Σοβαρές περιπλοκές στον τρόπο χειρισμού της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης των τελευταίων εβδομάδων προκάλεσε η παρέμβαση του ΝΑΤΟ με σκοπό τη διαμόρφωση ενός μηχανισμού αποκλιμάκωσης και αποτροπής σύγκρουσης (deconfliction) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η σχετική δήλωση του Γενικού Γραμματέα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ αργά το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης 3 Σεπτεμβρίου έπιασε μάλλον απροετοίμαστη την Αθήνα και σίγουρα προκάλεσε εκνευρισμό, ο οποίος φάνηκε από την αρχική δήλωση διάψευσης. Και τούτο διότι ανεξαρτήτως του τεχνικού περιεχομένου των προτάσεων, η κίνηση του κ. Στόλτενμπεργκ μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε σαφή πολιτικό προσανατολισμό.
Μεταφορά ευθύνης στην Ελλάδα
Από τη στιγμή που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και πληροφορίες, το ΝΑΤΟ δεν ζητεί την απόσυρση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Oruc Reis» αλλά και των πολεμικών πλοίων που το συνοδεύουν από την επίμαχη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αίτημα που η Αθήνα έχει με σαφήνεια επικοινωνήσει προς κάθε κατεύθυνση ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα για κάποιας μορφής διάλογο (ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το επανέλαβε την Παρασκευή με τη φράση «Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις»), η κατ’ αρχήν αρνητική στάση της ελληνικής πλευράς μπορεί να αξιοποιηθεί από τους ενδιαφερομένους – αλλά και την Τουρκία, η οποία ήδη το έπραξε – ως μοχλός πίεσης και μεταφοράς της ευθύνης (blame game) για το αδιέξοδο στην Ελλάδα. Πάντως, σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος», το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (NAC) θα συζητήσει την προσεχή Τετάρτη την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην επίμαχη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει πλέον επικρατήσει μια επικίνδυνη ηρεμία. Το «Oruc Reis» συνεχίζει την κίνησή του μετά και από την έκδοση της νέας τουρκικής NAVTEX που λήγει στις 12 Σεπτεμβρίου – σε μια τακτική «σαλαμοποίησης» της περιοχής από την Αγκυρα. Η εκτίμηση των ελλήνων επιτελών είναι ότι η Τουρκία θα προχωρήσει και σε έκδοση άλλης ναυτικής αγγελίας ως τις 12 Σεπτεμβρίου και το «φλερτ» με το θερμό επεισόδιο θα συνεχιστεί. Θα φθάσει η Αγκυρα στο σημείο «να πνίξει» το Καστελλόριζο μέσα από την έκδοση νέας NAVTEX που θα το εγκλωβίζει στα έξι ναυτικά μίλια; Ουδείς αποκλείει οτιδήποτε στην Αθήνα, ενώ ο φιλοκυβερνητικός τουρκικός Τύπος καλεί και για επίσημη έκδοση των νέων αδειών που έχει ζητήσει η κρατική εταιρεία πετρελαίου (ΤΡΑΟ).
Η συνάντηση Μητσοτάκη – Μακρόν
Την ίδια στιγμή βέβαια η Αθήνα δεν μπορεί «να αφήσει το πόδι από το γκάζι» της διπλωματικής της κινητοποίησης, καθώς η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο εξακολουθεί να είναι τεταμένη και ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24-25 Σεπτεμβρίου. Σε αυτήν, ένα από τα βασικά θέματα θα είναι οι ευρωτουρκικές σχέσεις και όπως είπε σε συνέντευξή του ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ η ΕΕ θα ακολουθήσει μια τακτική «καρότου και μαστιγίου». Ο κ. Μισέλ ενδέχεται να επισκεφθεί Αθήνα και Λευκωσία πριν από τη Σύνοδο, ενώ εμφανίστηκε θετικός στη διεξαγωγή μιας πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, πρόταση που έχει διατυπώσει και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο πλαίσιο της ελληνικής κινητοποίησης θα είναι η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη Γαλλία, όπου στις 10 Σεπτεμβρίου, στο Αζαξιό, την πρωτεύουσα της Κορσικής, θα συμμετάσχει στη Σύνοδο των «Επτά της Μεσογείου», την οποία διοργανώνει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν με τη συμμετοχή επίσης της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Μάλτας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας. Ο κ. Μητσοτάκης θα έχει διμερή συνάντηση με τον κ. Μακρόν την ίδια ημέρα, καθώς η Αθήνα και το Παρίσι βρίσκονται την περίοδο αυτή σε συνεχείς διαπραγματεύσεις σε δύο επίπεδα: πρώτον, σε αυτό της προμήθειας γαλλικών εξοπλισμών από τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, με πιο ώριμο σχέδιο αυτό της αγοράς μαχητικών αεροσκαφών Rafale, και, δεύτερον, σε αυτό για την υπογραφή μιας συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας. Στο δεύτερο ζήτημα, κρίσιμη θα ήταν για την Αθήνα η συμπερίληψη μιας ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής με σαφή μηχανισμό ενεργοποίησης, στοιχείο που πάντως δεν είναι διόλου εύκολο. Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας επέδωσε, προχθές, επιστολή του κ. Μητσοτάκη στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στην οποία καταγράφεται η τουρκική έκνομη δραστηριότητα, ώστε να τη διαβιβάσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και ο ρόλος της Μέρκελ
Το κείμενο που δόθηκε στους στρατιωτικούς αντιπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας από τον αντιπρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής της Συμμαχίας, τον αμερικανό αντιπτέραρχο Σκοτ Καϊντσβάτερ, είναι ένα κείμενο μιας σελίδας και πέντε παραγράφων. Είναι καθαρά τεχνικό και μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να είναι και χρήσιμο, εφόσον φυσικά ανασκευαστεί και μία σειρά λεπτομερειών διαλευκανθούν. Είναι φυσικά απόλυτα ισορροπημένο, κατά την πάγια νατοϊκή πρακτική, ενώ, όπως «Το Βήμα» πληροφορείται, εμπεριέχει αναφορά στον σεβασμό των νομίμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε πλευράς. Προέκυψε δε, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, έπειτα από πυρετώδεις διαβουλεύσεις των τελευταίων ημερών στο τρίγωνο Βρυξελλών – Ουάσιγκτον – Βερολίνου.
Αυτές εξελίχθησαν, σε μεγάλο βαθμό, στο πλαίσιο των άτυπων συναντήσεων των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) το τριήμερο 26-28 Αυγούστου στη γερμανική πρωτεύουσα (λόγω της πρώτης συνάντησης ήταν παρών εκεί και ο κ. Στόλτενμπεργκ, που συναντήθηκε με τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ), αλλά και σε σειρά τηλεφωνικών επαφών μακριά από το φως της δημοσιότητας. Ο κ. Στόλτενμπεργκ κατέστησε σαφές στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Παρασκευή μετά από συνάντηση του NAC ότι η δική του προσπάθεια είναι επιβοηθητική της γερμανικής διαμεσολάβησης και ότι ναι μεν δεν υπάρχει συμφωνία Ελλάδας και Τουρκίας επί του ενισχυμένου (enhanced) μηχανισμού αποτροπής συγκρούσεων που προτείνει, αλλά οι τεχνικές συνομιλίες έχουν κανονικά ξεκινήσει.
Υπενθυμίζεται ότι η γερμανική πλευρά είχε ακολουθήσει μια ανάλογη τακτική, αυτήν της εμπλοκής του ΝΑΤΟ, το 2016, όταν η κρίση του Μεταναστευτικού βρισκόταν στην κορύφωσή της, προκειμένου να φέρει στο ίδιο τραπέζι την Αθήνα και την Αγκυρα. Οπως προκύπτει και από δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου («Die Welt», «Handelsblatt»), στο Βερολίνο υπάρχει έντονη ανησυχία ότι η κατάσταση μπορεί να εκτραχυνθεί και ότι σε αυτή την περίπτωση μάλιστα η Ελλάδα θα βρεθεί σε πολύ δυσχερή θέση. Ωστόσο, σε έγκυρους κύκλους έχει αρχίσει πλέον να εμπεδώνεται η άποψη ότι ο κατευνασμός έναντι της Αγκυρας δεν λειτουργεί. Αυτό αποτυπώνεται εύγλωττα σε πρόσφατη ανάλυση του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP), μιας εκ των εγκυρότερων δεξαμενών σχέσεων της Γερμανίας. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του ο πρόεδρος του DGAP Τόμας Εντερς, «γιατί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει χωρίς δυνατότητα παρανόησης με ποια πλευρά τάσσεται και ότι, αν καταστεί αναγκαίο, θα επιβάλει κυρώσεις στην Αγκυρα;».
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών
Υπήρξε βέβαια και η κινητοποίηση των Αμερικανών. Αυτή είναι μια εξέλιξη την οποία επιθυμούσε η ελληνική πλευρά, εξού και υπήρξε η επαφή με τον Μάικ Πομπέο και η εμπλοκή, μέσω τηλεφωνημάτων προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι ενδείξεις όμως είναι ότι η συζήτηση του κ. Τραμπ με τον κ. Ερντογάν δεν πήγε καθόλου καλά και ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν εμφανίστηκε διατεθειμένος να υποχωρήσει και να συμβάλει στην αποκλιμάκωση. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, αμερικανικές πηγές είχαν στείλει τα σχετικά μηνύματα περί πιθανής εμπλοκής του ΝΑΤΟ και σε παράγοντες των Αθηνών. Οι Αμερικανοί είναι ίσως οι μόνοι που μπορούν να επιβάλουν αποτελεσματικές κυρώσεις εναντίον της Αγκυρας (οι ευρωπαϊκές καθυστερούν πολύ και δύσκολα θα είναι ουσιαστικές) για θέματα όπως οι S400 και η Halkbank. Πάντως, ακόμα και στις ΗΠΑ, το ζήτημα «Τουρκία» απασχολεί όλο και περισσότερο όσους παρακολουθούν τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.