Η «Διεθνής των ψεκασμένων» έχει και το ελληνικό παρακλάδι της. Η χώρα μας δεν εξαιρείται από το παγκόσμιο κίνημα των αρνητών της πανδημίας κορωνοϊού· σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis, την οποία δημοσιεύει «Το Βήμα της Κυριακής», βρίσκουν και εδώ πρόσφορο έδαφος οι κάθε λογής παραπλανητικές και συνωμοσιολογικές θεωρίες.
Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού (17%) αντιδρά στη χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους. Ανάμεσα στους νέους, ηλικίας από 17 ως 34 ετών, το ποσοστό φτάνει στο 28%! Από αυτούς το μεγαλύτερο ποσοστό δυσανασχετούντων με τη μάσκα καταγράφεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Αντιστοίχως, στο ερώτημα «αν υπήρχε ένα εγκεκριμένο και δωρεάν εμβόλιο από το κράτος για τον κορωνοϊό, εσείς θα θέλατε να το κάνετε ή όχι;», το 44% των ερωτηθέντων απάντησε «όχι». Το αντίστοιχο ποσοστό σε έρευνα της Gallup στις ΗΠΑ (στο διάστημα 20/7 έως 2/8) ήταν 35%.
Στην Ελλάδα, δηλαδή, το ποσοστό όσων αντιμετωπίζουν αρνητικά ή με καχυποψία το εμβόλιο για τον κορωνοϊό είναι υψηλότερο από εκείνο στην Αμερική, όπου το κίνημα των αρνητών του κορωνοϊού χρησιμοποιείται πολιτικά από τον Ντόναλντ Τραμπ στην προεκλογική του εκστρατεία.
Επιπλέον, στη χώρα μας, η συγκεκριμένη τάση αντιπροσωπεύει μια ευρεία ηλικιακή ομάδα, από 17 ως 54 ετών, η οποία απάντησε ότι δεν θα εμβολιαζόταν για τον κορωνοϊό σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50%.
Συνολικά υπέρ του εμβολίου απάντησε το 50% και κατά το 44%.
Ενδιαφέρον έχουν τα ειδικότερα χαρακτηριστικά όσων απάντησαν ότι δεν θα έκαναν το εμβόλιο. Το 54% ανήκει στην αγροτική τάξη, το 64% είναι άνεργοι, το 50% γυναίκες και το 54% αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί δεξιοί. Από την Αριστερά μέχρι την Κεντροδεξιά υπερισχύει το «ναι» στο εμβόλιο.
Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας μπορεί να είναι μειοψηφικό αλλά δεν είναι αδιάφορο, καθώς εφάπτεται με το 13% των πολιτών που απαντούν ότι δεν θέλουν καμία συζήτηση με την Τουρκία προκειμένου να διευθετηθούν οι διαφορές των δύο χωρών.
Από τη διασταύρωση των στοιχείων προκύπτει ότι όσοι ανήκουν στο αντιεμβολιαστικό κίνημα και όσοι δηλώνουν «τουρκοφάγοι» ταυτίζονται σε ποσοστό 55,2%.
Αυτή είναι η «μαγιά» του νέου αντισυστημικού χώρου στην Ελλάδα, το ποσοστό του οποίου είναι αρκετό, εφόσον αποκτήσει πολιτική έκφραση, για να στηρίξει την είσοδο ενός νέου κόμματος στη Βουλή. Και γι’ αυτό, παρότι μικρό είναι δυνητικά επικίνδυνο.
Με το τέλος του καλοκαιριού, η ατζέντα των κοινωνικών προβλημάτων εξακολουθεί να καθορίζεται από τα τρία θέματα που βρίσκονται συνεχώς στην αιχμή της επικαιρότητας.
Την ανησυχία για την πανδημία που επιστρέφει και πάλι στην πρώτη θέση των προβλημάτων με 29% αυθόρμητες αναφορές από 14% που ήταν τον Ιούνιο.
Την οικονομία με αυθόρμητες αναφορές στο 28% – αν συνυπολογιστεί και το 10% των αναφορών στην ανεργία, το συνολικό ποσοστό ξεπερνά αυτό της πανδημίας.
Τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με ποσοστό 21% (τριπλάσιο του Ιουνίου).
Ας δούμε τις εξελίξεις σε καθέναν από αυτούς τους τομείς.
Οι γνώμες διίστανται για το αν θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε το δεύτερο κύμα της πανδημίας με την ίδια επιτυχία όπως το πρώτο (48% «με λιγότερη επιτυχία» έναντι ποσοστού 46% που θεωρεί ότι θα έχουμε περισσότερη επιτυχία ή την ίδια επιτυχία με το πρώτο κύμα). Περνώντας από την αίσθηση του «προσωρινού» που υπήρχε αρχικά σε αυτή του «μονιμότερου» στο δεύτερο κύμα, η γενική εντύπωση (67%) είναι ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τώρα το σύστημα Υγείας είναι καλύτερα προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει τα κρούσματα κορωνοϊού. Επιπλέον, δεν θεωρείται πιθανό να εφαρμοστεί και πάλι ένα γενικό lockdown αν τα πράγματα χειροτερέψουν, γιατί υπάρχει η γενικευμένη άποψη ότι «δεν θα το αντέξει η οικονομία της χώρας μας» (75%). Αυτός είναι ένας λόγος που συντελεί στις παραπάνω επιφυλάξεις, ενώ η παρατεταμένη διάρκεια της πανδημίας προκαλεί ψυχολογική κόπωση.
Η ανησυχία για τα ελληνοτουρκικά ακολούθησε την αύξηση της έντασης που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συμφωνία για τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο έχει υψηλότατη αποδοχή στην κοινή γνώμη και ανέρχεται σε ποσοστό 70%, ενώ μόλις το 12% δηλώνει ότι διαφωνεί.
Η «σκληρή» γραμμή που αντιτάσσεται σε κάθε πιθανότητα διαπραγμάτευσης με την Τουρκία κινείται στο 13%, σε αντίθεση με το 82% των ερωτηθέντων που δηλώνουν υπέρ των διαπραγματεύσεων, είτε για το σύνολο των θεμάτων που τίθενται και από τις δυο πλευρές (39%), είτε για τα θέματα που εμείς αναγνωρίζουμε ως υπαρκτά και προς ρύθμιση (43%).
Ασφαλώς, το 43% που αποδέχεται διαπραγματεύσεις μόνο στη βάση των ελληνικών διεκδικήσεων δημιουργεί στην κυβέρνηση υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων και διευκρινίσεων εφόσον ξεκινήσει διάλογος με την Τουρκία.