Για το μείζον ζήτημα που δημιουργήθηκε με τη διενέργεια τεστ και για το γεγονός ότι μετά το «μπλοκάρισμα» του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας ανατέθηκε η διεξαγωγή μοριακών ελέγχων σε ιδιωτικό εργαστήριο μίλησαν ο Βασίλης Κοντοζαμάνης και ο Γκίκας Μαγιορκίνης.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, 8 Σεπτεμβρίου, αποκαταστάθηκε το πρόβλημα με τα τεστ που δημιουργήθηκε στο ΕΚΕΑ.
«Υπάρχει παραγωγική δυνατότητα για τη διενέργεια τεστ κορωνοϊού στο Δημόσιο η οποία αυξάνεται», αποσαφήνισε σήμερα ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης, κατά την ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι «στην αρχή της πανδημίας, τον Μάρτιο, κάναμε 850 τεστ την ημέρα, την προηγούμενη εβδομάδα ο μέσος όρος ήταν 13.500 τεστ ημερησίως. Είχαμε φθάσει και τις 17.000. Η παραγωγική δυνατότητα αυτή τη στιγμή είναι ακόμα μεγαλύτερη και την αυξάνουμε προκειμένου να ελέγξουμε και άλλες ομάδες του πληθυσμού», τόνισε.
Σημείωσε πως η συνολική δυναμικότητα της χώρας για τεστ «διαμορφώνεται από το άθροισμα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα», ενώ ειδικά για τα τεστ που δόθηκαν σε ιδιωτικά εργαστήρια και αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής ο υφυπουργός είπε ότι και αυτά «διενεργούνται με μειωμένο κόστος ανά δείγμα».
«Στα ιδιωτικά εργαστήρια», είπε, «το κόστος ανά δείγμα είναι ενιαίο και πολύ μικρότερο από το κόστος που πληρώναμε στην αρχή της πανδημίας. Όσα εργαστήρια είναι συμβεβλημένα με το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τη μέθοδο της δεξαμενοποίησης, που σημαίνει ότι έχουμε μειωμένο κόστος ανά δείγμα».
Ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης, τόνισε σε σχετική ερώτηση ότι με δική του πρωτοβουλία παραιτήθηκε από το ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, όταν του ανατέθηκε να εκπροσωπεί την επιτροπή για τον κορωνοϊό.
«Δεν υπήρξα επιστημονικός υπεύθυνος. Ήμουν επιστημονικός συνεργάτης», εξήγησε ο κ. Μαγιορκίνης, συμπληρώνοντας ότι «παραιτήθηκα αμέσως όταν ανέλαβα τη θέση του εκπροσώπου».
«Στα 10 ευρώ ανά τεστ είναι το κόστος που πληρώνει το δημόσιο στα ιδιωτικά εργαστήρια»
Νωρίτερα, από το βήμα της Βουλής ο κ. Κοντζαμάνης αποσαφήνισε ότι με τις διατάξεις των άρθρων των δύο ΠΝΠ του Αυγούστου, τακτοποιούνται οι οικονομικές υποχρεώσεις προς τα εργαστήρια του Ινστιτούτου ΠΑΣΤΕΡ και των πανεπιστημιακών νοσοκομείων που κάνουν τα τεστ ανίχνευσης του covid-19.
Απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης, κατά τη συζήτηση των δύο ΠΝΠ στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, ο υφυπουργός τόνισε πως η προτεραιότητα διεξαγωγής των τεστ δίνεται στα δημόσια νοσοκομεία και στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας.
Σχετικά με την έλλειψη αντιδραστηρίων που παρουσιάστηκε ανέφερε πως «αρχικά ο αριθμός αντιδραστηρίων που είχαμε παραγγείλει ήταν 90.000. Αυτό τον αριθμό τον αυξήσαμε σε 150.000 και έτσι είχαμε και κάποιο στοκ. Όμως, το ΕΚΕΑ έκανε περισσότερα τεστ από 1.000 που μπορεί να κάνει την ημέρα γι αυτό και δημιουργήθηκε έλλειψη η οποία όμως από σήμερα αποκαθίσταται».
Σημείωσε, πάντως, ότι «30.000 το μήνα είναι η δυνατότητα που έχει η εταιρεία αντιδραστήρων να μας δίνει κάθε μήνα, διότι εξυπηρετεί όλο τον πλανήτη»
Ο υφυπουργός αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης ότι «έχουν σταματήσει να γίνονται τα τεστ στη χώρα» ενώ σχετικά με την τιμή του κάθε τεστ που διεξάγεται είπε ότι «πολλές φορές τα νοσοκομεία έχουν μηχανήματα με αντιδραστήρια που είναι πολύ ακριβά. Το αντιδραστήριο στο ΕΚΕΑ ήταν 13 ευρώ και ήταν η καλύτερη τιμή που υπήρχε στην αγορά».
Ανέφερε πως η συνολική δυναμικότητα της χώρας για τεστ, «διαμορφώνεται από το άθροισμα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα», ενώ ειδικά για τα τεστ που δόθηκαν σε ιδιωτικά εργαστήρια και αποτέλεσε αντικείμενο οξύτατης κριτικής από την αντιπολίτευση, ο υφυπουργός είπε και αυτά «διενεργούνται με τη μέθοδο της δεξαμενοποίησης, που σημαίνει, ότι έχουμε μειωμένο κόστος ανά δείγμα, που φτάνει τα 10 ευρώ το δείγμα. Επομένως, ούτε 50, ούτε 60, ούτε 70 ευρώ, τα οποία ακούστηκαν, είναι οι τιμές που πληρώνει το δημόσιο για κάθε τεστ»
Μάλιστα επισήμανε πως αρχικά στην πρώτη φάση της πανδημίας τα τεστ ήταν ακριβά, αλλά πλέον έχει ομαλοποιηθεί η κατάσταση και είμαστε σε θέση όχι μόνο να έχουμε δεκαπενταπλασιάσει σχεδόν τον ημερήσιο αριθμό διενεργούμενων εξετάσεων, έχουμε πολλαπλασιάσει τα σημεία διενέργειας δειγματοληπτικών ελέγχων, έχουμε μειώσει κατά πέντε φορές το κόστος του εξεταζόμενου δείγματος από τα 50 και πάνω ευρώ, δηλαδή, το έχουμε φτάσει στα 10 και έχουμε εξασφαλίσει διαθεσιμότητα και επάρκεια όλων των αντιδραστηρίων».
Αναφορικά με τα θέματα της φαρμακευτικής δαπάνης, ο υφυπουργός επιφυλάχτηκε να τοποθετηθεί στις επόμενες συνεδριάσεις των επιτροπών.