδιαίτερα στους νέους. Αποδίδουν το φταίξιμο αποκλειστικά στην άλλη πλευρά. Ομως, σύμφωνα με την ιστοριογραφία του Εμφυλίου, και οι δύο πλευρές, η μια ίσως λιγότερο, η άλλη ίσως περισσότερο, φέρουν μεγάλη ευθύνη για το αιματοκύλισμα της χώρας τη δεκαετία του 1940.
Οι ηγεσίες τους αποδείχθηκαν πολύ κατώτερες των κρίσιμων τότε περιστάσεων και παρέσυραν τη χώρα στον όλεθρο ανεχόμενες ή και ενθαρρύνοντας τη βία και την τρομοκρατία σε βάρος των αντιπάλων. Ο Εμφύλιος μπορούσε να αποφευχθεί με πρυτάνευση της ψυχραιμίας, με καλή θέληση και καλόπιστο διάλογο, με αποφυγή ακραίων θέσεων, αμοιβαίες υποχωρήσεις, διάθεση συνδιαλλαγής, με την απεξάρτηση από ξένα συμφέροντα, με πρόταξη ως πρώτης προτεραιότητας του συμφέροντος του έθνους, της χώρας και του λαού. Δεν συνέβη όμως τίποτα απ’ αυτά. Ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά και οι δύο παρατάξεις παραβίασαν τους όρους της Συμφωνίας της Βάρκιζας και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να αποκατασταθεί η εθνική ενότητα και να συμπορευτούν όλες οι δυνάμεις του τόπου στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ενώ στην Ιταλία και τη Γαλλία επικράτησαν η νηφαλιότητα και η συναίνεση, στη χώρα μας οι πολιτικές δυνάμεις παρέμειναν αδιάλλακτες και στράφηκαν με μένος η μια εναντίον της άλλης. Οπως γράφει ο Θουκυδίδης για μια αντίστοιχη ελληνική τραγωδία, «οι αρχηγοί των παρατάξεων ήθελαν να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο για να νικήσουν τους αντιπάλους τους… κάνοντας τις αγριότερες πράξεις… δεν είχαν κανέναν ηθικό φραγμό και έκαναν τις φοβερές τους πράξεις κάτω από ωραία λόγια».
Οι διάδοχοι αυτών των δυνάμεων θα έπρεπε σήμερα να δουν κριτικά το παρελθόν τους και να επισημάνουν δημόσια τις λανθασμένες επιλογές τους, που στοίχισαν τόσο πολύ στη χώρα. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να αναζητούμε ενόχους και αθώους, να ψάχνουμε για θύτες και θύματα. Γιατί οι ιδιότητες αυτές δεν είναι τόσο διακριτές όσο συχνά νομίζουμε ότι είναι. Η Ιστορία, έλεγε ο Μπροντέλ, είναι ένας οργανισμός, όπου το ένα σύστημα συνδέεται με το άλλο και το τροφοδοτεί. Δύσκολο να βρεις την αρχή του νήματος, δύσκολο να βρεις ποια απόφαση ή ενέργεια πυροδότησε τις εξελίξεις που οδήγησαν στην καταστροφή.
Γιατί ο Εμφύλιος ήταν εθνική καταστροφή. Εκανε να δρουν ανεμπόδιστα τα επιθετικά, άγρια, κτηνώδη ένστικτα, έφερε τη βαρβαρότητα, τη φρίκη, προκάλεσε κραυγές πόνου, τρόμου, απόγνωσης, ασίγαστο κλάμα, βοερό θρήνο, πένθος βαρύ και μοιρολόι πανελλήνιο. Αυτά δεν τιμώνται, δεν γιορτάζονται. Ούτε μνημεία ηρωισμού χρειάζονται. Τα μόνα μνημεία που θα άξιζε να ανεγερθούν για τον Εμφύλιο θα ήταν της εθνικής συμφιλίωσης και των αθώων θυμάτων του.
Η σωστή προσέγγιση του Εμφυλίου απαιτεί θέληση να κατανοήσουμε το γιατί και το πώς, χωρίς μεροληψία και ιδεολογικές παρωπίδες. Τώρα, που η χρονική απόσταση από τον καιρό του Εμφυλίου είναι μεγάλη, τα πάθη έχουν καταλαγιάσει και οι συναισθηματισμοί ελέγχονται από τη σκέψη, τώρα, που η μεταψυχροπολεμική εποχή μάς επιτρέπει να απαγκιστρωθούμε από ψυχώσεις και ιδεολογήματα, επιβάλλεται να προσεγγίσουμε τον Εμφύλιο με νηφαλιότητα και να τον δούμε στις πραγματικές του διαστάσεις, όχι στις επιθυμητές, χωρίς καμιά πρόθεση για εξιδανίκευση ή καταδίκη, τιμή ή κατακραυγή.
Σε κυβερνητικό επίπεδο η πολιτική της συμφιλίωσης είναι η μόνη πολιτική για να προχωρήσει ενωμένος ο λαός μπροστά ξεφεύγοντας από τους διασπαστικούς συμβολισμούς και τις δογματικές αγκυλώσεις μιας τραγικής για τη χώρα περιόδου.
*Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι τακτικός καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.