Το δημοσίευμα της γερμανικής «Die Welt», ανεξαρτήτως του βαθμού ακριβείας και αληθείας που το συνοδεύει, έθεσε ευθέως επί τάπητος το ενδεχόμενο ενός, απροσδιόριστης έκτασης και έντασης, «θερμού επεισοδίου» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Πλέον όλοι στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού συζητούν αν όντως ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε από τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας του να βυθίσουν ένα ελληνικό πολεμικό πλοίο ή να καταρρίψουν ένα μαχητικό αεροσκάφος, με τους περισσότερους πια να θεωρούν σχεδόν δεδομένο ότι επαπειλείται πόλεμος μεταξύ δύο συμμάχων χωρών της Ατλαντικής Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μακροημέρευση του πανίσχυρου μεταπολεμικού αμυντικού σχηματισμού της Δύσης.

Κάτι που αγωνιωδώς εξέπεμψε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ με τις αναφορές του, ή καλύτερα με τις ευχές του για έναρξη συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών-μελών της συμμαχίας.

Οι πιο ενημερωμένοι των ξένων δυνάμεων, πάντως, δεν πιστεύουν την εκδοχή της γερμανικής εφημερίδας, δεν διανοούνται δηλαδή ότι ο τούρκος πρόεδρος ζήτησε κάτι από τους στρατηγούς του και εκείνοι αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις οδηγίες του ή να πειθαρχήσουν στην προτροπή του.

Παρά εκτιμούν ότι στην «αυλή» του παλατιού της Αγκυρας υπάρχει μειοψηφικός κύκλος πολεμοκάπηλων, που προέρχονται κυρίως από τη ζώνη του κυβερνητικού συμμάχου και ηγέτη των «Γκρίζων Λύκων» Ντεβλέτ Μπαχτσελί, οι οποίοι προσβλέπουν σε μια ελληνοτουρκική σύρραξη προβάλλοντας την υποτιθέμενη τουρκική στρατιωτική ισχύ και υπεροχή.

Κάτι που ωστόσο δεν έχει επιβεβαιωθεί στο «πεδίο», αλλά αντιθέτως έχει καταγραφεί η σθεναρή ελληνική κινητοποίηση και παρουσία που δηλώνει ότι η επιλογή του όποιου πολεμικού επεισοδίου δεν θα είναι περίπατος, παρά θα έχει σοβαρές συνέπειες για την Τουρκία.

Δεν είναι τυχαίο ότι τον τελευταίο μήνα στην τουρκική τηλεόραση αξιολογούνται δημόσια οι δυνατότητες της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας να πλήξουν στρατιωτικούς στόχους στα ενδότερα της γείτονος.

Οι δηλώσεις επιπλέον του άλλοτε υπουργού Εξωτερικών και στενού συνεργάτη του τούρκου προέδρου Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος προτρέπει τους συμπατριώτες του να μην επιλέγουν, ούτε να υπερεκτιμούν την προβολή της ισχύος έναντι της διπλωματίας, μόνο αδιάφορες δεν είναι.

Επίσης έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επίσημες ελληνικές αρχές δεν επιβεβαιώνουν, με εξαίρεση την «επακούμβηση» της φρεγάτας «Λήμνος» επί της τουρκικής «Κεμάλ Ρέις», ότι υπήρξαν περιστατικά που μπορεί να έφεραν τους κυβερνήτες ή τους πιλότους μας στα άκρα.

Αποδέχονται μεν την επικρατούσα ένταση στην ευρύτερη ζώνη, αλλά δεν θεωρούν ότι υπήρξε στιγμή ικανή να οδηγήσει σε «θερμό επεισόδιο».

Ακόμη και στην περίπτωση της φρεγάτας «Λήμνος» κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι οι εμπλεκόμενοι Tούρκοι εγκατέλειψαν το «πεδίο», παρότι είχαν την ευκαιρία δυναμικής αντίδρασης.

Οπως και να έχει πάντως, η ένταση και η συχνότητα των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο ενοχλούν ολοένα και περισσότερους. Οπως επισημαίνουν ξένες διπλωματικές πηγές, για πρώτη φορά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τα χρόνια δηλαδή κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στήνονται τόσο πολλές δυνάμεις απέναντι στην Τουρκία.

Αραβες, Αιγύπτιοι, Σύροι, Ισραηλινοί, Γάλλοι, Αυστριακοί, Αγγλοι, Αμερικανοί και άλλοι τοποθετούνται αρνητικά απέναντι στον αλαζονικό μεγαλοϊδεατισμό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Οι πιο προχωρημένοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι με τη στάση του οδηγεί την Τουρκία στα βράχια, επιμένοντας μάλιστα ότι το νεο-οθωμανικό του όραμα δεν συγκινεί τον τουρκικό λαό, παρά τον προβληματίζει βαθύτατα.

Ολα μαζί ίσως εξηγούν και τις συνεχείς παλινδρομήσεις του τούρκου προέδρου, ο οποίος «παίζει» άλλοτε με τη σύγκρουση και άλλοτε με τον διάλογο.

Κοινώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα πλέον ότι η Τουρκία πιέζεται διεθνώς.

Γεγονός που επιβάλλει σε εμάς επιφυλακή και ψύχραιμη επιτήρηση του «πεδίου».

Ο χρόνος δουλεύει για την Ελλάδα…

 

ΤΟ ΒΗΜΑ