Το συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος την περασμένη εβδομάδα είχε μια «πρωτοτυπία»: σπάζοντας την παράδοση που διαρκεί στο κόμμα από το 1856, δεν παρήγαγε ένα μανιφέστο που να περιλαμβάνει τα κυριότερα σημεία της πολιτικής του για την ερχόμενη τετραετία. Αντ’ αυτού, οι σύνεδροι υιοθέτησαν ένα γενικόλογο μονοσέλιδο ψήφισμα στο οποίο δηλώνουν ότι «υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τον πρόεδρο Τραμπ» και ότι «το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα συνεχίσει να υποστηρίζει με ενθουσιασμό την ατζέντα «Η Αμερική πρώτα» του προέδρου». Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι ο Τραμπ.
Από την ιδεολογία στην προσωπολατρία
Κόντρα σε όσους πίστευαν, όταν πρωτοεξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ, ότι θα αποτελούσε μια παρένθεση στον Λευκό Οίκο και στα κοινά της Αμερικής, ο τραμπισμός ήρθε για να μείνει, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές που καταγράφουν τη μετάλλαξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επί Τραμπ από την ιδεολογία στην προσωπολατρία.
Επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, η αμερικανική Δεξιά καθοριζόταν από τη φιλοσοφία του Ρόναλντ Ρίγκαν. Αν και επρόκειτο για έναν μέτριο ηθοποιό που δεν διακρινόταν για τη στοχαστική του ικανότητα, η φιλοσοφία του σφράγισε το κόμμα και τους διαδόχους του, είτε εξελέγησαν στον Λευκό Οίκο είτε όχι.
«Πριν από τέσσερα χρόνια όλα άλλαξαν. Ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε υποψηφιότητα για το χρίσμα το 2016 και σάρωσε τους πιο συμβατικά συντηρητικούς αντιπάλους του» στρέφοντας τους Ρεπουμπλικανούς «μακριά από τέσσερις δεκαετίες ριγκανικού τύπου συντηρητισμό με εθνικό μεγαλείο προς ένα νέο ευαγγέλιο εθνολαϊκισμού» έγραψε στη «Wall Street Journal» ο Τζέραλντ Σιμπ, επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στην Ουάσιγκτον και συγγραφέας βιβλίου για την «πολιτική επανάσταση» που αποτέλεσε το πέρασμα από τον ριγκανισμό στον τραμπισμό.
Ο τραμπισμός κέρδισε πρώτα τη βάση
Ο τραμπισμός κατάφερε να κερδίσει πρώτα τη βάση των Ρεπουμπλικανών και στη συνέχεια, τους Ρεπουμπλικανούς πολιτικούς και το κόμμα. Το ιδεολογικό μήνυμα που εξέπεμψε ήταν το εξής: η Δεξιά τυφλώθηκε από την ιδεολογία της υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, της παγκοσμιοποίησης, του φιλελευθερισμού και του μικρού κράτους και κατέληξε να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις που είχαν όλα αυτά στον απλό Αμερικανό.
Το μήνυμα βρήκε πρόσφορο έδαφος λόγω της υπεροψίας των δεξιών πολιτικών που είχαν χάσει την επαφή με τις οικονομικές δυσκολίες και τη σκληρή καθημερινότητα πολλών Αμερικανών. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Ντε Μιουθ, πρώην πρόεδρο του συντηρητικού θινκ-τανκ American Enterprise, οι Ρεπουμπλικανοί της Ουάσιγκτον είχαν γίνει «υπερβολικά αυτάρεσκοι σε αυτά τα ζητήματα και υπερβολικά αποκομμένοι από τον πόνο και τα βάσανα» των ψηφοφόρων.
Η υιοθέτηση του προστατευτισμού
Αντίθετα προς τον ριγκανισμό που υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο, ο Τραμπ υιοθέτησε τον προστατευτισμό. Στην εξωτερική πολιτική έφερε την εσωστρέφεια αντιστρέφοντας το ριγκανικό δόγμα για την ενεργή ανάμειξη των ΗΠΑ στα διεθνή ζητήματα – με αποκορύφωμα το πόσο κοντά έφθασε στην απόσυρση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ πριν από δύο χρόνια.
Η σκοτεινή οργάνωση QAnon
Ενδειξη του πώς μεταλλάσσεται το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επί Τραμπ αποτελεί το ότι η Μάρτζορι Γκριν κέρδισε πρόσφατα το χρίσμα στην Τζόρτζια για τις εκλογές για τη Βουλή (και είναι σχεδόν βέβαιο ότι στις 3 Νοεμβρίου θα κερδίσει τον Δημοκρατικό αντίπαλό της καθώς πολιτεύεται σε μία από τις πιο «κόκκινες» εκλογικές περιφέρειες στη χώρα). Η Γκριν είναι οπαδός του QAnon, μιας σκοτεινής οργάνωσης συνωμοσιολόγων που θεωρεί ότι «σατανιστές παιδόφιλοι σε ισχυρές θέσεις ανά την υφήλιο» έχουν βαλθεί να καταστρέψουν τον Τραμπ.
Και άλλοι οπαδοί του QAnon έλαβαν μέρος σε προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για το Κογκρέσο. Δεν θα κερδίσουν όλοι, αλλά τουλάχιστον ένας από αυτούς, η Γκριν, μπορεί και περισσότεροι, θα εκλεγούν στο Κογκρέσο. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό αν ο Τραμπ δεν είχε υποστηρίξει το QAnon, βγάζοντάς το από τις σκοτεινές γωνιές του Internet και φέρνοντάς το στην κεντρική πολιτική σκηνή.
«Υποψήφιοι σαν την κυρία Γκριν αποτελούν απειλή για το μέλλον του 166 ετών κόμματος. Αλλά χαίρουν της έντονης υποστήριξης του Τραμπ και της βάσης του υπερσυντηρητικού τμήματος των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων που είναι ιδιαιτέρως δραστήριο στις προκριματικές εκλογές» αναφέρει ανάλυση των «Financial Times».
Η Λόρα Λούμερ, ακροδεξιά ισλαμόφοβη, κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για να εκπροσωπήσει το κόμμα στις εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων στην εκλογική περιφέρεια της Φλόριντα όπου βρίσκεται και το «Μαρ-α-Λάγκο», το ξενοδοχείο του Τραμπ. Η περιφέρεια είναι παραδοσιακά Δημοκρατική και είναι απίθανο να εκλεγεί η Λούμερ, όμως είναι σημαντικό ότι κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ανάμεσα σε πέντε υποψήφιους.
Το δίλημμα των Ρεπουμπλικανών
«Η Λούμερ και η Γκριν αποτελούν τυπικά παραδείγματα του διλήμματος που αντιμετωπίζει το κατεστημένο του κόμματος. Ενώ η πιο παραδοσιακή πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών πιστεύει ότι μακροχρόνια θα πλήξουν το κόμμα, διστάζει να υψώσει τη φωνή της επειδή ο Τραμπ υποστηρίζει υποψηφίους που μιμούνται την περσόνα του, του αουτσάιντερ κατά της Ουάσιγκτον. Και γνωρίζουν ότι μεγάλο μέρος της βάσης του κόμματος υποστηρίζει τις νατιβιστικές (ξενοφοβικά εθνικιστικές) απόψεις του Τραμπ και ότι σπεύδει να τιμωρήσει (στην κάλπη) την απιστία» συνεχίζει η ανάλυση των «FinancialTimes».
Ενώ η πτέρυγα του Τραμπ ισχυροποιείται εντός των Ρεπουμπλικανών, με εκπροσώπους όπως ο ρατσιστής γερουσιαστής του Αρκανσο Τομ Κότον, ακόμη και εκείνοι που πριν από τέσσερα χρόνια αντιπαρατίθονταν σφοδρά με τον Τραμπ για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, σήμερα κρατούν χαμηλό προφίλ και δεν επικρίνουν τον πρόεδρο, αν δεν τον επευφημούν κιόλας – είτε για να εξασφαλίσουν το χρίσμα του κόμματος σε προκριματικές εκλογές είτε γιατί έχουν βλέψεις για τις προεδρικές εκλογές του 2024, δεν επιθυμούν να δυσαρεστήσουν τη βάση που είναι τραμπική. Μόνο ο Μιτ Ρόμνεϊ, γερουσιαστής της Γιούτα και πρώην προεδρικός υποψήφιος, και κάνα δυο άλλοι έχουν απομείνει ως εσωτερική αντιπολίτευση στον Τραμπ.
Πρόδρομος το Κίνημα του Τσαγιού
Ο τραμπισμός δεν προήλθε από το πουθενά. Πρόδρομός του ήταν το Κίνημα του Τσαγιού, η υπερσυντηρητική αλλά «κατά του κατεστημένου» πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών που εκπροσωπήθηκε από τη Σάρα Πέιλιν (υποψήφια αντιπρόεδρο του μετριοπαθούς Τζον Μακέιν το 2008). «Ο Τραμπ δεν άλλαξε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το 2016 αλλά το συνάντησε εκεί όπου βρισκόταν. Το κόμμα ήταν από χρόνια έτοιμο γι’ αυτόν» σχολίασαν οι «New YorkTimes».
Σε εκτενές άρθρο της στο «The Atlantic» η Αν Απλμπαουμ εξηγεί πώς ο τραμπισμός επικράτησε σιγά-σιγά την τελευταία τετραετία, προσπαθώντας να αναλύσει τι είναι εκείνο που κάνει τους «διευκολυντές» του προέδρου από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να τον χειροκροτούν αντί να τον εγκαλούν (από τα ψέματα που λένε στον εαυτό τους ως το προσωπικό όφελος). «Αρχικά, οι διευκολυντές του Τραμπ δέχτηκαν τα ψέματά του για την ορκωμοσία (π.χ. ότι μάζεψε περισσότερο κόσμο από την ορκωμοσία του Μπαράκ Ομπάμα). Σήμερα δέχονται την τρομερή τραγωδία και την απώλεια της αμερικανικής ηγεσίας στον κόσμο». Τον Νοέμβριο ενδέχεται να ακολουθήσουν χειρότερα: θα δεχτούν άραγε τυχόν προσπάθειες του Τραμπ να υπονομεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα αν δεν τον συμφέρει;
Τα τρία σενάρια για μετά τις εκλογές
Το μέλλον του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εξαρτάται από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου. Οι ειδικοί αναλύουν τα τρία πιθανά σενάρια και τις επιπτώσεις τους στο κόμμα. Πρώτον, αν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές, ο τραμπισμός θα παραμείνει ισχυρή παρουσία στην αμερικανική πολιτική. Δεύτερον, αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, θα ακολουθήσει σφοδρή μάχη για τη λεγόμενη «ψυχή του κόμματος» ανάμεσα στις διάφορες φράξιες – αλλά πολλοί προβλέπουν ότι το κόμμα δεν θα γυρίσει τελείως στην προ Τραμπ εποχή, ούτε ακόμη και αν χάσει και τη Γερουσία (άλλωστε τίποτε δεν εμποδίζει τον Τραμπ να βάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές του 2024).
Το τρίτο σενάριο – ο Τραμπ να χάσει τις εκλογές του Νοεμβρίου με πολύ μικρή διαφορά – είναι και το πιο εφιαλτικό καθώς δεν αποκλείεται να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα της κάλπης βυθίζοντας τις ΗΠΑ στο χάος αλλά κρατώντας τον τραμπισμό ψηλά στην επικαιρότητα.
Σύμφωνα με τον Τσάρλι Σάικς – συντηρητικό επικριτή του Τραμπ και συνιδρυτή, μαζί με τον έτερο κορυφαίο συντηρητικό σχολιαστή Μπιλ Κρίστολ, της ιστοσελίδας «The Bulwark» – «ύστερα από τέσσερα χρόνια Τραμπ, δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν είναι μόνο ότι εκείνος άλλαξε το κόμμα, αλλά και ότι το ίδιο το κόμμα άλλαξε τον εαυτό του. Ηδη δώσαμε τον αγώνα για την ψυχή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2016 και χάσαμε».
Ο Στιούαρτ Στίβενς, προεκλογικός σύμβουλος πολλών Ρεπουμπλικανών υποψήφιων προέδρων, κυβερνητών, γερουσιαστών και βουλευτών, αναρωτιέται σε συνέντευξή του στο «Politico»: «Τι αντιπροσωπεύει το κόμμα; Πριν από τέσσερα χρόνια, το 90% των Ρεπουμπλικανών θα έλεγαν προσωπική ευθύνη, στιβαρότητα απέναντι στη Ρωσία, δημοσιονομική υγεία, νόμιμη μετανάστευση, ελεύθερο εμπόριο. Αλλά σήμερα το κόμμα είναι 100% εναντίον όλων αυτών. Βρίσκεται στ’ αριστερά του Μπέρνι Σάντερς (σ.σ. που εκπροσωπεί την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών) ως προς το εμπόριο, και πολύ στ’ αριστερά του ως προς τη Ρωσία».
Η συρρίκνωση και η θανατική καταδίκη του κόμματος
Πολλοί προβλέπουν ότι ο τραμπισμός θα συρρικνώσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ο λόγος είναι ότι το κόμμα, που έχει χάσει προ πολλού τους μαύρους ψηφοφόρους, θα χάσει και τους Λατίνους λόγω των επιθέσεων του Τραμπ εναντίον τους καθώς και τους Ασιάτες λόγω της πολιτικής προς την Κίνα. «Ο Τραμπ νομιμοποίησε το μίσος ως αποδεκτή αντίδραση στην πολιτική. Αυτό δεν θα αλλάξει. Εκείνο που θα αλλάξει είναι ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα χάσουν. Η πλειοψηφία των Αμερικανών κάτω των 15 είναι μη λευκοί. Αυτό αποτελεί θανατική καταδίκη για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα», λέει ο Στίβενς.
Το σύνθημα «Νόμος και Τάξη» δεν αποδίδει
Δεν αποδίδει μέχρι στιγμής η προεκλογική τακτική του Τραμπ να υποδαυλίζει τη βία και το μίσος για να προκαλεί κοινωνική αναταραχή και να παρουσιάζεται ως ο σωτήρας με το σύνθημα «Νόμος και Τάξη». Δημοσκοπήσεις αυτή την εβδομάδα συνεχίζουν να δίνουν σταθερό προβάδισμα στον Τζο Μπάιντεν, όχι όμως τόσο μεγάλο ώστε να εφησυχάσουν οι Δημοκρατικοί.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Fox News, ο Μπάιντεν προηγείται σταθερά και μάλιστα φαίνεται να κερδίζει τρεις Πολιτείες που είχε κερδίσει ο Τραμπ το 2016, την Αριζόνα, τη Βόρεια Καρολίνα και το Ουισκόνσιν – παρά τις προσπάθειες του προέδρου να εκμεταλλευτεί τις βίαιες διαδηλώσεις στην Κενόσα με αφορμή τον πυροβολισμό του μαύρου Τζέισον Μπλέικ από λευκό αστυνομικό πριν από δύο εβδομάδες. Στο Ουισκόνσιν μάλιστα ο Μπάιντεν προηγείται κατά πέντε μονάδες του Τραμπ στο ζήτημα της αστυνόμευσης.
Δημοσκόπηση του Pew Research δείχνει ότι το βίαιο έγκλημα δεν βρίσκεται καν στην κορυφή των ανησυχιών των ψηφοφόρων. Είναι πέμπτο μετά την οικονομία, την υγεία, τους διορισμούς δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο και τον κορωνοϊό (η κλιματική αλλαγή έρχεται 11η).
Ο πρόεδρος επισκέφθηκε την Κενόσα την Τρίτη – παρά τις εκκλήσεις του Δημοκρατικού δημάρχου της πόλης και του Δημοκρατικού κυβερνήτη του Ουισκόνσιν να παραμείνει μακριά – και εξέφρασε υποστήριξη για τον 17χρονο οπαδό της λευκής υπεροχής και του Τραμπ που σκότωσε δύο διαδηλωτές του Black Lives Matter την περασμένη εβδομάδα. Ο πρόεδρος υποστηρίζει επίσης τις πολιτοφυλακές ακροδεξιών που πηγαίνουν στο Πόρτλαντ του Ορεγκον για να συγκρουστούν με διαδηλωτές του Black Lives Matter – ένας οπαδός του Τραμπ έχασε τη ζωή του από σφαίρα στις συγκρούσεις.
Από πολλές πλευρές εκφράζεται ανησυχία για τη βίαιη τροπή που έχει πάρει ο πολιτικός διχασμός: τέσσερα άτομα πυροβολήθηκαν, τα τρία θανάσιμα, στις τελευταίες συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς του Τραμπ και στους «άλλους». Μερικοί φθάνουν στο σημείο να κάνουν συγκρίσεις με την υποδαύλιση της βίας για πολιτικούς σκοπούς από τους φασίστες στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 στην Ευρώπη (π.χ. Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι).
«Ο Τραμπ επιδοκιμάζει τους οπαδούς του που έχουν πάρει τα όπλα και δαιμονοποιεί τους διαδηλωτές κατά του ρατσισμού, υποκινώντας τους πρώτους και εξοργίζοντας τους δεύτερους» έγραψε η «Washington Post» σε κύριο άρθρο της. «Ο πρόεδρος έχει στοιχηματίσει σε μια προεκλογική στρατηγική που εξαρτάται από τις αναταραχές».