Προς τα άκρα οδεύουν οι σινοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις, καθώς οι ΗΠΑ μεθοδεύουν την αποκοπή της Κίνας από την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και την διεθνή εμπορική και οικονομική απομόνωσή της επιχειρώντας μάλιστα να κινητοποιήσουν τους συμμάχους τους για να το πετύχουν. Την ίδια ώρα το Πεκίνο καταγγέλλει την Ουάσιγκτον ότι ασκεί «καθαρό bullying» στις κινεζικές επιχειρήσεις και αντεπιτίθεται προτείνοντας μια νέα δέσμη κανόνων προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Πρόκειται για μια πρόταση που διατύπωσε την Τρίτη η κινεζική κυβέρνηση σε απάντηση του «Καθαρού Δικτύου», του «οδικού χάρτη προστασίας δεδομένων» σε παγκόσμια κλίμακα, που ανακοίνωσε στις αρχές Αυγούστου ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο και ο οποίος αποκλείει από το δίκτυο προστασίας επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών, εφαρμογές και παρόχους πρόσβασης σε υπολογιστικά νέφη (cloud computing) από την Κίνα.
Την Τρίτη η μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών SMIC προστέθηκε στη μαύρη λίστα των δεκάδων κινεζικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας που θεωρεί η Ουάσιγκτον ότι απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ (Huawei, ΖΤΕ, TikTok, WeChat μεταξύ άλλων). Το Πεκίνο αποδίδει τον επιχειρούμενο διεθνή αποκλεισμό των τεχνολογικών επιχειρήσεών της στο ότι «είναι πιο καινοτόμες και προηγμένες από τις αμερικανικές, που αδυνατούν να τις ανταγωνιστούν».
Διεθνής απομόνωση
Η Ουάσιγκτον, ωστόσο, επιχειρεί όχι μόνο να απομονώσει από τη διεθνή αγορά μόνο τις κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες και να εμποδίσει την πρόσβαση των καταναλωτών στα προϊόντα τους. Όπως φάνηκε την περασμένη Παρασκευή σε διεθνή συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Ταϊβάν, Ταϊπέι, η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να εξασφαλίσει τη διεθνή συνεργασία για να αποκόψει την Κίνα από τη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα στο σύνολό της – δεν θέλει να απομονώσει μόνο τα τεχνολογικά προϊόντα της δηλαδή.
Ο διευθυντής του Αμερικανικού Ινστιτούτου της Ταϊβάν (πρόκειται για την οιονεί Πρεσβεία των ΗΠΑ στην πρώην «Εθνικιστική Κίνα») Μπρεντ Κρίστενσεν κάλεσε τις «κυβερνήσεις του πλανήτη που μοιράζονται τις ιδέες και τις αξίες της Δημοκρατίας να οικοδομήσουν πιο ασφαλείς και σταθερές εφοδιαστικές αλυσίδες, απεξαρτημένες πλήρως από την Κίνα».
Ο Κρίνστενσεν ενώπιον αξιωματούχων της ΕΕ, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας και άλλων χωρών έκανε λόγο για την ανάγκη «διαφοροποίησης» της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, που «καθίσταται προφανής και από τις επιδεινούμενες εμπορικές σχέσεις του Πεκίνου με την Ουάσιγκτον αλλά και από την σοβούσα παγκόσμια υγειονομική κρίση».
Τα τελευταία χρόνια ως γνωστόν η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε εξαγωγές, ενώ τον 21ο αιώνα χάρη στο συγκριτικά φθηνό εργατικό δυναμικό που διαθέτει, η χώρα έχει εξελιχθεί σε «εργοστάσιο» κατασκευής κάθε βιομηχανικού προϊόντος στον πλανήτη, βοηθούσης βέβαια και της παγκοσμιοποίησης που επέτρεψε σε πολλές επιχειρήσεις της Δύσης, και δη αμερικανικές, να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκεί. Και ο Κρίνστενσεν δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός αξιωματούχος που συνδέει την πανδημία της Covid-19 με την παγκόσμια εμπορική κυριαρχία του Πεκίνου – η πανδημία ξεκίνησε, άλλωστε, από την κινεζική επαρχία Γιουχάν και οι συνωμοσιολογικές θεωρίες που σχετίζονται με την πανδημία ανθούν.
Επιφυλάξεις της ΕΕ
Τις επισημάνσεις του αμερικανού οιονεί πρεσβευτή στην Ταϊβάν υιοθέτησε με ζέση ο υπουργός Εξωτεριικών της χώρας Τζόζεφ Γου (υπενθυμίζεται ότι το Πεκίνο δεν αναγνωρίζει την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη χώρα). Και οι υπουργοί Εμπορίου της Ινδίας, της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας, ωστόσο, δήλωσαν ότι συμμερίζονται την ανάγκη για μια «περιφερειακή συνεργασία που θα κάνει πιο βιώσιμη και ανθεκτική την εφοδιαστική αλυσίδα».
Ευρωπαίοι διπλωμάτες και επιχειρηματίες εμφανίζονται, ωστόσο, πιο επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά την αναφανδόν σκοπούμενη, πλέον, από την Ουάσιγκτον διεθνή εμπορική και οικονομική απομόνωση της Κίνας, όπως εκτιμούν οι «Financial Times». Όπως φαίνεται από ρεπορτάζ της εφημερίδας, η θέση της Ευρώπης είναι για την ώρα επαμφοτερίζουσα.
Ο εκπρόσωπος της ΕΕ στην Ταϊπέι Φίλιπ Γκρζεγκορζέφσκι εξέφρασε την άποψη ότι «είναι στην ευθύνη των κυβερνήσεων να αναλάβουν την ευθύνη και να πείσουν τις επιχειρήσεις ότι είναι προς το συμφέρον τους να τροποποιήσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες». Αλλά ο Φρέντι Χόγκλαντ, διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Ταϊπέι, δήλωσε στους «FT» ότι «η αναδιοργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας είναι κάτι που μας απασχολεί, αλλά είναι φανερό ότι εν προκειμένω εκδηλώνεται μια πολιτική πίεση εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης».
«Οι χώρες-μέλη της ΕΕ εμφανίζονται επιφυλακτικές σε ό,τι αφορά την εμπλοκή τους σε ένα παγκόσμιο αντι-κινεζικό κίνημα», εκτιμά ο ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας επικαλούμενος ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές. Πέραν της επιφυλακτικότητας που πηγάζει από τα σοβαρά προβλήματα που έχουν ανακύψει και στις εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ, οι Ευρωπαίοι ίσως είναι απρόθυμοι να ενταχθούν σε ένα παγκόσμιο αντικινεζικό μέτωπο επειδή περιμένουν την έκβαση των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, που πιθανόν να αλλάξουν άρδην το σκηνικό (και) στο διεθνές εμπόριο.