Τον παλιό καλό καιρό, πριν από την κρίση και τον κορωνοϊό, ο κόσμος ευημερούσε. Η δυτική κοινωνία βίωνε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, η ανεργία ήταν χαμηλή, οι νέες τεχνολογίες βελτίωναν τη ζωή και τα κοινωνικά μέσα μας έφερναν όλους πιο κοντά. Είναι όμως πράγματι έτσι; Η μήπως το πρότυπο της ατομικιστικής ευτυχίας που είχε ήδη διαδοθεί είχε προλάβει να μας παρασύρει σε ένα αέναο κυνήγι αφηρημένων αγαθών και καταναλωτικών προϊόντων που χρονολογείται μεν από τη μεταπολεμική εποχή, αλλά γιγαντώθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα;
Στο βιβλίο τους «Ευτυχιοκρατία. Πως η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας» (εκδ. Πόλις) ο ισπανός ψυχολόγος Εντγκαρ Καμπάνας και η μαροκινή κοινωνιολόγος Εύα Ιλούζ παρατηρούν ότι από τη δεκαετία του 2000 και εντεύθεν η ευτυχία μετατράπηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες αξίες της αγοράς. Μέθοδοι της λεγόμενης «θετικής ψυχολογίας» την κατέστησαν, υποτίθεται, μετρήσιμη, το life coaching υποσχόταν απτά αποτελέσματα και, αν αυτά αποτύγχαναν, υπήρχαν πάντοτε τα καταναλωτικά αγαθά για να παρηγορηθούν όλοι όσοι μπορούσαν να τα αποκτήσουν.
Στο BHMAgazino της Κυριακής, 6 Σεπτεμβρίου, ο Μάρκος Καρασαρίνης με αφορμή την «Ευτυχιοκρατία» εξετάζει το πως η νέα οικονομία, από τη διαφήμιση ως τους influencers, υπέβαλε στη δυτική κοινωνία την ιδέα της μέχρι τελικής πτώσεως αναζήτησης μια ευτυχίας ποσοτικά υπολογίσιμης σε δείκτες, στάσεις, συμπεριφορές και εισπράξεις.