Για να γίνει στις μέρες μας μια χολιγουντιανή ταινία επιτυχία δύο δρόμους έχει μπροστά της: ή να βασίζεται στα σύμπαντα των κόμικς της Marvel και της DC ή να έλκει την καταγωγή της από αληθινή ιστορία. «Based on a true story» φιλμ περνούν διαρκώς από τις οθόνες μας και εξασφαλίζουν και την εύνοια των Οσκαρ: το «Spotlight» του 2015 και το «Πράσινο βιβλίο» του 2018 έλαβαν το βραβείο καλύτερης ταινίας χάρη (και) σε αυτή τη διάστασή τους. Στο βιβλίο τους «Ευτυχιοκρατία. Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας» (εκδ. Πόλις) ο ισπανός ψυχολόγος Εντγκαρ Καμπάνας και η μαροκινή κοινωνιολόγος Εύα Ιλούζ μας θυμίζουν ένα παρόμοιο φιλμ από το 2006: σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του ο Γουίλ Σμιθ υποδύθηκε στο «The Pursuit of Happiness» τον Κρις Γκάρντνερ, μικροαστό που μένει άστεγος για έναν χρόνο κυνηγώντας το όνειρό του. Οταν, παρά τις αντιξοότητες, καταφέρνει να γίνει χρηματιστής, αναφωνεί «αυτό είναι ευτυχία!». Είναι όμως πράγματι; ‘Η είναι μήπως ένα αέναο κυνήγι αφηρημένων αγαθών και καταναλωτικών προϊόντων που χρονολογείται από τη μεταπολεμική εποχή, αλλά γιγαντώνεται στα χρόνια των social media;
Κληρονόμοι της παράδοσης της «Σχολής της Φρανκφούρτης», επίγονοι των Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, φιλοσόφων που κατεξοχήν εξέφρασαν την κριτική του σύγχρονου υλικού πολιτισμού, οι Καμπάνας και Ιλούζ παρατηρούν στο βιβλίο τους ότι από τη δεκαετία του 2000 και εντεύθεν η ευτυχία μετατράπηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες αξίες της αγοράς.
Μέθοδοι της λεγόμενης «θετικής ψυχολογίας» την κατέστησαν, υποτίθεται, μετρήσιμη, το life coaching υποσχόταν απτά αποτελέσματα και, αν αυτά αποτύγχαναν, υπήρχαν πάντοτε τα καταναλωτικά αγαθά για να παρηγορηθούν όλοι όσοι μπορούσαν να τα αποκτήσουν. Η νέα οικονομία, από τη διαφήμιση ως τους influencers, υπέβαλε στη δυτική κοινωνία την ιδέα τής μέχρι τελικής πτώσεως αναζήτησης μια ευτυχίας ποσοτικά υπολογίσιμης σε δείκτες, στάσεις, συμπεριφορές και εισπράξεις.
Τα μέτρα και τα σταθμά
Δείκτες του ευ ζην συνηθιζόταν να μνημονεύονται και στο παρελθόν. Πέρα από τις κλασικές προσεγγίσεις του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, εμφανίστηκαν στην πορεία πιο πολύπλοκα εργαλεία, όπως ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index), ο οποίος πλην του κατά κεφαλήν εισοδήματος ενέτασσε στις μετρήσεις του το προσδόκιμο ζωής και κριτήρια ποιότητας της εκπαίδευσης.
Ωστόσο, πρόκειται για παραδοσιακή κατεύθυνση, σε αντίθεση με εκείνη που οι κυβερνήσεις του Νικολά Σαρκοζί και του Ντέιβιντ Κάμερον ακολουθούσαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Το 2009 ο Σαρκοζί ζήτησε από τους νομπελίστες οικονομολόγους Τζόζεφ Στίγκλιτς και Αμάρτια Σεν μια έκθεση για την επικάλυψη στόχων όπως η βιωσιμότητα και η ισορροπία ζωής και εργασίας από την κυριαρχία της έννοιας του ΑΕΠ στον οικονομικό λόγο.
Το 2010 ο νεοεκλεγείς Ντέιβιντ Κάμερον προωθούσε μια πολιτική συμπλήρωσης του ΑΕΠ με έναν δείκτη αποτύπωσης της «γενικής ευημερίας».
Σύμφωνα με τους Καμπάνας και Ιλούζ και οι δύο ζήτησαν από τις αντίστοιχες εθνικές στατιστικές υπηρεσίες στοιχεία που θα βοηθούσαν στην εισαγωγή ενός «ακαθάριστου προϊόντος ευτυχίας» («Gross Happiness Product»). Οι συγγραφείς αφήνουν να εννοηθεί ότι οι πρωτοβουλίες αυτές που αναλήφθηκαν στο περιθώριο της αυστηρής λιτότητας των ετών της οικονομικής κρίσης συνιστούσαν προπέτασμα καπνού -δεν αποσκοπούσαν σε πραγματικές εναλλακτικές εκτιμήσεις, αλλά στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από την απώλεια εισοδήματος την οποία συνεπάγονταν οι πολιτικές επιλογές αντιμετώπισης της ύφεσης. Ωστόσο, πιο μακριά από όλους πήγε η κυβέρνηση του Μπουτάν. Ηδη από το 2008 εισήγαγε στο σύνταγμα της χώρας την έννοια της «ακαθάριστης εθνικής ευτυχίας» («Gross National Happiness»): σύμφωνα με το Δέκατο Πενταετές Σχέδιο της Βασιλικής Κυβέρνησης του Μπουτάν οι τέσσερις πυλώνες της είναι η «βιώσιμη και ισότιμη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, η περιβαλλοντική προστασία, η διατήρηση και προαγωγή της κουλτούρας και η καλή διακυβέρνηση».
Παρόμοιες πρωτοβουλίες παρατηρούνται και στον εταιρικό χώρο: επιχειρήσεις όπως η Google, η ιδιοκτησίας Amazon διαδικτυακή εταιρεία ένδυσης και υπόδησης Zappos, η Lego και η IKEA έχουν αναθέσει το ευ ζην των υπαλλήλων τους σε συγκεκριμένο υπεύθυνο ο οποίος φέρει τον βαθμό του «Chief Happiness Officer», CHO κατά τον CEO και λοιπούς αξιωματούχους του κλασικού οργανογράμματος. Τι κάνει ένας CHO; Σύμφωνα με όσα έλεγε το 2015 στη Βίκυ Νόουλς του «Guardian» ο Αλεξάντερ Κέρουλφ της δανικής εταιρείας WooHoo που παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη για την ευημερία των υπαλλήλων στη Lego και την IKEA, «δουλειά του είναι να τίθεται επικεφαλής πρωτοβουλιών που προσφέρουν περισσότερη ευτυχία -γιορτές, εκπαιδευτικές συνεδρίες, events και άλλα παρόμοια». Σαφέστερη ίσως εικόνα δίνει ένας τηλεοπτικός ρόλος, αυτός της Μάγκι Σιφ στην αμερικανική σειρά «Billions»: εκεί η αμερικανίδα ηθοποιός υποδύεται μια κορυφαία ψυχολόγο, υπεύθυνη για την απόδοση των εργαζομένων σε ένα επιθετικό hedge fund, η οποία ακούει τα προβλήματά τους, συμβουλεύει, παροτρύνει, επιτιμά, λοιδορεί, πιέζει τα συναισθηματικά κουμπιά τους και κρατά διαρκώς ενήμερη την κεφαλή της εταιρείας ώστε να διατηρείται ηθικόν ακμαιότατον. Θα μπορούσε να ισχύει ένα τέτοιο οργουελικό καθεστώς στην πραγματικότητα; Πιθανότατα όχι, ωστόσο είναι πολύ πιο κοντά στο τι αλήθεια θα επιθυμούσε μια εταιρεία να επιτυγχάνει ένας Chief Happiness Officer από το νεφελώδες και σχηματικό job description που περιγράφουν σήμερα τα μέσα ενημέρωσης.
Η ευτυχία της καινοτομίας
Την τελευταία εικοσαετία η ευτυχία έγινε μια ατομικιστική ευτυχία. Οχι μια επιδίωξη που θα πραγματοποιούνταν σε συνάρτηση με την κοινωνία ή στο πλαίσιο συλλογικών αξιών, όπως η συμμετοχή στην πολιτική, το αθλητικό ιδεώδες, η ενασχόληση με τα κοινά, η ένταξη σε ευρύτερες ομάδες όπως υπαγόρευε η μεταπολεμική συνθήκη που κυριαρχούσε ως τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αντίθετα, «τομείς όπως η εργασία άρχισαν προοδευτικά να γίνονται κατανοητοί με όρους προσωπικών σχεδίων δημιουργικότητας και επιχειρηματικού πνεύματος· η εκπαίδευση με όρους ατομικών δεξιοτήτων και ταλέντων· […] η ταυτότητα με όρους επιλογής και προσωπικότητας· η κοινωνική πρόοδος με όρους ατομικής εξέλιξης». Οι Καμπάνας και Ιλουζ δεν το αναφέρουν, ωστόσο ένα καλό παράδειγμα των παραπάνω είναι η πορεία της Σίλικον Βάλεϊ. Η συνεισφορά της στην παρεχόμενη τεχνολογική επανάσταση είχε ήδη αναγνωριστεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Επενδύθηκε όμως ιδεολογικά με έναν ξεχωριστό περί καινοτομίας λόγο στα πρώτα χρόνια εκείνης του 2000. Την ίδια περίοδο οι πρωταγωνιστές της ανήλθαν στο βάθρο των μνημείων: ο Στιβ Τζομπς έγινε εικόνισμα του iPhone και λατρεύτηκε ως κοσμικός άγιος, ο Μπιλ Γκέιτς περιβλήθηκε την αύρα του φιλάνθρωπου σοφού, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά και ο Τζεφ Μπέζος τους χάρισε τη γη της καταναλωτικής επαγγελίας.
Ολοι τους ενσάρκωσαν το επιθυμητό πρότυπο προόδου: ατομική πρωτοβουλία, προσωπικό όραμα ακόμη και σε βάρος της αξίας της ανώτερης εκπαίδευσης (την οποία κάποιοι εγκατέλειψαν για να υλοποιήσουν τις επιχειρηματικές τους ιδέες), ταύτιση της εταιρικής επιτυχίας με την εξέλιξη της κοινωνίας. Ενίοτε και χωρίς τη δική τους συγκατάθεση, ο ρόλος όλων των υπόλοιπων παραμέτρων μειώθηκε για να απομείνει η ατομική βελτίωση και ο προσωπικός χαρακτήρας. Ομως ο Τζομπς πιθανότατα δεν θα αρίστευε στη δεύτερη θητεία του στην Apple αν δεν βρισκόταν κοντά του ο απαράμιλλος σχεδιαστής Τζόναθαν Αϊβ, ο Ζάκερμπεργκ ίσως να μην γινόταν όνομα αναφοράς για τα κοινωνικά μέσα αν δεν επωφελούνταν από το περιβάλλον του Χάρβαρντ όπου φοιτούσε το 2004. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Μπαράκ Ομπάμα τόνιζε σε έναν αγνοημένο έκτοτε λόγο του κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2012: «You didn’t build that». Μαζί με το ταλέντο και το κεφάλαιο του ενός απαιτείται η συνεργασία των πολλών, το κοινωνικό πλαίσιο, η παροχή των υποδομών από το κράτος. Κανονικά, ισχύει αυτό που έγραφε ο μεγάλος ελισαβετιανός ποιητής Τζον Ντον: «κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί».
Κανείς δεν είναι νησί -ήπειρος, όμως; Ο Εντγκαρ Καμπάνας και η Εύα Ιλούζ επισημαίνουν πόσο σημαντική υπήρξε η έννοια της αυθεντικότητας για τη σύγχρονη ψυχολογία. Θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος ότι υπήρξε ακόμη σημαντικότερη για τη διαφήμιση, από την οποία υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς. Το σύνθημα «Be You» από καμπάνιες ένδυσης της GAP ως το Α8 της Samsung είναι ίσως το πιο πολυπαιγμένο σλόγκαν του 21ου αιώνα. Αυτή η διαρκής υπενθύμιση του εαυτού μας και της μοναδικότητάς του, όπως και της εικόνας που προβάλλει προς τα έξω πολλαπλασιάζεται στα χρόνια των κοινωνικών μέσων. Εκτός από την καλλιέργειά της ως εργαλείου δημοτικότητας ή εχέγγυου επαγγελματικής αποκατάστασης, οι Καμπάνας και Ιλούζ διακρίνουν μια στροφή στην αντίληψη του εαυτού ως brand προς εμπορευματοποίηση: σε έρευνα της αμερικανίδας συγγραφέως Ντόνα Φρέιτας μεταξύ 884 φοιτητών που δημοσιεύθηκε το 2017 το 79% των συμμετεχόντων απάντησαν καταφατικά στη δήλωση «κατανοώ ότι το όνομά μου είναι μπραντ και πρέπει να το αναπτύξω με προσοχή». Η χαρακτηριστική αποστροφή ενός από τους φοιτητές («νομίζω ότι [τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης] αποτελούν καλή δίοδο προς την αγορά. Νομίζω ότι μπορείς να προωθήσεις τον εαυτό σου μέσα από αυτά») θα μπορούσε να είναι το μότο των απανταχού influencers που κατακλύζουν τα social media αποκομίζοντας κέρδη από την κατάλληλη διαχείριση της εικόνας τους και μόνο.
Αγοράστε χαρά
Εν τέλει, το ζήτημα είναι το χρήμα. Η εφαρμογή Happify («οικοδομήστε δεξιότητες για διαρκή ευτυχία») υπόσχεται «δραστηριότητες και παιχνίδια βασισμένα σε επιστημονικά δεδομένα» που βοηθούν τα 3 εκατομμύρια χρήστες της, σύμφωνα με τον ιστότοπό της να «υπερνικήσουν τις αρνητικές σκέψεις, το στρες και τις προκλήσεις της ζωής» (όλα αυτά με αντίτιμο 14,95 δολάρια). Η κορυφαία εφαρμογή «συνειδητότητας», το Headspace, εμφάνιζε το 2015 κέρδη 30 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με το «Forbes», το life coaching, συμβουλευτική πρακτική κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ αυτοβοήθειας και ψυχανάλυσης, ανθεί σήμερα όντας μια βιομηχανία 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων με ρυθμό ανάπτυξης 5,5%. Η λογοτεχνία της αυτοβοήθειας δεν έπαψε ποτέ να είναι δημοφιλής και ο κατάλογος των βιβλίων με τη λέξη «ευτυχία» στον τίτλο τους που μπορεί να βρει κανείς στο Διαδίκτυο υπερβαίνει τα 2.000. Η θετική ψυχολογία, ο πρόσφατος κλάδος της επιστήμης που προωθεί τις νέες περί ευτυχίας αντιλήψεις, είχε προσελκύσει χορηγίες ύψους 37 εκατ. δολαρίων μόνο ως το 2002.
Για τον Καμπάνας και την Ιλούζ όλα τα παραπάνω είναι μια ψευδαίσθηση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας που εμπορευματοποιεί τα συναισθήματα με στόχο την παραπλάνηση και το κέρδος, ενώ ταυτόχρονα ασκεί πολιτική βάναυσης λιτότητας. Ωστόσο, αν η «βιομηχανία της ευτυχίας» συνιστά σημερινό φαινόμενο, βιοτεχνίες της υπήρχαν σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, από την εποχή των αρχαίων σοφιστών που δίδασκαν την επιτυχία διά της ρητορικής ως εκείνη των συγχωροχαρτίων που εξασφάλιζαν στο επέκεινα την ευδαιμονία που έλειπε από το εδώ και το τώρα. Οσο για την εξίσωση της χαράς με την κατανάλωση υλικών αγαθών, χρονολογείται από τη «χρυσή τριακονταετία» της οικονομικής μεγέθυνσης που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ισως, επομένως, θα πρέπει να σταθεί κανείς περισσότερο στη μεταβολή των αξιών που οι νέες τεχνολογίες ευνοούν σε παγκόσμια κλίμακα: η σύγχρονη ευδαιμονοθηρία συνεπάγεται την έκθεση του προσωπικού σε δημόσια θέα. Στη «ρευστή νεωτερικότητα» για την οποία μιλούσε ο μεγάλος κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν κυνηγάμε την ευτυχία, εκχωρούμε τον ιδιωτικό μας βίο, πρακτορεύουμε τον εαυτό μας έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα μιας ζωής «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου».